Εκατό χρόνια παρά ένα γράφει φέτος η «ταυτότητα» της εταιρείας Κάλας. Μιας από τις ελάχιστες στον κόσμο που έχουν πετύχει να ταυτιστούν σε τέτοιο βαθμό με το βασικό προϊόν τους, που στην προκειμένη περίπτωση, είναι, φυσικά, το αλάτι.
Η αφετηρία της βρίσκεται στο 1922. Σε εκείνη την στιγματισμένη λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής χρονιά, ο Eμμανουήλ Kαλαμαράκης έστησε την πρώτη βιοτεχνία επεξεργασίας άλατος στο Kουκάκι, παράγοντας παράλληλα τα απορρυπαντικά «Σαπόλ» και «Kρινόλ», αλλά και ποτάσα.
Όταν τα ηνία της επιχείρησης πέρασαν, το 1948, στον γιο του Kωνσταντίνο, έγινε το μεγάλο βήμα, καθώς ήταν εκείνος που είχε την ιδέα να βάλει το αλάτι Kάλας σε μπουκάλι, θέτοντας έτσι τις βάσεις για το χτίσιμο ενός από τα πλέον αναγνωρίσιμα ελληνικά brands. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι το 1963 η Kάλας ήταν η πρώτη που παρήγαγε ιωδιωμένο αλάτι, σε συνεργασία με τη Unisef και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, συμβάλλοντας έτσι στην πρόληψη της ιωδιοπενίας στη χώρα μας.
Λίγο αργότερα, το 1970 κατασκευάστηκε η παραγωγική μονάδα στο Μεσολόγγι, ενώ η Κάλας κυκλοφόρησε στην αγορά το αλάτι Ήρα σε διάφανο σακουλάκι.
Το brand ΒΕΜ
H τρίτη γενιά της οικογένειας, με τον Mανώλη Kαλαμαράκη στο «τιμόνι», έγραψε και εξακολουθεί να γράφει τις δικές της «σελίδες» στην ιστορία της Κάλας.
Ο Mανώλης Kαλαμαράκης
Προχωρώντας, αφενός σε μεγάλες επενδύσεις και αφετέρου στην επέκταση σε νέες κατηγορίες τροφίμων. Έτσι, πέρα από τις καινούργιες παραγωγικές εγκαταστάσεις, από το 2005 «μπήκε» δυναμικά στην κατηγορία σαλατών, μουσταρδών και dressing, αποκτώντας το brand ΒΕΜ, δημοφιλές στο καταναλωτικό κοινό από το 1947 όταν ξεκίνησε την λειτουργία της η Βιομηχανία Ετοίμων Μουσταρδών. Στη συνέχεια, το 2008, εξαγόρασε την Olympus Foods και μέσω της σύγχρονης παραγωγικής μονάδας στη Ν. Έφεσο Πιερίας εδραίωσε τη θέση της στην κατηγορία σαλατών, μαγιονέζας, μουστάρδας και κέτσαπ, ενώ στο προιοντικό της χαρτοφυλάκιο ενέταξε σταδιακά, μπαχαρικά, ζωοτροφές, εμφιαλωμένο νερό, αλίπαστα, κονσέρβες ψαρικών, τυποποιημένα αγροτικά προϊόντα κ.α.
Από τη βιοτεχνία στο Κουκάκι, στον leader της αγοράς
Κάπως έτσι, με σταθερά, αλλά «αθόρυβα» βήματα, η Κ. Ε. Καλαμαράκης εξελίχθηκε, γιγαντώθηκε και έγινε το Kalas Group, που χωρίς αμφιβολία αποτελεί τον leader της αγοράς στο αλάτι, τόσο στο επώνυμο, όσο και στην ιδιωτική ετικέτα, με την εμβέλεια και τις συνεργασίες του να έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα εθνικά σύνορα.
Στο πλαίσιο αυτό η απόκτηση του 25% της «Eλληνικές Aλυκές A.E.» ήταν μια στρατηγική τοποθέτηση που κατοχύρωσε την πρόσβαση της Kάλας στις «πηγές» του προϊόντος. H κρατική εταιρία ιδρύθηκε το 1988, ως «διάδοχος» της «Aλυκαί Mεσολογγίου», και έχει σήμερα υπό την «ομπρέλα» της το σύνολο σχεδόν των εν λειτουργία αλυκών της Eλλάδας. Η συμμετοχή της «Ελληνικές Αλυκές» στην παραγωγή πρωτογενούς άλατος ξεπερνά το 92%, καλύπτοντας το 60%-65% περίπου των συνολικών αναγκών της χώρας.
Στο πελατολόγιο της Κάλας περιλαμβάνονται πολυεθνικές εταιρείες, σημαντικές ελληνικές βιομηχανίες, το σύνολο των ελληνικών αλυσίδων λιανεμπορίου αλλά και μεγάλες αλυσίδες του εξωτερικού.
Η εταιρεία διαθέτει σήμερα δύο συγκροτήματα παραγωγής αλατιού στο Μεσολόγγι (μονάδα μηχανικού καθαρισμού και μονάδα κρυστάλλωσης), ένα συγκρότημα παραγωγής αλατιού στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, ένα συγκρότημα παραγωγής σαλατών, μουστάρδας, μαγιονέζας και dressing στη Ν. Έφεσο Πιερίας, τέσσερα κέντρα αποθήκευσης και διανομής ξηρού και ψυχρού φορτίου στη ΒΙΠΑ Αυλώνα Αττικής, στο Μεσολόγγι, στη Σίνδο και στην Πιερία. Επίσης διατηρεί ιδιόκτητες εκτάσεις στην Καλλονή και την Πολύχνιτο της Λέσβου.
Οι οικονομικές επιδόσεις, η πτώση του τζίρου και οι ζημιές
Ούτε η Κάλας, όμως, έμεινε ανεπηρέαστη από την πολυετή περιπέτεια της οικονομικής κρίσης. Έτσι, αν και παραμένει ένας υγιής όμιλος με ισχυρά θεμελιώδη, ο τζίρος όλα τα τελευταία χρόνια ακολουθεί πτωτική τροχιά. Ενδεικτικά, το 2011 ήταν 40,2 εκατ. ευρώ, το 2012 υποχώρησε στα 36,17 εκατ., το 2013 στα 32 εκατ., το 2014 στα 30,73 εκατ., το 2015 έπεσε κάτω από το όριο των 30 εκατ. και διαμορφώθηκε στα 28,7 εκατ., τη διετία 2016-17 κινήθηκε στα 26,3 εκατ., ενώ το 2018 μειώθηκε περαιτέρω στα 25,33 εκατ. Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία, το 2019 σημείωσε ανάκαμψη στα 26,95 εκατ. ευρώ (+6,37%) ωστόσο το τελικό καθαρό αποτέλεσμα ήταν ζημιές 508.432 ευρώ (έναντι ζημιών 624.087 ευρώ έναν χρόνο πριν), με τις ζημιές εις νέον να φτάνουν τα 8,5 εκατ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, ο βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός διαμορφώνεται σε 17,23 εκατ. ευρώ, ενώ το σύνολο των υποχρεώσεων στα 34,9 εκατ. Ακόμη, επί των ακινήτων του ομίλου έχουν εγγραφεί υποθήκες και προσημειώσεις υπέρ των τραπεζών, ποσού 37 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, τα ίδια κεφάλαια στη χρήση 2019 ανέρχονταν σε 13,44 εκατ. (αποτελώντας το 27,83% των συνολικών κεφαλαίων και υποχρεώσεων), ενώ σε σχέση με την προηγούμενη χρήση αυξήθηκαν κατά 974.916 (7,82%).
Το κόστος πωλήσεων (με ενσωματωμένες αποσβέσεις) αποτελεί το 65,70% του κύκλου εργασιών, ενώ τα έξοδα διοίκησης και διάθεσης έφτασαν τα 8 εκατ. ευρώ (30% του τζίρου).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διοίκησης, η εταιρεία είναι θωρακισμένη λόγω συντονισμένων κινήσεων που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια και της διατήρησης της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά. Το αρνητικό αποτέλεσμα αποδίδεται κατά ένα βαθμό στις αυξημένες προβλέψεις για επισφάλειες και για αποζημίωση προσωπικού καθώς και στην απομείωση που προέκυψε από την εκπόνηση εκτίμησης για την αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εικόνα δεν είναι ρόδινη και η Κάλας βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις.
Τα «αντίμετρα»
Για αυτό, υλοποιείται ήδη πρόγραμμα εξοικονόμησης ρευστότητας μέσω επίτευξης οικονομιών κλίμακας από την παραγωγική διαδικασία με εφαρμογή νέων μεθόδων παραγωγής, αύξηση της αποδοτικότητας του εξοπλισμού, αποτελεσματικότερης διαχείρισης των αποθεμάτων, μείωσης του κόστους διανομής με απευθείας ανάληψη δικτύου και διαρκούς έρευνας με στόχο τη βελτιστοποίηση του κόστους πρώτων και βοηθητικών υλών αλλά και της ενέργειας.
Ο όμιλος κατά την χρήση 2019 εδραίωσε περαιτέρω τη θέση του στην εγχώρια αγορά, ανανεώνοντας τις εμπορικές συμβάσεις του με τους υπάρχοντες πελάτες και επεκτείνοντας τις συνεργασίες του με όλες πλέον τις μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου.
Βάσει των στοιχείων του πρώτου τετράμηνου 2020 οι πωλήσεις κινήθηκαν ανοδικά ενώ κλείστηκαν νέες συμφωνίες με πολυεθνικούς ομίλους, δεδομένου ότι η Κάλας πιστοποιήθηκε ως πανευρωπαϊκός προμηθευτής.
Την ευνόησε και η πανδημία
Ενδεικτικό της δυναμικής της είναι το γεγονός ότι παρά τις σκληρές έως και ισοπεδωτικές συνέπειες της πανδημίας στην αγορά και για τη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων, η Κάλας, -η οποία δεν εντάχθηκε σε κρατικά μέτρα στήριξης-, όχι μόνο δεν είχε μείωση του κύκλου εργασιών, αλλά αντίθετα, μέχρι το περσινό καλοκαίρι, κατέγραφε και σημαντική αύξηση.
«Αποπληρώνουμε κανονικά τις όποιες υποχρεώσεις μας τηρώντας τους αντίστοιχους όρους και δεν επηρεάσθηκε η χρηματοοικονομική μας θέση καθώς πολύ μικρό ποσοστό των πελατών μας εντάχθηκε στην αναστολή πληρωμών λόγω της πανδημίας και κατά συνέπεια δεν παρατηρήθηκε πρόβλημα ρευστότητας», όπως τονίζεται.
Παράλληλα, η εταιρεία ανταποκρίθηκε στην κάλυψη των αυξημένων αναγκών των πελατών της τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και στον τομέα της τροφοδοσίας της αγοράς διατηρώντας επαρκή αποθέματα.
Ο «κωδικός επέκτασης» και η αναμόρφωση της αγοράς
Υπάρχουν, όμως, και τα κεφαλαιακά «αποθέματα» ώστε να ανταποκριθεί στις γενικότερες «αναταράξεις» και να συνεχίσει σε αναπτυξιακή πορεία;
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, αλλά και βασικός μέτοχος Μανώλης Καλαμαράκης (ο ίδιος ελέγχει το 74,14%, η Φ. Καλαμαράκη το 13,58% και η Rotaprint Ο.Ε. το 12,28%), έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο, το 2012, ότι «η επέκτασή μας σε άλλους κλάδους παραμένει επιθυμία μας και πάντα είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις συνεργασιών». Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και άλλαξαν πολλά, καταρχήν για την ίδια την Κάλας που διεύρυνε το προιοντικό της χαρτοφυλάκιο με νέες σειρές στο αλάτι («Χρυσό», light, «Άνθος Αλός») και στις άλλες κατηγορίες. Ραγδαίες αλλαγές, όμως, σημειώνονται τελευταία και στην αγορά τροφίμων, με την είσοδο νέων ισχυρών παικτών, που ξαναγράφουν το «χάρτη».
Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι αν τα πλάνα για την «επόμενη μέρα» επιφυλάσσουν, εκτός από «ανοίγματα» σε νέα προιοντικά πεδία και την προοπτική ενδεχόμενης στρατηγικής συμπόρευσης…