Ένα μοναδικό στον κόσμο πλάσμα ανακαλύφθηκε πρόσφατα στην Αυστραλία: ένας τεράστιος γυμνοσάλιαγκας με πολύ έντονο ροζ χρώμα, το μήκος του οποίου φθάνει τα 20 εκατοστά. Στην ίδια δύσβατη περιοχή βρέθηκε επίσης ένα σαρκοφάγο σαλιγκάρι που τρέφεται με... τους φυτοφάγους συγγενείς του.
Οι κάτοικοι του όρους Κάπουταρ, στη Νέα Νότια Ουαλία, ανέφεραν εδώ και χρόνια ότι το παράξενο ζώο έκανε την εμφάνισή του ιδιαίτερα μετά από ισχυρές βροχοπτώσεις. Μόλις πρόσφατα όμως, βιολόγοι επιβεβαίωσαν ότι το γαστερόποδο μαλάκιο ανήκει στο ίδιο είδος με τον κόκκινο τριγωνικό γυμνοσάλιαγκα, με την επίσημη ονομασία Triboniophorus graeffi.
Εκτός από τους κατοίκους ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν δει από κοντά το φθορίζον ροζ ζώο. Ένας από αυτούς είναι ο Μάικλ Μέρφι, δασοφύλακας της αυστραλιανής υπηρεσίας πάρκων και άγριας ζωής, σύμφωνα με τον οποίο οι γυμνοσάλιαγκες σκαρφαλώνουν μαζικά κάθε βράδυ στα δέντρα και τρέφονται μόνο με μούχλα και βρύα.
«Οι γιγαντιαίοι γυμνοσάλιαγκες έχουν...
...μήκος περίπου 20 εκατοστών και απαντώνται μόνο στην κορφή του όρους Κάπουταρ», είπε ο Μέρφι μιλώντας στο κρατικό ραδιόφωνο της Αυστραλίας. «Ορισμένες μέρες, μπορεί κανείς περπατώντας να δει εκατοντάδες, όμως μόνο σε αυτήν την περιοχή.»
Ο ροζ γυμνοσάλιαγκας μοιράζεται την κορφή του όρους με ακόμη ένα πλάσμα που συναρπάζει την επιστημονική κοινότητα. Κατά το Μέρφι, στα ίδια δάση κατοικούν σαλιγκάρια-κανίβαλοι – «τρία μικρόσωμα είδη με τεράστια όρεξη», όπως λέει. «Κινούνται στο έδαφος ακολουθώντας τα ίχνη άλλων σαλιγκαριών, τα οποία καταδιώκουν και καταβροχθίζουν.»
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η μεγάλη βιολογική ποικιλότητα με τα μοναδικά είδη ζωής του όρους Κάπουταρ αποτελούν ζωντανά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, όταν η Αυστραλία ήταν καλυμμένη με πλούσια δάση της βροχής και αποτελούσε τμήμα μιας τεράστιας χερσαίας μάζας, της υπερηπείρου Γκοντουάνα.
Καθώς η ηφαιστειακή δραστηριότητα και άλλες γεωλογικές μεταβολές που έλαβαν χώρα σε διάστημα δεκάδων εκατομμυρίων ετών άλλαξαν ριζικά το τοπίο, η περιοχή έμεινε σχεδόν αλώβητη, με αποτέλεσμα είδη που θα μπορούσαν να είχαν αφανιστεί, να επιβιώνουν σχεδόν απομονωμένα, χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο από τη διακριτική ανθρώπινη παρουσία.
naftemporiki.gr