Σαλαμίνα, κάπου στα μέσα του '60. Βραδιές με πλήξη και Ντι Ντι Τι. Ο γρύλος, η πρώτη παράπλευρη απώλεια μαζί με τα κουνούπια και τα πνευμόνια μας. Μουγγή η βραδιά. Μουγγή κι ασήκωτη. Ακόμα και ένα πεντάχρονο σαν και μένα το καταλαβαίνει. Οταν πέφτει το σκοτάδι στη Σαλαμίνα του '60 και δεν μας βρίσκεται ούτε το ηλεκτρικό ούτε η καλή διάθεση να μας σώσει, τι θα βρεθεί να μας σώσει; Να τι θα βρεθεί: ένας μπερντές θα βρεθεί να μας σώσει. Ενας Καραγκιόζ-μπερντές.
Μισή ώρα περπάτημα κάτω απ' τ' αστέρια ίσια για τον μπερντέ του Καραγκιόζη, λοιπόν.


Πιο κάτω, στο διπλανό χωριό. Σε μια αλάνα. Κόβουμε εισιτήριο. Μπαίνουμε. Καθόμαστε στα καφάσια. Και αρχίζει ο μυταράς, ο σοφός, ο γελωτοποιός. Αρχίζει να κόβει τη ζωή μας φέτες. Αρχίζει τη χοντροκομμένη του ανατομία του κόσμου. Γελάω. Αθώα. Και αθρόα. Χοντροκομμένα και ξεκαρδιστικά. Ξεχνάω την οικογενειακή πλήξη, τα πεθαμένα κουνούπια, το δηλητηριασμένο γρύλο. Ξεχνάω ότι σκοτείνιασε.
Αυτή η λάμπα πίσω απ' το σεντόνι ανάβει έναν ήλιο στην καρδιά μου. Αυτή η λάμπα με κάνει να ελπίζω, τώρα που είμαι 5, ότι όσο κι αν με δυσκολέψει η ζωή που έρχεται, μπορώ αν θέλω να την πάρω στην πλάκα.
Οτι υπάρχει διέξοδος. Είναι η φαντασία, τα όνειρα, το σεντόνι, οι σκιές.
Είναι οι αιώνιοι φίλοι μου: ο Ανατρεπτικός Καραγκιόζης, τα Αναρχικά Κολλητήρια, ο Κομψευάμενος Νιόνιος, ο Χατζηχαβιάρης Οσφυοκάμπτης Χατζηαβάτης, ο Μπουλντοζομύτης Μαμαδοβράκης Μορφονιός, ο Ηρωας Μπαρμπα-Γιώργος, ο Πολυχρονεμένος Χαζοχαρούμενος Πασάς, ο Δράκος που μουγκρίζει σαν βόδι, και όλα τ' άλλα γύρω μου, ίδια κι απαράλλαχτα, αληθινά και ψεύτικα.
Μη σκας. Αρκεί να κοιτάς μέσα από το σεντόνι. Αρκεί να βλέπεις την ελαφρότητα. Μη φοβάσαι. Ολα είναι αφρός. Και όλα θα συμβούν για να καταλήξουν στον ίδιο πάντα επίλογο, όπως στον Καραγκιόζη.
Σ' ένα γλέντι. Σ' ένα μεγάλο, τρικούβερτο γλέντι. Που θα φάμε, θα πιούμε, θα κλάψουμε, θ' αγκαλιαστούμε. Και ας κοιμηθούμε στο τέλος νηστικοί...
Δεν ξέρω γιατί αυτόν τον καιρό αναπολώ με τόση θέρμη αυτές τις καλοκαιρινές βραδιές στη Σαλαμίνα του '60. 
ΕΛΕΝΗ ΖΙΩΓΑ- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
 
Top