Υπάρχουν ανθρώπινες ιστορίες που μοιάζουν με τον κλάμα ενός βιολιού, θυμίζουν την οδύνη, τον πόνο που γεννάει ένα μουσικό όργανο, όταν βρίσκεται στην αγκαλιά κάποιου καλλιτέχνη. Τέτοιες ανίκητες μελωδίες ζωής, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα φέρνουν στα...
μάτια δάκρυα και αληθινή συγκίνηση.
Η τραγική ιστορία των αδελφών Φιλιππίδη στην Σμύρνη το 1922, ο αποκεφαλισμός του Γιάννη, το φευγιό των υπολοίπων κι έπειτα η αγωνία, να ξανασμίξουν οι ξεριζωμένες φαμίλιες και να παλέψουν από το μηδέν για τη ζωή τους.
Για τις επόμενες γενιές ετούτη η μνήμη είναι η πιο βαριά κληρονομιά, από κείνες που μας ακολουθούν σαν τη σκιά μας, μόνο που ετούτη η σκιά βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά! Ακόμη λοιπόν κι αν δε γνωρίζουμε την ιστορία, εκείνη εξακολουθεί να ανασαίνει πάνω στο χνώτο μας και θυμίζει την καταγωγή μας.
Κάποτε, στις αρχές και τις δόξες του τηλεοπτικού σταθμού Μέγκα, σε ένα αφιέρωμα για την Σμύρνη που ετοίμαζε ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς, είχα την απίστευτη τύχη να γνωρίσω και να κινηματογραφήσω τον Γιώργο Κατραμόπουλο, ακόμη και σήμερα θυμάμαι το άγγιγμα του χεριού του, και την κατάθεση της μνήμης του, τη δύναμη της αλήθειας που μοιάζει με το ξεσήκωμα ενός ανεμοστρόβιλου. Από τότε πέρασαν 20 χρόνια, μετρημένες φορές γνώρισα παρόμοιο μοίρασμα συναισθημάτων, όλο και περισσότερες στιγμές φέρνω στη μνήμη τον Κατραμόπουλο, εκείνο το καθάριο βλέμμα που έφτανε να αγγίξει τα τρίσβαθα της ψυχής.
Ανιχνεύοντας τα πατήματα των Καρπαθίων στη Σμύρνη συνέβη ακριβώς το ίδιο!
Αιτία μια 98χρονη κυρία! Η Ρηγοπούλα Διακίδη, για τους φίλους και τους συγγενείς η Ρηγώ, το γένος Φιλιππίδη, με πνευματική διαύγεια που θα ζήλευαν 18χρονες άνοιξε τις πύλες της καρδιάς της και θυμήθηκε ιστορίες που μπορεί να πληγώνουν, να γεννούν σωρό ερωτήματα, αλλά κάνουν περήφανη όλη την Κάρπαθο.
Στιγμές μεγαλείου, αλλά και πρωτάκουστης βαρβαρότητας, πόνου και δυστυχίας. Αγώνας για την επιβίωση, ανάγκη να ξεπεράσουμε τα χούγια ενός δίποδου θηλαστικού, του ζώου που κρύβουμε μέσα μας και να γίνουμε άνθρωποι.
Η Ρηγοπούλα είναι η μικρότερη κόρη του Γιώργου Φιλιππίδη και της Καλλιόπης, της πρωτοκόρης από τα δέκα παιδιά του παπά-Νικόλαου Α. Νικολαΐδη και της Μαριγώς Εμμ. Μανωλακάκη, που με τη σειρά της ήταν πρωτοκόρη και κανακαρα του πρώτου λαογράφου της Καρπάθου και της Καλλίτσας του Μανωλή του Νικόλα.
Η ιστορία ξεκινά από τα χείλη της Ρηγώς:
«Άκουσε παιδί μου, εγώ είμαι 98 χρονών και οι αναμνήσεις της καταστροφής έχουν ποτίσει τη ψυχή μου...».
Η αφηγήτρια της ιστορίας, κ. Ρηγώ Διακίδη, το γένος Φιλιππίδη
Εκείνα τα χρόνια οι Δωδεκανήσιοι δεν έβλεπαν τα μικρασιατικά παράλια ως ξένο τόπο, άλλωστε και τα νησιά μέχρι το 1912 και τη συνθήκη των Σεβρών, αποτελούσαν για πολλούς αιώνες κτίση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη «Συνδιάσκεψη της Ειρήνης» του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες.
Η Σμύρνη ήταν μια πόλη υπόδειγμα και λίγο πριν από την καταστροφή, αριθμούσε 370.000 κατοίκους. Από αυτούς 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι.
Οι ελληνικές κοινότητες, πριν το 1922, ελέγχουν το 50% του κεφαλαίου του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους.Κυριαρχούσαν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1914 το 46% από τούς ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες. Το 1914, Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμιοί μαθητές αντιπροσωπεύουν σε απόλυτους αριθμούς το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρατορία.
Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας, σε βαθμό που σημαντικό ποσοστό Ρωμιών αγνοούσε την τουρκική.
Ανάμεσα στους εκατοντάδες Καρπάθιους που βρέθηκαν και δούλεψαν στη Σμύρνη ήταν και ο κορυφαίος Καρπάθιος, ιστορικός - παιδαγωγόςΜιχαήλ Μιχαηλίδης - Νουάρος (1879 -1954), που το 1920 είχε τη θέση του Γενικού Διευθυντή της εκπαιδεύσεως στη Σμύρνη και με τον διωγμό κι εκείνος βρέθηκε πρόσφυγας στην Αθήνα.
Σημαντική προσωπικότητα και ο Νικόλαος Σεβαστόπουλος (σύζυγος της Καλλιόπης Παπαμαγγιώρου με μοναχοκόρη την πασίγνωστη για την δωρεά της Ουρανία Σεβαστοπούλου-Κουσουρελάκη). Ο Νικόλαος Σεβαστόπουλος, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, ήταν από τις εύρωστες οικογένειες στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Κτήματα και αρκετά εμπορικά καταστήματα μέσα στη πόλη, συνθέτουν τις επιχειρήσεις της μεγάλης φαμίλιας.
Από τις διηγήσεις του Γιώργου Νισύριου, μαθαίνουμε ότι η οικογένεια Σεβαστοπούλου ήταν πράγματι ξεχωριστή. Ο πρόγονος της φαμίλιας, ήταν κάποιος Νικολάου, με καταγωγή από τη Μαύρη θάλασσα. Άφησε πολλούς απογόνους, που τους συναντάμε σε θέσεις κλειδιά μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Το όνομα της φαμίλιας, άγνωστο πότε, αλλάζει και γίνεται Μαντόπουλος, ωστόσο κάποιος προπάππος, φαίνεται να το γυρίζει σε Σεβαστόπουλος. Μια αναφορά στον μεγάλο Χιώτη ευεργέτη, του εφοπλιστή Παντολέωντα Σεβαστόπουλο, που ήταν ένας εκ των θεμελιωτών της Ευαγγελικής σχολής στη Σμύρνη, αλλά και του πρώτου θεραπευτηρίου, που ιδρύθηκε στα 1733, αποδεικνύει τη δυναμική παρουσία της μεγάλης φαμίλιας στην περιοχή.
Από τον Καρπάθιο αξιωματικό του Στρατού Κανονάρχο, που βρέθηκε με τη μονάδα του στη Σμύρνη, μαθαίνουμε ότι τα αδέλφια Σεβαστόπουλοι, είχαν αγροτοκτηνοτροφικές επιχειρήσεις και απασχολούσαν πολύ μεγάλο αριθμό εργαζομένων στα κτήματα τους.
Ας επιστρέψουμε στα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας μας.
Ο παπα-Νικόλαος Ά. Νικολαΐδης (1855-1933) υπήρξε από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της Καρπάθου, σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και σε ηλικία 25 ετών διορίσθηκε σχολάρχης των σχολών Απερίου, παρέμεινε 4 χρόνια και συνέχισε άλλα τόσα στην ίδια θέση, αυτή τη φορά στην Χάλκη. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Κάσο όπου παρέμεινε 15 χρόνια και από τα χέρια του πέρασαν επιφανείς Κασιώτες που δεν ξέχασαν το ζήλο και την αγωνία για να τους μάθει γράμματα.
Από εκεί και για μια τριετία θα βρεθεί στο Σουέζ, Σχολάρχης των σχολών της πόλης και το 1893 θα επιστρέψει στην Κάρπαθο και θα υπηρετήσει ως Δικαστής και μάλιστα θα παρασημοφορηθεί από την Τουρκική κυβέρνηση για την τιμιότητα και την ευσυνειδησία του. Για λίγο πέρασε ως σχολάρχης στα χωριά Όθος και Μενετές.
Από το 1908, ήταν 53 ετών, αποφάσισε να χειροτονηθεί ιερέας, θα παραμείνει στο χωριό του, την Βωλάδα. Η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνηση, έτσι μετά το 1912 και τους Ιταλούς να έχουν πατήσει το νησί, θα φύγει με την οικογένειά του, προορισμός αυτή τη φορά ήταν η Σμύρνη. Εκεί είχε θέση του εφημέριου και δασκάλου στο ορφανοτροφείο και θα διδάξει στην Ευαγγελική Σχολής Σμύρνης (με διευθυντή τον Νικόλαο Λιθοξόο), ενώ η τύχη του επιφυλάσσει να βιώσει από την πρώτη στιγμή κάθε λεπτομέρεια από τα πικρά γεγονότα της καταστροφής.
Δε θα διστάσει να μπει μέσα στη φωτιά, να βοηθήσει ανθρώπους και να σώσει τα παιδιά της Ευαγγελικής σχολής, αφού είδε πρώτος τις φλόγες να ξεπηδούν από μια δάφνη έτρεξε και έβγαλε τους μαθητές από τις αίθουσες.
Στην αναχώρηση και για πολλές ώρες θα κολυμπήσει στη θάλασσα πλάι σε μια μικρή βάρκα. Όταν κάποτε εκείνος η σύζυγος του και ορισμένα από τα παιδιά τους έφτασαν ταλαιπωρημένοι και απογοητευμένοι πρόσφυγες στο Πειραιά, τότε οι παλιοί Κασιώτες μαθητές ανέλαβαν δράση, βοήθησαν την οικογένεια Νικολαΐδη να επιβιώσει και ο παπά-Νικόλαος εργάστηκε μέχρι το τέλος του στον Άγιο Νικόλαο, την μεγάλη και πιο όμορφη εκκλησία του Πειραιά.
Η πρωτοκόρη του παπά-Νικόλα, η Καλλιόπη, παντρεύτηκε με τον Γεώργιο Ανδρ. Φιλιππίδη στην Αθήνα το 1906, όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του ο αδελφός της Νικόλας Φιλιππίδης παρακολούθησαν μαζί τους θερινούς Ολυμπιακούς αγώνες, που διεξήχθησαν από τις 22 Απριλίου μέχρι τις 2 Μαΐου 1906 στο Καλλιμάρμαρο!
Τότε η Καλλιόπη πρέπει να ήταν 30 ετών και ο Γεώργιος Φιλιππίδης 38 ετών.
Λίγο μετά τον γάμο το ζευγάρι θα βρεθεί στη Σμύρνη, εκεί τα αδέλφια Φιλιππίδη ακολουθούν εξαιρετική επαγγελματική πορεία. Από τις διηγήσεις της μητέρας της, η Ρηγοπούλα θυμάται ότι τα αδέλφια Φιλιππίδη ήταν έξι. Τρεις αδελφές, η Σεβαστούλα και η Μαρία και η Ρηγοπούλα και ο Γιώργος, ο Μιχάλης και ο μικρότερος αδελφός με την πιο άσχημη μοίρα, ο Γιάννης.
Τα τρία αδέλφια είχαν τις οικογένειες τους στη Σμύρνη, αλλά τα μικρότερα παιδιά τους, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, τα άφηναν για ένα μικρό διάστημα στην Κάρπαθο.
Τα αδέλφια Φιλιππίδη ξεκίνησαν εργαζόμενοι από τις επιχειρήσεις του Χρυσίδη και πολύ γρήγορα άνοιξαν δικά τους φτερά και κυριολεκτικά απογειώθηκαν.
Ειδικά ο Γιάννης Φιλιππίδης κατάφερε να αποκτήσει αγύριστη περιουσία και πολλά χρήματα, επίσης είχε σπουδαία θέση μέσα στην κοινωνία. Ανάμεσα στις επιχειρήσεις του ξεχώριζε η σαπωνοποιία, το ελαιοτριβείο, ήταν ακόμη και μέτοχος τράπεζας. Σύζυγος του ήταν η Κλεονίκη Σαρηγιάννη, κόρη κάποιου από τους επιφανείς Σμυρνιούς.
Καμμένα χρεόγραφα του Γιάννη Φιλιππίδη
Όπως θυμάται η ανιψιά του, η Ρηγοπούλα, ο θείος Γιάννης ήταν μεγάλος προύχοντας στο Αϊδίνι, ήταν ο ιδοκτήτης ενός ελαιώνα με έκταση όσο η Κως! Και όταν το 1920 έφτασε εκεί ο ελληνικός στρατός εκείνος προσέφερε 100 λίρες για να πραγματοποιηθεί ένα μεγάλο τραπέζι στην υποδοχή.
Τα τρία αδέλφια ήταν ενωμένα και αγαπημένα και δεν λησμονούσαν τον τόπο τους, με κάθε ευκαιρία έστελναν χρήματα και φρόντιζαν να κρατούν ανοιχτούς τους δρόμους για την επιστροφή τους στην Κάρπαθο. Μάλιστα ο Μιχάλης Φιλιππίδης πρόσεφερε σημαντική βοήθεια στις σχολές Απερίου και μαζί με τον αδελφό του Γιώργο έστειλαν 25 χρυσές Οθωμανικές λίρες για την μνήμη του πατέρα τους Ανδρέα, τον Μάιο του 1911!
Το Αϊδίνι στις 15 Ιουνίου 1919 δέχθηκε την επίθεση των Τούρκων, με αρχηγό τον Γιουρούκ Αλή. Ο Ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Σχινά, οπισθοχώρησε, μια ολέθρια απόφαση που είχε αποτέλεσμα τον μαρτυρικό θάνατο 1.000 κατοίκων, ανάμεσα τους και 31 ηρωικοί πρόσκοποι του Αιδινίου που είχαν πάρει τα όπλα και βοηθούσαν τον ελληνικό στρατό (από το βιβλίο της Κυριακής Μαθιώτη, Αιδίνι).
Σμύρνη, η αποτεφρωμένη πόλη
Ώσπου έφτασε η καταστροφή. Στις 13 Σεπτέμβρη του 1922, 31 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο, και στη Σμύρνη δεν ξημέρωσε.
Μόλις μια βδομάδα μετά την αποχώρηση του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία, και τρεις μέρες μετά την είσοδο του κεμαλικού στρατού στην πόλη, σα να ξεπήδησε στη Σμύρνη όλο το κακό του κόσμου.
Ο ελληνικός στρατός, από τα μέσα του Αυγούστου, είχε ατάκτως υποχωρήσει στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, Ελλήνων και Αρμενίων, προς τη μικρασιατική ακτή, είχε ήδη ξεκινήσει.
Ο πολιτικός, νομικός και συγγραφέας Χρήστος Σολομωνίδης στο έργο του «Ύμνο και θρήνο της Σμύρνης» μας δίνει συγκεκριμένα στοιχεία για την καταστροφή:
«Στο χώρο αυτόν εκάησαν περί τις 55.000 σπίτια, από τα οποία 43.000 ελληνικά... Συγκεκριμένα εκάησαν: Η ελληνική αγορά, η γνωστή με το όνομα "Μεγάλες ταβέρνες", τα Γυαλάδικα, το Γερανιό... Επίσης οι συνοικίες του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Φωτεινής, του Αγίου Δημητρίου, της Ευαγγελιστρίας, του Αγίου Τρύφωνα, του Αγίου Ιωάννου, του Αγίου Νικολάου... Απετεφρώθησαν όλοι σχεδόν οι ορθόδοξοι ναοί, 117 σχολεία...»
Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον υπολόγισε τους Έλληνες που έπεσαν θύματα των σφαγών σε ένα εκατομμύριο άτομα!
Αντιγράφουμε από το ντοκουμέντο μνήμης, το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Κατραμόπουλου (1904-2004) «Η Σμύρνη των Σμυρνιών»:
«...Οι Τούρκοι στη Σμύρνη και σε δύο τρεις μέρες απέδειξαν ότι έχουν σχέδιο να εξαφανίσουν από την Ιωνία παν ό,τι θύμιζε Ελλάδα. Γι' αυτό τρεις ημέρες μετά την είσοδό τους στη Σμύρνη και την ψεύτικη ανακοίνωση του Νουρεντίν ότι τα πάντα είναι ήσυχα και ανοίξτε τα μαγαζιά σας και τις δουλειές σας, έρχεται η 31η Αυγούστου του 1922 και έκαψαν τη Σμύρνη. Και μετά δύο τρεις ημέρες έβγαλαν ανακοινωθέν ότι όλα τα γυναικόπαιδα της Σμύρνης το αργότερο έως τις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη και την ενδοχώρα, άλλως όσοι βρεθούν μετά τις 15 θα οδηγηθούν στο εσωτερικό και φυσικά στον θάνατο.
Οι άνδρες όμως από τα δεκαοκτώ έως τα εξήντα θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου...»
Η καταστροφή της Σμύρνης δεν έχει προηγούμενο, όποιοι κατάφεραν να βρεθούν σε ένα ατμόπλοιο μπορεί να γλίτωναν από τη φωτιά και το τσεκούρι των Τούρκων, ξεκινούσαν όμως ένα καινούριο μαρτυρικό κεφάλαιο ζωής. Πρόσφυγες σε έναν ήδη λαβωμένο τόπο.
Άραγε θυμίζουν κάτι σημερινό οι ιστορίες τους;
Πρόσφυγες και μετανάστες 2016, άλλες εποχές ίδιες εικόνες
Η Καλλιόπη, σύζυγος του Γιώργου Φιλιππίδη, υπέφερε από πέτρες στην χολή και βρισκόταν ήδη στο Λουτράκι κάνοντας λουτροθεραπεία για χολολιθίαση, ήταν ολομόναχη και ξεκίνησε να ψάχνει «ψύλλους στα άχυρα», να αναζητά την οικογένεια της στους δρόμους της Αθήνας που γέμιζε πρόσφυγες.
Τα τρία από τα πέντε παιδιά τους, ο Ανδρέας, η Μαρία και ο δεκάχρονος Νικόλας με προτροπή του πατέρα τους είχαν φύγει λίγο νωρίτερα από το Αϊδίνι και τις πρώτες τρεις μέρες της καταστροφής τις πέρασαν κλεισμένοι στο προξενείο.
Οι ομάδα τους είχε εννέα άτομα, τη θεία τους Ευδοξία Κάσσιου, με τα παιδιά της, Καλλιόπη και Χαράλαμπο, τη θεία τους Ισμήνη, τον Λύσανδρο και τη Μαρία Καρακατσάνη.
Με χίλια βάσανα κι άλλες τόσες δυσκολίες μπήκαν σε μια βάρκα και από εκεί σε ένα ιταλικό εμπορικό πλοίο που παρέμεινε στον κόλπο της Σμύρνης δυο μέρες και έτσι παρακολούθησαν τη δυστυχισμένη πόλη να καίγεται και μια απελπισμένη μάζα από ανθρώπους να τρέχει από τη μια στην άλλη άκρη της προκυμαίας.
Οι Καρπάθιοι και τα τρία παιδιά του Γ. ΦΙλιππίδη έμειναν στο πλοίο που είχε προορισμό τη Ρόδο. Ο παπα-Νικόλας Νικολαϊδης και η παπαδιά του, τα πεθερικά του Γιώργου Φιλιππίδη, έζησαν μια περιπέτεια που δε γράφεται ούτε σε φανταστικά μυθιστορήματα.
Κατάφεραν με χίλια ζόρια να φτάσουν στην προκυμαία και με τη βοήθεια ενός έφηβου Αρμένη, που έψαχνε κι αυτός τρόπο να γλυτώσει, έσπασαν δυο σανίδες και πέρασαν στον κλειστό χώρο του τελωνείου.Εκεί πρόσεξαν μια πολύ μικρή βαρκούλα, που χωρούσε ίσα-ίσα τους τρεις τους. Η παπαδιά τα κατάφερε όχι όμως και ο παπάς που γλίστρησε και βρέθηκε να κολυμπά στη θάλασσα. Βοήθεια δε μπορούσαν να ζητήσουν, η βάρκα δε χωρούσε άλλους ανθρώπους, έτσι το παιδί με την παπαδιά μέσα στη βάρκα και ο παπάς στη θάλασσα προσπαθούσαν να ανοιχτούν προς τα έξω και να προσεγγίσουν ένα από τα βαπόρια που ήταν στα ανοιχτά.
Το χειρότερο από όλα, το βαρκάκι είχε μόνο ένα κουπί και έτσι πέρασαν ατέλειωτες ώρες μέχρι να βρεθούν κοντά στα πλοία και από εκεί ακόμη ένας Γολγοθάς να τους δεχτούν.
Η σωτηρία τους ήρθε με ένα γαλλικό βαπόρι, αφού αυτή τη γλώσσα μιλούσε καλά ο παπα-Νικόλας και μπόρεσε να συνεννοηθεί και να τους πείσει να ανέβουν.
Η οικογένεια Γιώργου και Καλλιόπης Φιλιππίδη
Όρθιοι από αριστερά Αντρέας, Νικόλας και Μαρία στην πίσω γραμμή, στην μέση οι γονείς, Γιώργος και η σύζυγος του Καλλιόπη. Με το κασκέτο, μπροστά και αριστερά, ο Γιάννης και δίπλα του, ανάμεσα στους γονείς η Ρηγοπούλα. Στη Θεσσαλονίκη το 1925, όμως ο πατέρας της φαμίλιας δε θα τα καταφέρει, την επόμενη χρονιά θα σβήσει από τον καημό του.
Και ενώ η μάνα βρίσκεται μοναχή στην Αθήνα, οι γονείς της βολοδέρνουν και στεγνώνουν κάπου στον Πειραιά, ενώ τα τρία παιδιά στην Ρόδο, το μεγάλο δράμα παίζεται στη Σμύρνη και στα αδέλφια Φιλιππίδη. Ο Γιάννης, όπως περιγράφει η Ρηγώ, ήταν στην ομάδα των επιχειρηματιών που ρώτησαν τον ύπατο αρμοστή, τον δικηγόρο Αριστείδη Στεργιάδη, αν υπάρχει κίνδυνος και εκείνος απάντησε αρνητικά, μάλιστα συνέστησε την επόμενη ημέρα οι Έλληνες να ανοίξουν τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις τους.
Στη συνέχεια και δυο μόλις μέρες πριν την καταστροφή ο αντιπαθητικός και αμφιλεγόμενος Στεργιάδης φρόντισε να αναχωρήσει ή καλύτερα να αποδράσει στα μουλωχτά από τη Σμύρνη, με το εγγλέζικο πολεμικό πλοίο «Iron Duke».
Ο Γιώργος και ο μικρότερος αδελφός, ο Γιάννης, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο της Πούντας, περιοχή της Σμύρνης κοντά στην ακτή που σήμερα λέγεται Αλσαντζάκ.
Από τις πρώτες μέρες ο Γιάννης Φιλιππίδης έγινε στόχος, όπως περιγράφει η ανηψιά του Ρηγώ: « ήρθαν και έψαχναν τον Γιάννη Φιλιππίδη, ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Γιώργος, που αγαπούσε τον αδελφό του, πετάχτηκε και τους είπε πως είναι εκείνος, όμως οι Τσέτες τον γνώριζαν και δεν έδωσαν σημασία, συνέχισαν να τον ψάχνουν ανάμεσα στους αιχμαλώτους μέχρι που τον βρήκαν. Τότε του ζήτησαν τα κλειδιά από το χρηματοκιβώτιο με τα χρυσά και τις λίρες, εκείνος τους έδωσε μια μάτσα κλειδιά, όμως φαίνεται πως δεν κατάφεραν να το ανοίξουν, οι δολοφόνοι του επέστρεψαν τον έσυραν σε μια άκρη και τον αποκεφάλισαν».
Ο Γιώργος Φιλιππίδης παρέμεινε 2,5 μήνες μέσα στο νεκροταφείο. Ξάπλωνε πάνω στα μνήματα, βασανίστηκε, έζησε ζωντανός-νεκρός, για φαγητό είχε μια κουταλιά ρύζι μέσα σε ένα συκόφυλλο, μπορεί να γλύτωσε τον θάνατο και τα βασανιστήρια των «ταγμάτων εργασίας» αλλά ποτίστηκε με το πιο πικρό δηλητήριο.
Απερίγραπτα τραγικές συνθήκες που τον οδήγησαν στη τρέλα και τον θάνατο.
Με την ανταλλαγή πληθυσμών ο Γιώργος Φιλιππίδης τα κατάφερε και έφτασε στην οικογένεια του, όμως δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος.
Ο φόνος του αδελφού του μπροστά στα μάτια του, τα ανείπωτα βάσανα, η ζωή και η περιουσίες που χάθηκαν σε μια στιγμή τον πλήγωσαν βαθιά και ανεπανόρθωτα.
Η μελαγχολία έγινε μόνιμη σύντροφος και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κατάφερε να της ξεφύγει. Ο πόνος και η αγάπη για τον αδελφό του φανερώνεται με δυο πράξεις του. Η πρώτη ήταν το μικρό οστεοφυλάκιο που έφερε κρυμμένο μέσα στην αγκαλιά του από την Σμύρνη, εκεί μέσα ήταν ό,τι μπόρεσε να μαζέψει από τα κομμάτια του αδελφού του! Δεύτερη, πικρή λεπτομέρεια, ήταν το μνημόσυνο που έκανε ο Γιώργος για τον Γιάννη.
Η οικογένεια δεν είχε στον ήλιο μοίρα, πάλευαν να ζήσουν σε δυο δωμάτια με μια γκαζιέρα και τέσσερα πιάτα, όταν ο Γιώργος Φιλιππίδης πήγε κρυφά στην εκκλησία και οργάνωσε ένα λαμπρό μνημόσυνο για τον αδικοχαμένο αδελφό του.
Με αυτές τις μνήμες να στέκουν ολοζώντανες και αγκιστρωμένες στην άκρη του μυαλού και της γλώσσας ζει σήμερα η μικρότερη κόρη του Ρηγώ.
«Η μητέρα τράβηξε του Χριστού τα πάθη, πήρε τον πατέρα μου στο προσφυγικό νοσοκομείο, εκεί της είπαν ότι έχει ψυχοπάθεια και τους έστειλαν στο σπίτι.
Ο πατέρας μου ήρθε αρρωστημένος από την Σμύρνη, ήθελε να πεθάνει».
Ο Γιώργος Φιλιππίδης έφυγε το 1926, άντεξε τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή. Πέρασαν 94 χρόνια από τότε, μα δεν μπορεί, δεν γίνεται να ξεχαστεί το αίμα των αδελφών.
Ο κόλπος της Σμύρνης σήμερα
Οι επόμενες γενιές κοιτάμε πιο νηφάλια αλλά γεμάτοι απορίες εκείνη τη σφαγή, ευθύνες, λάθη και εκτιμήσεις, όλα στέκουν κλειδωμένα σε χοντρά βιβλία και ένα σωρό «καλοθελητές» αγγίζουν το παρελθόν όπως τους βολεύει.
Η φωτιά κράτησε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 και πίσω της άφησε μόνο στάχτες, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, στη Σμύρνη κάηκαν τα πάντα.
Ακόμη κι αν εξαφανίσεις όλο το παρελθόν, αν διαγράψεις κάθε λέξη και εικόνα από τα περασμένα, θα αρκεί ένα μόνο δάκρυ, μια λέξη από την κυρία Ρηγώ, για να παίρνουν πνοή και να ξαναζωντανεύουν οι μαύροι ουρανοί και τα σβησμένα όνειρα.