ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΙΛΟΓΛΟΥ*
"- Γιατί πουλι 'μ δεν κελαηδείς
πως κελαηδούσες πρώτα ;
- Για πώς μπορώ να κελαηδώ ;
Με κόψαν τα φτερούδια μου.
με πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε μπρ' αμάν την Πόλη μας,
Μας πήρανε την Πόλη μας και την Αγιά-Σοφιά μας
Κλαίγει πικράν η Παναγιά..."(θρήνος για την Άλωση)
Σήμερα που συμπληρώνονται 557 χρόνια από την πτώση της βυζαντινής (όπως ονομάστηκε αργότερα) αυτοκρατορίας, ας πάμε να θυμηθούμε τις ώρες της άλωσης της Πόλης, όπως ξαναζωντανεύουν, ανάμεσα στην ιστορία και στους θρύλους, στην εξαιρετική περιγραφή του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ...
Το πρωινό εκείνο της 29ης Μαΐου του 1453 το αποκάλεσαν «μοιραίο». Μετά από 1.129 περίπου χρόνια η αυτοκρατορία που γεννήθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου το 324 μ.Χ., έσβησε ανίσχυρη και παρηκμασμένη επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου.
Το αν βέβαια υπήρξε μοιραία η πτώση ή νομοτελειακή είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ωστόσο το σίγουρο είναι ότι τόσο πολύ συντάραξε τον κόσμο το γεγονός αυτό, ώστε δύσκολα συμβιβάστηκε με την ιδέα του. Γι’ αυτό κατέφυγε στους μύθους για τον Κωνσταντίνο που μαρμαρώθηκε και περιμένει να ζωντανέψει ξανά στην απελευθέρωση της Πόλης, για τη Θεία Λειτουργία που έμεινε στη μέση, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Άγια – Σοφιά, για τα χρυσόψαρα που ζωντάνεψαν την ώρα που ψήνονταν στο τηγάνι, για την Αγία Τράπεζα που βρίσκεται στα νερά του Βοσπόρου και ένα σωρό άλλα…Οι θρύλοι συντηρούσαν την ελπίδα.
Αυτοί οι θρύλοι περιπλεγμένοι με την ιστορία ζωντανεύουν ξανά με τρόπο ιδιαίτερο στο έργο του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ(1881-1942). Ένα απόσπασμα από την περιγραφή της άλωσης, όπως το έχει περιλάβει στο βιβλίο του «Οι μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας», παραθέτουμε στη συνέχεια, για να ανασύρουμε μνήμες, επ’ ευκαιρία της σημερινής ημέρας…
«…Στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ο σουλτάνος δίνει το σύνθημα της επίθεσης. Υψώνουν μια γιγάντια σημαία και κραυγάζοντας «Αλλάχ, Αλλάχ, ιλ Αλλάχ» εκατό άνδρες οπλισμένοι, ορμούν προς τα τείχη του Βυζαντίου με σκάλες, σκοινιά και αρπάγες. Χτυπούν τα ταμπούρλα, στριγκλίζουν οι σάλπιγγες, χαλούν τον κόσμο τα κύμβαλα και οι πίπιζες, τα ουρλιαχτά των ανδρών και ο κρότος των κανονιών. Όλα αυτά ξεσπάνε σα θύελλα μανιασμένη.
Οι πρώτες δυνάμεις που ορμούν στα τείχη, αποκρούονται με τρομερές απώλειες. Είναι οι «μπάσι – μπουζούκοι» στρατιώτες άπειροι, που τα μισόγυμνα κορμιά τους παίζουν κατά κάποιο τρόπο το ρόλο βουλώματος στο σχέδιο επίθεσης του σουλτάνου. Η αποστολή τους συνίσταται στο να κουράσουν και να εξασθενίσουν το εχθρό προτού να κάνουν την αποφασιστική εξόρμησή τους τα εκλεκτά στρατεύματα. Οι άνθρωποι αυτοί, που τους έχουν προηγούμενα φανατίσει, τρέχουν με σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, τους γκρεμίζουν, ξανασκαρφαλώνουν ακούραστα γιατί δεν υπάρχει γι’ αυτούς πεδίο υποχώρησης. Πίσω από αυτό το ανθρώπινο κοπάδι που δεν αξίζει τίποτα και είναι προορισμένο να θυσιαστεί, στέκεται ο τακτικός στρατός που τους σπρώχνει ακατάπαυστα στο βέβαιο, σχεδόν θάνατο.
Οι αμυνόμενοι, βρίσκονται πάντοτε σε πλεονεκτική θέση, τα βέλη και οι πέτρες δε μπορούν να κάνουν τίποτα στα θωρακισμένα τους πλευρά. Αλλά τους παραμονεύει ένας τρομερός κίνδυνος : Η κούραση.
Και πάνω σ' αυτό ακριβώς υπολογίζει και ο Μωάμεθ. Πολεμώντας με τις βαρείες πανοπλίες τους στρατεύματα ελαφρά πού τους πιέζουν αδιάκοπα, τρέχοντας ακατάπαυστα απ' το ένα σημείο της επίθεσης στο άλλο, εξαντλούν μεγάλο μέρος της δύναμής τους σ’ αυτόν το λυσσαλέο αγώνα. Κιόταν ύστερα από δυο ώρες – αρχίζει κι όλας να χαράζει – έρχεται το δεύτερο κύμα εφόδου, οι Ανατολίτες, ο αγώνας γίνεται ακόμα δυσκολότερος.
Αυτοί, είναι στρατεύματα πειθαρχημένα, καλοεκπαιδευμένα και ντυμένοι ομοιόμορφα με προστατευτικές πανοπλίες. Είναι επίσης πολύ περισσότεροι αριθμητικά και τελείως ξεκούραστοι. Παρ' όλα αυτά οι πολιορκούμενοι τους απέκρουσαν κι' αυτούς και ο σουλτάνος αναγκάστηκε να χρησιμοποίηση και την εφεδρεία του, τους Γενίτσαρους, που ήταν το ανθός του Οθωμανικού στρατού. Αναλαμβάνει αυτοπροσώπως τη διοίκηση αυτών των δώδεκα χιλιάδων νεαρών και. διαλεγμένων στρατιωτών που είναι ο καλύτερος στρατός πού γνώρισε ή Ευρώπη. Ορμούν με μια κραυγή κατά του εξαντλημένου αντιπάλου.
Είναι καιρός πια να χτυπήσουν οι καμπάνες της πάλης καλώντας στα τείχη κάθε άνθρωπο πού μπορεί να προσφέρει κάτι. Οι ναύτες, παρατάνε τα καράβια τους για να ενισχύσουν τον αριθμό των αμυνομένων, γιατί σε λίγο θ' αρχίσει ή τελική μάχη.
Κατά κακή τύχη των Βυζαντινών, μια πέτρα βρίσκει, τον αρχηγό των Γενοβέζων, το γενναίο κοντοτιέρο Τζουστινιάνι, που τον παίρνουν πληγωμένο βαριά. Η απουσία του αποθαρρύνει για μια στιγμή τους αμυνόμενους.
Αλλά τώρα, τρέχει και ο ίδιος ο αυτοκράτορας στα τείχη και κατορθώνουν να ανατρέψουν ακόμα μια φορά τις σκάλες : Ή λύσσα των αμυνομένων είναι ισοδύναμη με τη λύσσα των πολιορκητών και για μια στιγμή ή πόλη φαίνεται πώς σώθηκε. Απ' την απόγνωση της, άντλησε δύναμη κι' απόκρουσε την πιο αγρία έφοδο. Αλλά τότε, ένα τραγικό ατύχημα, ένα απ' τα μυστηριώδη εκείνα γεγονότα πού αναπηδούν στις ανεξιχνίαστες βουλές της ιστορίας, κρίνει ξαφνικά την τύχη του Βυζαντίου.
Έχει γίνει κάτι απίστευτο. Πολλοί τούρκοι μπήκαν μέσα στο πρώτο τείχος από ένα ρήγμα πού άνοιξαν σε ένα σημείο εφόδου. Δεν τολμούν να σκαρφαλώσουν στο δεύτερο τείχος. Αλλά, καθώς τριγύριζαν με περιέργεια στον ενδιάμεσο χώρο πού χωρίζει τα δυο τείχη, ανακάλυψαν(;;;) ότι μια μικρή πορτούλα, η Κερκόπορτα, όπως την έλεγαν , έμενε ανοιχτή. Ήτανε μια μικρή είσοδος για να μπαίνουν μέσα στον καιρό της ειρήνης οι περαστικοί, όταν οι μεγάλες πύλες είχανε κλείσει . Καθώς φαίνεται, επειδή δεν είχε καμία στρατηγική σημασία, ξέχασαν(;;;) την ύπαρξη της την τελευταία αυτή νύχτα, μέσα στη γενική ταραχή.
Οι τούρκοι τα έχασαν βρίσκοντας ένα τόσο εύκολο πέρασμα καταμεσής στο απροσπέλαστο τείχος και στην αρχή νόμισαν πώς είναι παγίδα και όχι αμέλεια. Πραγματικά, τους φαίνεται απίστευτο να μένει εδώ ορθάνοιχτη ήσυχα - ήσυχα μια πόρτα, τη στιγμή πού γύρω απ' τις πόρτες, μπροστά στο παραμικρό ρήγμα και στον τελευταίο εξώστη του τείχους, μαζεύονταν εκατοντάδες άνδρες, ρίχνοντας βροχή πάνω στους επιτιθέμενους ακόντια καί βρασμένο λάδι.
Για κάθε ενδεχόμενο, ζητούν αμέσως ενισχύσεις. Ένα τάγμα ξεχύνεται έτσι στους δρόμους της πόλης και ρίχνεται ξαφνικά στα νώτα των ανυποψίαστων υπερασπιστών. Οι έλληνες στρατιώτες, βλέποντας τους τούρκους , μπήγουν τη μοιραία κραυγή: «Πάρθηκε η Πόλη!». «Πάρθηκε η πόλη», κραυγάζουν και οι Τούρκοι, ακόμα δυνατότερα.
Στους πολέμους, ή ψεύτικη είδηση προκαλεί πάντοτε μεγαλύτερες καταστροφές απ΄ τα κανόνια. Καί το νέο τούτο έσπασε κάθε αντίσταση. Οι μισθοφόροι, νομίζοντας πώς προδόθηκαν, εγκαταλείπουν τις θέσεις τους για να; καταφύγουν στο λιμάνι και στα καράβια, όσο είναι καιρός ακόμα. Μάταια ο Κωνσταντίνος, μαζί με μερικούς πιστούς του, ορμάει κατά πάνω στους εισβολείς : Σκοτώνεται σαν άγνωστος, μέσα στη γενική αναστάτωση. Και μόνο την άλλη μέρα θα αναγνωρίσουν το πτώμα του, ανάμεσα σ' ένα σωρό άλλα, απ' τα κόκκινα σανδάλια του, πού ήτανε στολισμένα με χρυσό αητό, και θα καταλάβουν έτσι ότι ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας έπεσε ένδοξα, σα Ρωμαίος, μαζί με την αυτοκρατορία του. Η Κερκόπορτα, ένα σπυράκι σκόνης, καθάρισε την ιστορία του κόσμου.
Η ιστορία παίζει συχνά με τους αριθμούς. Η λεηλασία του Βυζαντίου, έγινε 1000 ακριβώς χρόνια μετά τη μνημειώδη κατάληψη της Ρώμης από τους Βανδάλους. Μόλις νίκησε ο Μωάμεθ, κράτησε το φοβερό όρκο του. Μετά τη σφαγή, αφήνει στη διάκριση των πολεμιστών του τα πάντα: Σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια καί παλάτια, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Χιλιάδες στρατιώτες τρέχουν σα δαίμονες μέσα στους δρόμους, προσπαθώντας να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο. Ή πρώτη έφοδος έγινε στις εκκλησίες που ήτανε γεμάτες διαμαντικά και χρυσά σκεύη. Όταν μπαίνουν μέσα σ' ένα σπίτι, κρεμάνε το λάβαρο τους στην πόρτα του, για να ειδοποιηθούν οι άλλοι ότι ή λεία του σπιτιού αυτού είναι δική τους. Εκεί μέσα, δε βρίσκουν μόνο στολίδια, υφάσματα και κάθε είδους κινητά πλούτη. Βρίσκουν επίσης και γυναίκες που θα πουληθούν στα σαράγια, άντρες και παιδιά πού θα πάνε στα σκλαβοπάζαρα.
Με το καμτσίκι, βγάζουν έξω απ' τις εκκλησιές κοπάδια - κοπάδια τους δυστυχισμένους πού κατέφυγαν εκεί μέσα, σφάζουν τους γέρους — πλάσματα περιττά και στόματα άχρηστα — και περνούν τους νέους δεμένους σαν κτήνη. Συγχρόνως, καταστρέφουν τα πάντα με λύσσα και ηλιθιότητα. Όλα τα πολύτιμα κειμήλια και τα έργα τέχνης, πού περισώθηκαν απ" τη λεηλασία των σταυροφόρων, εξ ίσου, ίσως,- τρομερή, σπάζονται τώρα, γκρεμίζονται, γίνονται κομμάτια απ' αυτούς τους παράφρονες. Καταστρέφουν πολύτιμους πίνακες, γκρεμίζουν με σφυριά τα θαυμαστότερα αγάλματα, σκίζουν ή βρωμίζουν τα βιβλία πού θα κληροδοτούσαν στο μέλλον τη σοφία των αιώνων, τον αθάνατο θησαυρό της ελληνικής σκέψης και ποίησης.
Ή ανθρωπότητα δε θα μπόρεση να εκτίμηση ποτέ σε όλη του την έκταση το κακό πού μπήκε απ' την Κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα, ούτε και το τι έχασε ο κόσμος του πνεύματος με την κατάληψη της Ρώμης, της "Αλεξάνδρειας και του Βυζαντίου.
Ό Μωάμεθ, μόνο το απόγευμα μπήκε στην πόλη, όταν τέλειωσε πια ή σφαγή. Περήφανος και σοβαρός, περνάει καβάλα στο υπέροχο άλογο του μπροστά απ' τις άγριες σκηνές της λεηλασίας, χωρίς να γυρίσει καθόλου το κεφάλι του, παραμένοντας πιστός στην υπόσχεση του να μη διακόψει το τρομερό έργο των στρατιωτών του, πού του χάρισαν τη νίκη.
Ή πρώτη του πράξη είναι ανιδιοτελής, γιατί τώρα, εκπληρώθηκαν οι πόθοι του: Πορεύεται προς την Άγια- Σοφιά, προς την αστραφτερή καρδιά του Βυζαντίου. Πενήντα μέρες και περισσότερο, Έβλεπε απ' τη σκηνή του με λαχτάρα, να λάμπει ο σταυρός πάνω στον τρούλο αυτής της εκκλησίας πού θα πέραση τώρα τις πύλες της νικητής. Αλλά συγκρατεί ακόμα μια φορά την ανυπομονησία του: θέλει να ευχαρίστηση πρώτα τον Αλλάχ, πριν του αφιέρωση οριστικά αυτή την εκκλησία. Κατεβαίνει απ' το άλογο του και γονατίζει ταπεινά στο έδαφος για να προσευχηθεί. Ύστερα, παίρνει μια χούφτα χώμα και το ρίχνει στο κεφάλι του για να θυμηθεί πώς είναι κι' αυτός θνητός και πως δεν πρέπει να υπερηφανεύεται για το θρίαμβο του. Μόνο αφού έδειξε έτσι στο θεό την ταπεινοφροσύνη του ανασήκωσε το κορμί του. Και ο πρώτος υπηρέτης του Αλλάχ, μπαίνει στη μητρόπολη του Ιουστινιανού, στον ιερό ναό της Σοφίας του Θεού.
Ό Μωάμεθ, κοιτάζει με συγκινημένη περιέργεια το υπέροχο αυτό οικοδόμημα, με τους ψηλούς θόλους με τα αστραφτερά μάρμαρα καί μωσαϊκά, με τις λεπτές κολώνες που φαίνονται σα να ξεπηδάνε στο φως απ' το σκοτάδι. Νιώθει πώς δεν ανήκει σ' αυτόν τούτο το υπέροχο παλάτι της προσευχής, αλλά στο θεό. Καλεί αμέσως έναν ιμάμη που ανεβαίνει στον άμβωνα και κηρύσσει τη μουσουλμανική πίστη, ενώ ο ίδιος, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τη Μέκκα, απευθύνει στον Αλλάχ, τον κυρίαρχο του κόσμου, την πρώτη προσευχή που ειπώθηκε γι' αυτόν μέσα σ' αύτη τη χριστιανική εκκλησία.
Την άλλη μέρα, οι εργάτες διατάχθηκαν να εξαφανίσουν όλα τα σύμβολα της χριστιανικής πίστης. Καταστρέφουν το ιερό, σοβατίζουν τις θρησκευτικές παραστάσεις που είχανε γίνει με μωσαϊκά, και ο σταυρός πού δέσποζε στην Αγια-Σοφιά, κι άπλωνε χίλια χρόνια τα μπράτσα του για να αγκαλιάσει τον πανανθρώπινο πόνο, γκρεμίζεται με πάταγο.
Ο κρότος πού έκανε πέφτοντας, αντηχεί σε όλη την εκκλησία και πολύ μακρύτερα ακόμα. Με την πτώση του ανατριχιάζει ολόκληρη ή Δύση. Η είδηση αυτή, βρίσκει τρομερή απήχηση στη Ρώμη, στη Γένοβα, στη Βενετία κι εξαπλώνεται σαν απειλητικό μπουμπουνητό πάνω απ’ τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η Ευρώπη, βλέπει τρέμοντας πώς με την ενοχή αδιαφορία της, εισέβαλε στο έδαφος της μια δύναμη καταστροφική, μια δύναμη που θα παράλυση την ισχύ της για πολλούς αιώνες.
Αλλά στην ιστορία, όπως και στη ζωή των ανθρώπων, ή λύπη δεν επανορθώνει την απώλεια μιας στιγμής και χίλια χρόνια, δε μπορούν να εξαγοράσουν μια ώρα αμέλειας….»
*Ο Σταύρος Λιλόγλου είναι Καθηγητής Φυσικής Αγωγής
Και έχει διατελέσει Άμισθος Επιστημονικός Συνεργάτης του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΠΗΓΗ: toliotaritoupirea.blogspot.com