Ακάθεκτη συνεχίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την αύξηση του κόστους του χρήματος, μέχρι τελικής πτώσεως του πληθωρισμού αλλά και των εργαζομένων που τιμωρούνται παρότι δεν φταίνε για την άνοδό του.

Η ΕΚΤ προχώρησε, όπως αναμενόταν, χθες σε ακόμη μία... αύξηση των επιτοκίων της -κατά 0,25%- ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού της ευρωζώνης στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 22 ετών, ενώ εξήγγειλε και νέες αυξήσεις στη συνέχεια. Η χθεσινή αύξηση -η όγδοη συνεχόμενη από τον περασμένο Ιούλιο- διαμορφώνει το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (αυτό που καταβάλλεται για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών) στο 3,5% -το υψηλότερο επίπεδο από το 2001-, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης (με το οποίο δανείζονται οι εμπορικές τράπεζες από την ΕΚΤ) στο 4% -το υψηλότερο από το 2008- και το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 4,25%.

Η αύξηση των επιτοκίων ευρώ έρχεται μία ημέρα μετά την απόφαση της αμερικανικής Fed να διακόψει προσωρινά τον δικό της κύκλο αύξησης και εν μέσω ενδείξεων ότι η οικονομία της ευρωζώνης χωλαίνει επικίνδυνα προς τη στασιμότητα, μετά τη συρρίκνωσή της στα δύο προηγούμενα τρίμηνα του χειμώνα.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ουδόλως φάνηκε να πτοείται από αυτή την εξέλιξη και τον ρόλο που έχει παίξει σε αυτήν η άνοδος του κόστους του χρήματος. Διεμήνυσε ότι «τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα φτάσουν σε επίπεδα επαρκώς περιοριστικά προκειμένου να επιτευχθεί η επάνοδος του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και θα διατηρηθούν στα επίπεδα αυτά για όσο διάστημα χρειαστεί». Η Γαλλίδα κεντρική τραπεζίτης υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ ουδόλως σκέφτεται μια παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων της καθώς η δουλειά δεν έχει τελειώσει. «Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στον προορισμό μας. Εχουμε ακόμα έδαφος να καλύψουμε». «Ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει υψηλός για πολύ καιρό», είπε, προσθέτοντας ότι «αν δεν υπάρξει κάποια ουσιαστική αλλαγή στο βασικό μας σενάριο είναι πολύ πιθανό να αυξήσουμε τα επιτόκια τον Ιούλιο».

Η ΕΚΤ αναθεώρησε προς τα πάνω την εκτίμησή της για τον πληθωρισμό και πλέον προβλέπει ότι αυτός θα διαμορφωθεί στο 5,4% φέτος, στο 3% το 2024 και στο 2,2% το 2025. Υψηλότερες είναι και οι νέες εκτιμήσεις της για τον δομικό πληθωρισμό -από τον οποίο εξαιρούνται οι ευμετάβλητες τιμές τροφίμων και ενέργειας- στο 5,1% φέτος, στο 3% το 2024 και στο 2,3% το 2025.

Η Λαγκάρντ είπε πάντως αυτή τη φορά ότι, εκτός από τις αυξήσεις των μισθών που αποτελούν για τους κεντρικούς τραπεζίτες τη νούμερο 1 αιτία για τις πληθωριστικές πιέσεις και σπείρες, φταίει και η άνοδος των τιμών από τις επιχειρήσεις που στόχο έχει την αύξηση των κερδών τους. Αυτοί οι δύο παράγοντες, δήλωσε, καθίστανται αυξανόμενα σημαντική κινητήρια δύναμη του πληθωρισμού. Για αρκετούς οικονομολόγους πάντως, «η δολοφονία της ζήτησης» στην οποία στοχεύει η ΕΚΤ με τη συνεχή άνοδο του κόστους δανεισμού δεν συνιστά την ενδεδειγμένη λύση για τη μείωση των πιέσεων στις τιμές.

Το υψηλότερο κόστος δανεισμού περιορίζει τη ζήτηση για δάνεια από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις καθώς και την προθυμία των τραπεζών να δανείσουν. Αυτό με τη σειρά του έχει επιπτώσεις σε κατανάλωση, επενδύσεις, ανάπτυξη, απασχόληση. Οι πρώτοι που θα την πληρώσουν από το ακριβότερο χρήμα και τη συγκράτηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας είναι οι πιο αδύναμοι, τα πιο φτωχά νοικοκυριά, οι πιο ευάλωτοι εργαζόμενοι. Αυτοί δηλαδή που οι κεντρικοί τραπεζίτες ανέκαθεν θεωρούσαν «παράπλευρες απώλειες» των πολιτικών τους.
 
Top