Ενστάσεις σε νομικά και συνταγματικά ζητήματα που απορρέουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών διατυπώνουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες Μακεδονίας-Θράκης, σε ανακοίνωσή τους.

Αναλυτικά η ανακοίνωση των ΑΝΕΛ Μακεδονίας Θράκης:

"Δεδομένης της πάγιας θέσης μας η οποία είναι η μη αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών και εκφράζοντας την πλήρη αντίθεσή μας στην με οποιοδήποτε τρόπο κύρωση αυτής από τη Βουλή των Ελλήνων και δηλώνοντας σε κάθε τόνο ότι δεν αποδεχόμαστε επ’ ουδενί την με οποιονδήποτε τρόπο χρήση του ονόματος ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από το κράτος των Σκοπίων, παραθέτουμε τις κάτωθι νομικές ενστάσεις μας:

1] Οι αναφορές με τον όρο Μακεδονικός Λαός, με σαφήνεια παραπέμπουν στην έννοια του Έθνους, δεδομένου ότι κανένας άλλος προσδιορισμός του Λαού της γειτονικής χώρας γίνεται παρά μόνο με τον όρο Μακεδονικός και έτσι ο Λαός ταυτίζεται με δήθεν Μακεδονικά <χαρακτηριστικά ομοιογένειας και μοναδικότητας>, στοιχεία που προσδιορίζεται το έθνος.

Για το λόγο αυτό και επειδή ο Λαός που κατοικεί στη Μακεδονία, στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, της Δυτικής Μακεδονίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, προσδιορίζεται σαφώς ως Ελληνικός Μακεδονικός Λαός, που είναι και ο μόνος Μακεδονικός, που ενυπάρχει στον Ελληνικό Λαό, δημιουργείται σύγχυση πρόδηλη για τους κατοίκους στους οποίους αναφέρεται το σύνταγμα της γειτονικής χώρας υπό τον όρο <Μακεδονικός Λαός>.

Με αυτή την έννοια το σχέδιο συμφωνίας των Πρεσπών και οι συνταγματικές τροποποιήσεις που η γειτονική χώρα πραγματοποίησε, σε υποτιθέμενη εκτέλεση αυτής, εκχωρεί συναρμοδιότητα για άσκηση ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ εν μέρει από το γειτονικό κράτος και ΟΧΙ από το Ελληνικό, όσον αφορά τον ανωτέρω Ελληνικό πληθυσμό.

Τα ανωτέρω, αποτελούν πεδίο, το οποίο σαφώς καλύπτεται από το άρθρο 28 παρ.2 του συντάγματος και για το λόγο αυτό θεωρούμε ότι απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών, κατ’ άρθρο 28 παρ.2 Συντάγματος.

2] Υφίσταται επίσης κεκαλυμμένη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας . Συγκεκριμένα υφίσταται εκχώρηση σε διάφορες επιτροπές της αρμοδιότητας επίλυσης των θεμάτων που αναφύονται σε σχέση με ζητήματα εμπορικών επωνυμιών και σημάτων, “αλυτρωτικών” εκδηλώσεων από πλευράς Ελληνικού κράτους και ιδιωτών και αναδιατύπωσης σχολικών συγγραμμάτων, ώστε να μην προκύπτουν αλυτρωτικά μηνύματα.

Η χρήση εμπορικών επωνυμιών και σημάτων είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, ερειδόμενη στο άρθρο 5 του Συντάγματος περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και η ασάφεια που διέπει τον όρο “αλυτρωτικός” στη συμφωνία αφήνει ανοικτό το πεδίο περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης και η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία επιστημονικής έρευνας και γνώμης πλήττεται ανεπανόρθωτα.

Τόσο η συνταγματική κατοχύρωση της υποχρέωσης του κράτους για παροχή παιδείας, όσο και για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομίας, δεν είναι δυνατόν να εκχωρούνται στις επιτροπές που προβλέπονται από τη Συμφωνία των Πρεσπών, αφού υφίσταται συνταγματικό κώλυμα.

Κατά την άποψή μας η τοιαύτη κεκαλυμμένη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε μη ελεγχόμενες επιτροπές καθιστά τη συγκεκριμένη συμφωνία διεθνή σύμβαση, που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κυρωθεί με την αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 3/5 και δεν νοείται να υπάρξουν “εκπτώσεις” στις συγκεκριμένες συνταγματικά επιβαλλόμενες υποχρεώσεις του κράτους. Υπενθυμίζουμε πως την άποψη αυτή, ότι δηλαδή απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 της όλου αριθμού των βουλευτών, υιοθέτησε με ψήφισμά της και η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών συλλόγων της χώρας μας.

3]Ληξη συμφωνίας

Μέρος Πρώτο, άρθρο πρώτο, παράγραφος 4, περίπτωση ε’ Συμφωνίας Πρεσπών: «Το Δεύτερο Μέρος (σ.σ. Σκόπια) θα ολοκληρώσει in toto τις συνταγματικές τροποποιήσεις έως το τέλος του 2018».

Το «Δεύτερο Μέρος», όμως, δηλαδή η γείτονα χώρα δεν ολοκλήρωσε και μάλιστα in toto (= στο σύνολο) τις συνταγματικές αλλαγές.

Η Συμφωνία των Πρεσπών, ως διεθνής συνθήκη, υπάγεται στις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών.

Το άρθρο 60 της Συνθήκης της Βιέννης κάνει λόγο για «ουσιώδη παραβίαση». Αυτή η παραβίαση, αναφέρει, δίνει το δικαίωμα στο Κράτος να τερματίσει τη συμφωνία, ή να αναστείλει την εφαρμογή της.

Ειδικότερα Άρθρον 60 - Λήξις ή αναστολή εφαρμογής της συνθήκης συνεπεία παραβιάσεώς της

1. Ουσιώδης παραβίασις διμερούς συνθήκης εκ μέρους, παρέχει το δικαίωμα εις το έτερον μέρος να επικαλεσθεί την παραβίασιν ταύτην ως λόγον λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει.

Οι πολιτικοί λόγοι που καθιστούν ήδη τη Συνθήκη λήξασα είναι γνωστοί σε όλους. Ο κ. Ζάεφ και οι συν αυτώ, με συνεχείς και καθημερινές εμπρηστικές δηλώσεις περί μακεδονισμού, δηλητηριάζουν την όποια πιθανότητα αρμονικής συνύπαρξης, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό «ουσιωδώς» τη Συμφωνία.

Πέρα, όμως, από την πολιτική προέκταση του ζητήματος, εδώ αναφύεται και το νομικό ζήτημα της τήρησης του συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος.

Τα Σκόπια δεν ολοκλήρωσαν «in toto» τις συνταγματικές αλλαγές μέχρι το τέλος του 2018, όπως όφειλαν. Κατά γενική αρχή του δικαίου, η μη τήρηση μιας προθεσμίας συνεπάγεται τον τερματισμό της συμφωνίας που την προβλέπει.

4] Δοθέντος ότι ολόκληρη η βόρεια Ελλάδα, δηλαδή περίπου το ένα τρίτο της χώρας, ονομάζεται ανέκαθεν Μακεδονία (ανατολική-κεντρική-δυτική), η έναρξη συνομιλιών, με μοναδικό θέμα το ονοματολογικό, προφανώς αποτελεί – ενόψει και των διαρκώς επαναλαμβανόμενων οξύτατων διαμαρτυριών διανοούμενων, συλλόγων και πολυπληθών συλλαλητηρίων που συνεχώς διοργανώνονται σ’ ολόκληρη την Ελλάδα – «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας», που ουδείς εχέφρων δύναται να αμφισβητήσει.

Ακριβώς, όμως, για την αντιμετώπιση αυτού του θέματος, που τώρα το πρώτον τέθηκε από την παρούσα Κυβέρνηση – κατ’ ουσίαν πρόκειται περί προσωπικής μειοψηφικής επιλογής του πρωθυπουργού, αφού και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες καταγγέλλουν διαρκώς την αποδοχή του όρου «Μακεδονία» ως απαράδεκτη – το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 41 παρ.2, τα εξής: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή, με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα».

Είναι λοιπόν υποχρεωμένη η Κυβέρνηση να προτείνει στον ΠτΔ – και εδώ η αρμοδιότητα του Προέδρου είναι δεσμευτική και όχι δυνητική όπως ορίζετο στο Σύνταγμα πριν από την αναθεώρηση του 1986 – τη διάλυση της Βουλής, ώστε ενόψει των σχετικών προτάσεων που υποχρεωτικώς έπρεπε να διατυπώσουν προεκλογικά τα διεκδικούντα την εξουσία κόμματα, να υπερψηφισθεί εκείνο που κατά την κρίση του εκλογικού σώματος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, κατά τον καλύτερο για το ελληνικό έθνος τρόπο, το ανακύψαν ζήτημα.

5] Επικουρικά, από τις διατάξεις του ως άνω άρθρ. 28 παρ.3Σ προκύπτουν τα εξής: Εφόσον η κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε την υπογραφή διεθνούς συνθήκης που εμπίπτει στις διατάξεις αυτές, έπρεπε, προ της υπογραφής, να τεκμαίρεται η εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή να είναι εξασφαλισμένη η υπερψήφιση της συνθήκης από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής, ήτοι τουλάχιστον από τους 151 βουλευτές, οι οποίοι άλλωστε στηρίζουν την κυβέρνηση.

Η απαίτηση να υπάρχει τεκμήριο κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης συνάγεται από το άρθρο 28 παρ.3Σ, αφού αυτό αξιώνει εν προκειμένω την αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών, προϋποθέτει, δηλαδή, ότι τουλάχιστον αυτοί θα υπερψηφίσουν την συνθήκη. Τέτοιο όμως τεκμήριο που το Σύνταγμα το αξιώνει δεν υπάρχει διόλου. Στην περίπτωση αυτή, η μελλοντική εμπιστοσύνη της Βουλής δεν είναι διόλου δεδομένη, άρα σχετικό τεκμήριο δεν υφίσταται. Στην ειδική αυτή περίπτωση δεν υφίσταται καν τεκμήριο ότι η Βουλή θα στηρίξει την κυβέρνηση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Άρα, υπάρχει εν προκειμένω παράβαση και του άρθρ.28 παρ.3 του Συντάγματος.

Εφόσον, λοιπόν, εξαρχής ελλείπει το αναγκαίο τεκμήριο της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης που αξιώνει το Σύνταγμα, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να διαπραγματευθεί και πολύ περισσότερο να προχωρήσει για το ονοματολογικό (ζήτημα το οποίο προφανώς υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, βλ. άρθρ.28 παρ.3Σ), στην υπογραφή της συνθήκης, η οποία τυπικά θα δημιουργεί προς τα έξω πρόβλημα για τη χώρα μας, από απόψεως αξιοπιστίας και δέσμευσης, ενώ στο εσωτερικό θα είναι ένα κείμενο χωρίς καμία ισχύ.

Τα ερωτήματα αυτά ζητούμε να υποβληθούν προς απάντηση στην επιστημονική επιτροπή της Βουλής και να ληφθούν υπόψη και να απαντηθούν πριν την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας επί του συγκεκριμένου θέματος".

 
Top