Με την απόφαση του (7880/2021,) απορρίπτεται η αγωγή αποζημίωσης που ζητούν οι γονείς και η αδελφή του 22χρονου Καπελώνη (από 300.000 έκαστος) για ψυχική οδύνη από το θάνατο του οικείου τους προσώπου, η οποία στρέφεται κατά του ελληνικού δημοσίου και εδράζεται σε “παραλείψεις των οργάνων του” και δη της αστυνομίας στη φύλαξη των γραφείων ως στόχων υψηλού κινδύνου.

Στην κρίση πως δεν υπήρξε καμία ολιγωρία της αστυνομίας και δη του αστυνομικού τμήματος Νέου Ηρακλείου για την φύλαξη των γραφείων της Χρυσής Αυγής ώστε να αποτραπεί η δολοφονική επίθεση της 1ης Νοεμβρίου 2013 σε βάρος του 22χρονου Μανου Καπελώνη και του 27χρονου Γιώργου Φουντούλη και τον τραυματισμό ενός ακόμα 29χρονου, καταλήγει το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.




Οι δολοφονίες

Σύμφωνα με μαρτυρίες το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 2013 δύο άτομα που επέβαιναν σε μηχανή τύπου Honda, φορώντας άσπρο και μαύρο κράνος, προσέγγισαν τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο και στάθμευσαν έξω από ένα γειτονικό κατάστημα. Ο συνεπιβάτης της μηχανής κατέβηκε από το δίκυκλο και αφού πλησίασε τα θύματα, άνοιξε πυρ εναντίον τεσσάρων ατόμων που βρίσκονταν εκείνη την ώρα έξω από τα γραφεία. Ο 29χρονος Φουντούλης άφησε την τελευταία του πνοή επιτόπου, ο 22χρονος Καπελώνης εξέπνευσε λίγο αργότερα κατά την μεταφορά του στο ασθενοφόρο, ενώ το τρίτο θύμα, ένας 29χρονος που τραυματίστηκε στην προσπάθεια του να ξεφύγει από τους δράστες, υποβλήθηκε σε πολλαπλό χειρουργείο και τελικά σώθηκε.

Όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση “…στις 16.11.2013 δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «zougla.gr» προκήρυξη δεκαοκτώ (18) σελίδων με τίτλο «Ανάληψη ευθύνης εκτέλεσης Νεοναζί», μέσω της οποίας η υπογράφουσα την εν λόγω προκήρυξη τρομοκρατική οργάνωση «Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις» ανέλαβε την ευθύνη για την ένδικη ένοπλη επίθεση, αναφέροντας πως «έγινε ως αντίποινα για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά και άλλα καθάρματα-μέλη του νεοναζιστικού κόμματος».

Η φύλαξη

Η οικογένεια του Καπελώνη προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια αναφέροντας πως δεν υπήρξε προστασία απο την αστυνομία , ούτε καν επιτήρηση του χώρου, παρότι είχε χαρακτηριστεί “ευπαθής στόχος”.

Το δικαστήριο αναφέρει πως “….ενόψει τούτου και λαμβανομένων υπόψη των ως άνω σχετικών αναφορών των αστυνομικών οργάνων που μαρτυρούν τη διενέργεια τακτικών διελεύσεων, το Α.Τ. Ηρακλείου κατέβαλε την επιμέλεια που επιβαλλόταν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, προς διασφάλιση της ασφάλειας των ως άνω γραφείων, χωρίς να τίθεται ζήτημα κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας που διέθετε ως προς τον καθορισμό της συχνότητας των διελεύσεων αυτών. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και αν είχε πραγματοποιηθεί διέλευση αστυνομικού οργάνου από τα εν λόγω γραφεία την ημέρα του ένδικου συμβάντος, αυτή θα είχε διενεργηθεί, δεδομένης της ως άνω έλλειψης πληροφόρησης για την πραγματοποίηση της εκδήλωσης, ενδεχομένως σε ανύποπτο χρόνο και, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ικανή και πρόσφορη, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να αποτρέψει την ένδικη επίθεση, η οποία εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά, χωρίς προηγούμενη σταδιακή κλιμάκωση, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγόντων περί του αντίθετου”.

Και καταλήγει: “…Προσέτι, το αρμόδιο για την πρόληψη και καταστολή τρομοκρατικών επιθέσεων Τμήμα Αντιμετώπισης Εσωτερικής Τρομοκρατίας της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. επιλήφθηκε αμέσως, σύμφωνα με προαναφερθέν πόρισμα του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Αθηνών, της έρευνας σχετικά με την ένδικη δολοφονική επίθεση, ενώ από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η δυνατότητα πρόβλεψης της συγκεκριμένης τρομοκρατικής ενέργειας, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγόντων περί ολιγωρίας του συγκεκριμένου Τμήματος. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω δεν στοιχειοθετείται παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να θεμελιώνει, κατά τα άρθρα 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ., ευθύνη αυτού προς χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων λόγω ψυχικής οδύνης”

 
Top