Η ατελείωτη οικονομική κρίση της Ευρώπης, μπαίνει σε μια νέα καταστροφική φάση. Υπάρχει ο κίνδυνος ακόμη και της διάλυσης της ευρωζώνης, με οδυνηρές συνέπειες για όλους, και όχι μόνο την Ευρώπη.
Αυτό όπως που οι περισσότεροι παραβλέπουν, εν μέσω των τριγμών της αγοράς, και των απεγνωσμένων πολιτικών διαβουλεύσεων, είναι ότιπρόκειται για ένα σπανιότατο πρόβλημα, με την έννοια ότι μπορεί να επιλυθεί εύκολα, αν πέσουν χρήματα.
Σίγουρα, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν πραγματικά προβλήματα. Οι οικονομίες τους είναι ασθενείς, και τα χρέη τους μεγάλα. Αυτά όμως είναι προβλήματα που μπορεί κανείς να τα διαχειριστεί, αν τα επιτόκια των χρεών τους μείνουν σε λογικά επίπεδα. Αυτή η άποψη δεν ισχύει για την Ελλάδα, που δεν έχει καμιά ελπίδα να αποπληρώσει τα χρέη της.
Η δημοσιονομική κατάσταση της Ιταλίας δεν είναι καλή, αλλά δεν είναι και χειρότερη από ότι ήταν πριν δέκα χρόνια. Μάλιστα, είναι μια από τις λίγες χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, που διαθέτει πρωτογενές πλεόνασμα. Αν εξαιρέσει κανείς τις πληρωμές τόκων στο χρέος της, βλέπει ότι εισπράττει περισσότερα από φόρους, από όσα ξοδεύει. Άρα, το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το χρέος, αλλά τα υψηλά επιτόκια, τα οποία ανεβαίνουν λόγω του φόβου των αγορών, και όχι λόγω κάποιας οικονομικής αρχής. Οι επενδυτές είναι πανικοβλημένοι, και ο φόβος μη τυχόν και χρεοκοπήσει η Ιταλία προκαλεί έναν βίαιο κύκλο: Ο φόβος χρεοκοπίας ανεβάζει τα επιτόκια, και τα υψηλά επιτόκια κάνουν πιο πιθανή μια χρεοκοπία.
Το πιο αγχωτικό στοιχείο αυτού του κύκλου είναι ότι υπάρχει διαθέσιμη μια έτοιμη λύση. Αν η ΕΚΤ δήλωνε δημοσίως ότι θα στήριζε το ιταλικό και ισπανικό χρέος, αγοράζοντας όσα ομόλογά τους κριθεί απαραίτητο, οι φόβοι για χρεοκοπίες θα υποχωρούσαν, και τα επιτόκια θα έπεφταν. Κάτι τέτοιο δεν θα θεράπευσε τα δεινά της ιταλικής οικονομίας, ούτε θα απομάκρυνε τους κινδύνους από την Ισπανία, αλλά θα απέτρεπε μια κατάρρευση τύπου Lehman, θα κέρδιζε χρόνο ώστε να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις, και θα γλίτωνε τις χώρες αυτές από τις συνέπειες της αυστηρής λιτότητας, η οποία στραγγαλίζει κάθε προοπτική οικονομικής ανάπτυξης.
Μια τέτοια κίνηση, θα ήταν δραματική για την ΕΚΤ, αλλά αυτός είναι και ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών: Να αποτελούν τον δανειστή της τελευταίας προσφυγής. Αυτό έκανε και η αμερικανική Federal Reserve στις αρχές της κρίσης το 2008. Έριξε χρήματα στην οικονομία, αγοράζοντας και πουλώντας περιουσιακά στοιχεία, με κάθε δυνατό τρόπο.
Η ΕΚΤ όμως αποφεύγει αυτόν τον ρόλο. Ο νέος επικεφαλής της Mario Draghi απορρίπτει την ιδέα του να γίνει η τράπεζα δανειστής τελευταίας προσφυγής. Την ίδια άποψη έχει και η Γερμανία, χωρίς την υποστήριξη της οποίας η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Κάποιοι επισημαίνουν ότι νομικά απαγορεύεται στη ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα απευθείας από τα κράτη, αλλά μπορεί να το κάνει μέσω της δευτερογενούς αγοράς, και μάλιστα το έχει ήδη κάνει με μικρό αριθμό κρατικών ομολόγων.
Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να δράσει, αλλά το ότι δεν θέλει να δράσει. Τα εμπόδια είναι ιδεολογικά, αλλά και ψυχολογικά. Υπάρχει ο φόβος ότι η εκτύπωση χρήματος για να αγοραστούν ομόλογα, θα αυξήσει τον πληθωρισμό. Αυτό αποτελεί σήμερα έναν ασήμαντο φόβο, αν σκεφτούμε την αδύναμη κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ανησυχία όμως για τυχόν πληθωρισμό αποτελεί μεγάλο εφιάλτη για τη Γερμανία, και ανησυχεί την ΕΚΤ. Παράλληλα, οι Γερμανοί θεωρούν πως αν η ΕΚΤ βοηθήσει τους Ιταλούς και τους Ισπανούς, τότε αυτοί δεν θα πάρουν το μάθημα που τους χρειάζεται.
Καλή είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση, αλλά οι Γερμανοί έχουν κερδίσει πάρα πολλά από το ευρώ, αφού άνθισαν οι εξαγωγές τους, και τώρα θα πρέπει να επωμιστούν κάποια από τα κόστη. Εξάλλου, οι απείθαρχες χώρες έχουν αλλάξει. Στην Ισπανία και στην Ιταλία, τα κυβερνώντα κόμματα εκδιώχθηκαν από την εξουσία, και όλες οι αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν επιβάλλει μέτρα λιτότητας.
Το να ζητάνε κάποιοι περαιτέρω περιστολές και περικοπές, είναι άκαρδο, και δεν εξυπηρετεί τίποτα. Οι χώρες αυτές, το μόνο που χρειάζονται είναι οικονομική ανάπτυξη πάση θυσία.
Στη βάση του όλου προβλήματος βρίσκεται η βαθιά αίσθηση της ΕΚΤ, ότι το να βοηθηθούν οι Ιταλία και Ισπανία, μέσω πληθωρισμού, είναι ηθικά προσβλητικό. Ο επικεφαλής της Bundesbank αποκαλεί τον πληθωρισμό «γλυκό δηλητήριο», ενώ χαιρετίζει την ΕΚΤ για την αυστηρότητα και τη σταθερότητά της.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Herbert Hoover είχε αναφέρει κάποτε τις συμβουλές που είχε δεχτεί από τον Andrew Mellon, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει την ύφεση της δεκαετίας του 1920: «Ρευστοποίησε την εργασία, ρευστοποίησε τις μετοχές, ρευστοποίησε τους αγρότες, ρευστοποίησε τα ακίνητα…». Για τον Mellon, η ρευστοποίηση ήταν το άπαν, και ήταν οικονομικά λογική. Ήταν σαν μια μορφή κάθαρσης. Όπως πίστευε, «…η λιτότητα θα ξεριζώσει τη σαπίλα από το σύστημα. Το υψηλό κόστος ζωής θα πέσει. Μαζί με την υψηλή ζωή. Οι άνθρωποι θα δουλεύουν σκληρότερα, και θα ζουν πιο ηθικά…».
Σίγουρα υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι στην Ισπανία, στην Ιταλία, και στην Ελλάδα, που φέρθηκαν ανεύθυνα, και τώρα είναι απαραίτητες οι μεταρρυθμίσεις. Το να καταστραφεί όμως το ευρώ, μόνο και μόνο για να πάρουν ένα μάθημα κάποιοι, είναι πολύ σκληρό. Δυστυχώς, όταν καταρρέει μια οικονομία, δεν την πληρώνουν μόνο οι ένοχοι.
Η ΕΚΤ ανησυχεί πως αν μετατραπεί σε δανειστή τελευταίας προσφυγής, αυτό θα απειλήσει τη σταθερότητα τιμών, αλλά ποιο θα είναι το νόημα αυτής της σταθερότητας αν το ευρώ εξαφανιστεί στην πορεία;
Αν η ΕΚΤ δεν φερθεί με προσοχή, τότε στο μέλλον θα συζητούμε για το πόσο καλά τα πήγε στο να προστατεύσει το ευρώ, εξαφανίζοντάς το.