Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει:
«Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2.2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1.2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των 700.000- 800.000, σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Το επίσημο τουρκικό κράτος, που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρνείται ότι διαπράχθηκε «γενοκτονία» εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής τα τελευταία χρόνια ύπαρξης της αυτοκρατορίας.
«Η Τουρκική Δημοκρατία, δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια. Η σχέση του σύγχρονου τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική, γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος» αναφέρει ο κ. Αγτζίδης.
Ο ίδιος, ο όρος «γενοκτονία» διατυπώθηκε και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο, μεταγενέστερα (1948) από τον Πολωνό νομομαθή Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό τη νομική περιγραφή «μαζικών εγκλημάτων» από κυρίαρχες εξουσίες, με προσχεδιασμό, οργάνωση, συστηματικότητα και με σκοπό «τη μεθοδευμένη εξολόθρευση, ολική, ή μερική» διαφόρων «εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ή άλλων μειονοτήτων» και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου και κοινωνικού προβληματισμού.
Το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων, σύμφωνα με μελετητές των γεγονότων, είτε εξαιτίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε και του συνεχιζόμενου επιστημονικού διαλόγου και της διαδικασίας τεκμηρίωσης, ή και των δύο, κρατήθηκε χαμηλά για δεκαετίες, ώσπου άρχισε σταδιακά να τίθεται εντονότερα από την προσφυγική «Κοινωνία των Πολιτών», τους επιζήσαντες και τους απογόνους τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα
Η οργανωμένη μελέτη των πηγών, η αξιοποίηση των μαρτυριών, αλλά και έργα νεότερων ιστορικών, Ελλήνων και ξένων, μεταξύ αυτών και σύγχρονων τούρκων ιστορικών, τις τελευταίες δεκαετίες βοήθησε στην αποσαφήνιση του ιστορικού τοπίου και σε ευρεία επιστημονική τεκμηρίωση του αιτήματος «μνήμης» και αναγνώρισης «γενοκτονικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, μεταξύ αυτών και κατά του ποντιακού ελληνισμού (1916-1922).
Έγκριτοι Έλληνες και ξένοι, ιστορικοί, νομικοί, κοινωνιολόγοι, αποφαίνονται σήμερα, παραθέτοντας στοιχεία και επιχειρήματα, ότι οι διωγμοί, οι θάνατοι, οι πυρπολήσεις χωριών και οι εκτοπίσεις, εκείνη της περιόδου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτελούσαν μέρος ενός «μεθοδευμένου» και «συστηματικού» σχεδίου της εθνικιστικής «ελίτ» των Νεότουρκων, με κύριο στόχο τον «εκτοπισμό», την “εκδίωξη από τα εδάφη της αυτοκρατορίας” με τη χρήση βίαιων, απάνθρωπων πρακτικών που είχαν ως αποτέλεσμα μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, με ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις χριστιανικές μειονότητες της Ανατολής.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παραθέτει τις απόψεις τεσσάρων Ελλήνων επιστημόνων, μελετητών των γεγονότων εκείνης της περιόδου, τα οποία σφράγισαν τη μοίρα του προσφυγικού στοιχείου, του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού:
Θεοδόσης Κυριακίδης: Διδάκτωρ ιστορίας, επιστημονικός συνεργάτης στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ
Χρονολογία – σταθμός αποτελεί ασφαλώς η «Επανάσταση των Νεότουρκων» τον Ιούλιο 1908 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, όταν οι Ταλάτ –Κεμάλ –Ενβέρ, υποβαθμίζουν τη σουλτανική εξουσία και καθίστανται απόλυτα κυρίαρχοι, πολιτικά, ιδίως μετά το 1913. Τα συνέδρια των Νεοτούρκων είναι τακτικά, το πιο σημαντικό είναι αυτό το 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί αποκρυσταλλώνεται το σύνθημα : «Η Τουρκία στους Τούρκους».
Οι βαλκανικοί πόλεμοι θα δημιουργήσουν έντονα προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί με την απώλεια οθωμανικών εδαφών και την προσφυγοποίηση των μουσουλμάνων από βαλκανικά εδάφη, πιέζονται οι ελίτ και οι Νεότουρκοι, οι οποίοι θα κληθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Κατηγορούν τους χριστιανούς ότι «κατέστρεψαν τη χώρα» και ότι πάντοτε προσπαθούσαν «να στραφούν κατά της πατρίδας». Υπάρχουν αναφορές τους, για «εσωτερικό καρκίνωμα στο σώμα της αυτοκρατορίας», ή «πληγή που πρέπει να γιατρευτεί», ή για το «άγριο χορτάρι που πρέπει να ξεριζωθεί», κ.τ.λ. Αυτή η τάση του τουρκικού εθνικισμού βρίσκει ιδεολογικούς εκφραστές, όπως ο Ζιγιά Γκιολκάπ, ο οποίος με ποιήματα και με άρθρα στον τύπο ενισχύει αυτόν τον τουρκικό εθνικισμό.
Προς τα τέλη του 1914, λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα του Α’ΠΠ, παρατηρείται συσπείρωση των μουσουλμάνων και επικρατεί το σύνθημα: «Ο πόλεμος για τη σωτηρία της πατρίδας δεν είναι μόνο αναγκαίος είναι και θεάρεστος».
Η ελίτ έχει αποφασίσει να εκδιώξει τις χριστιανικές κοινότητες. Αυτό, ασφαλώς, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να προκαλέσει τις μεγάλες δυνάμεις, τη διεθνή κοινότητα. Οπότε το σχέδιο που έχουν είναι προσπάθειες ανταλλαγής υποτίθεται εθελοντικών για ανταλλαγή πληθυσμών, στη συνέχεια με πογκρόμ ιδίως στα παράλια της Μικράς Ασίας 1913-14 να δημιουργήσουν συνθήκες τρόμου, όπως η σφαγή της Φώκαιας, για να διώξουν τους πληθυσμούς αυτούς. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες, έχουν δημοσιευτεί.
Επόμενος σημαντικός σταθμός είναι η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, όπου οι σφαγές ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη. Επειδή, με τις σφαγές των Αρμενίων προκάλεσαν την κοινή γνώμη, οι Γερμανοί στέλνουν συνεχώς τηλεγραφήματα και εκδηλώνουν την ανησυχία τους – καθώς ήταν στενοί σύμμαχοι και συνεργάτες κατά τον Α’ΠΠ – ότι η διεθνής κοινή γνώμη θα κατηγορήσει τους ίδιους ότι προκαλούν αυτοί τις σφαγές αυτές. Μάλιστα, υπάρχει δημοσίευμα από εφημερίδα του Μονάχου ότι οι σφαγές πραγματοποιούνται στο όνομα του Κάιζερ…» Επιλέγεται, λοιπόν, η βίαιη μετατόπιση των χριστιανικών μειονοτήτων προς το εσωτερικό».
Η ελίτ των Νεότουρκων οργανώνει την εξόντωση, μέσω των εκτοπισμών. Το σχέδιο λειτουργεί με ένα διπλό μηχανισμό. Η ιδέα ήταν να μετατοπιστούν, όπως έλεγαν, για «στρατιωτικούς λόγους» περί τα 30-50 χλμ. προς την ενδοχώρα. Παρατηρώντας όμως τις πορείες αυτών, όμως, βλέπουμε ότι φτάνουν μέχρι την Μαλάτεια και περιοχές που είναι σε απόσταση 300- 400 χιλιόμετρα. Οπότε βλέπει κανείς ότι δεν εξυπηρετεί στρατιωτικούς λόγους αλλά μέσα από τις πορείες, τις κακουχίες το κρύο, την πείνα σκοπός ήταν η εξόντωση.
Μέχρι και οι σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο αυστριακός πρόξενος, ή ο Γερμανός πρέσβης σημειώνουν στα τηλεγραφήματα που στέλνουν αναφέρουν ότι «μπορεί κανείς να κατανοήσει την μετακίνηση των ανδρών στο εσωτερικό για στρατιωτικούς λόγους», αλλά διερωτώνται επίσης, «ποιος είναι ο λόγος να εκτοπίζονται γυναίκες και παιδιά;». Το αντάρτικο στον Πόντο δημιουργείται εκείνη την περίοδο, ως προσπάθεια αυτοάμυνας, διαφύλαξης της ζωής τους.
Ο διοικητής της Τεσκιλάτ ι Μαχρουσά, – αφού έχουν εξοντωθεί οι Αρμένιοι – φτάνει το φθινόπωρο του 1916 στον Πόντο, και οι συστηματικές σφαγές στον Πόντο παρατηρούνται ακριβώς, την ίδια περίοδο που φτάνει εκεί. Κάτι που αποτελεί ακόμη μια ακόμη ένδειξη της στοχευμένης και της οργανωμένης εξόντωσης των Ελλήνων του πόντου. Οι συστηματικές εκτοπίσεις, οι δολοφονίες, οι διώξεις αρχίζουν από το φθινόπωρο του 1916 και εξελίσσονται με σφοδρότητα μέχρι το καλοκαίρι του 1917.
Από τον Απρίλιο του 1916 μέχρι το Φεβρουάριο του 1918 η περιοχή της Τραπεζούντας και ο ανατολικός πόντος καταλαμβάνεται από το ρωσικό στρατό. Στις 15 Μαΐου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη και στις 19 Μαΐου φτάνει στην Αμισό, στη Σαμψούντα, με αποστολή να ειρηνεύσει την περιοχή από τη δράση ένοπλων συμμοριών. Αυτονομείται από την Υψηλή Πύλη και κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δέκα μέρες μετά την άφιξη του, στις 29 Μαΐου συναντιέται στη Χάμσα με τον Τοπάλ Οσμάν, τον τοπικό αρχηγό μουσουλμανικών συμμοριών, ο οποίος δρα κυρίως στην περιοχή της Κερασούντας.
Φαίνεται ότι τον ενισχύει με άνδρες και οπλισμό και του χορηγεί αμνηστία «για όσα έκανε, αλλά και για το μέλλον». Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στα διπλωματικά αλλά και ιεραποστολικά έγγραφα, όπου όλοι αναρωτιούνται πώς ένας απλός βαρκάρης πριν από μερικά χρόνια, να πραγματοποιεί όλα αυτά τα εγκλήματα ατιμώρητος. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτή τη συνάντηση και στην ασυλία που έχαιρε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Η δράση του Τοπάλ Οσμάν και των ομάδων του κορυφώνεται από το 1919 και το 1920 και στις περιοχές γύρω από Τραπεζούντα και στον ανατολικό Πόντο.
Ο ίδιος ο Κεμάλ έχει διακριθεί στη μάχη της Καλλίπολης, χαίρει εκτίμησης και καταφέρνει να συσπειρώσει τα απομεινάρια των Τούρκων ατάκτων στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ισχυροποιείται το 1921 με τις υπογραφές συνθηκών με τους συμμάχους μας κατά τον Α’ΠΠ και αργότερα και με τους μπολσεβίκους. Από το τέλος του 1921 μέχρι το Μάιο του 1922 έχουμε το δεύτερο μεγάλο κύμα των σφαγών στον Πόντο.
Η θέση της Τουρκίας και διεθνής αναγνώριση
Η Τουρκία από την πλευρά της δεν αναγνωρίζει πως υπήρξε γενοκτονία Ποντίων και αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου που προκάλεσε η Ελλάδα, εισβάλλοντας στην Ανατολία, σε λοιμό και σε ασθένειες και χαρακτηρίζει τα περί γενοκτονίας διαστρέβλωση των γεγονότων για πολιτικά κίνητρα και εσωτερική κατανάλωση. Γίνεται επίσης αναφορά και σε πολεμική αποζημίωση που θα έπρεπε για αυτούς να πληρώσει η Ελλάδα για τα συγκεκριμένα γεγονότα, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης. [1]
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Τον Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε ψήφισμα