Εν αναμονή των ισχυρών μετασεισμών από τις εκλογές στα δύο γερμανικά κρατίδια που πέραν του Βερολίνου απειλούν να ταρακουνήσουν ολόκληρη την Ευρώπη, στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα βρίσκεται ήδη σε φάση έντονης ρευστοποίησης που προοιωνίζεται μεγάλες ανατροπές και ανακατατάξεις. Η ενίσχυση των αντισυστημικών δυνάμεων τείνει να εξελιχθεί σε πανευρωπαϊκό φαινόμενο επηρεάζοντας καθοριστικά μάλιστα τους συσχετισμούς δυνάμεων όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας αλλά και στα μείζονα γεωπολιτικά ζητήματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Για πρώτη κυριολεκτικά φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά το κομματικό στερέωμα στη χώρα μας μετατρέπεται σε κομμάτια και θρύψαλα αφού το σκηνικό των πρόσφατων ευρωεκλογών φαίνεται ότι δεν ήταν συγκυριακό αλλά αποκτά διάρκεια εάν όχι και μονιμότητα. Όπως δείχνουν δε όλες οι δημοσκοπήσεις - που διαδέχονται πια η μία την άλλη- και επιβεβαιώνει η ίδια η πολιτική πραγματικότητα, η συνεχιζόμενη καθίζηση της ΝΔ δεν εξισορροπείται από ένα ισχυρό και ανερχόμενο αντίπαλο δέος αλλά συνδυάζεται αφενός με τη διάλυση και εξαΰλωση της κεντροαριστεράς και αφετέρου με τον πολυκερματισμό του εκ δεξιών χώρου. Οι προοπτικές να μεταβληθούν μάλιστα οι τάσεις αυτές στο ορατό μέλλον είναι ελάχιστες εάν όχι μηδαμινές, δημιουργώντας συνθήκες πολιτικού τέλματος παράλληλα με την κρίση και την παρακμή που απλώνεται σε ηθικό και κοινωνικό επίπεδο.Ο Σεπτέμβριος μπήκε για το κυβερνών κόμμα με τα ποσοστά του, τρεις μήνες μετά τις ευρωκάλπες, να ακολουθούν αρνητική καμπύλη. Και παρά τις φιλότιμες «προσπάθειες» είτε ορισμένων εταιρειών είτε φιλοκυβερνητικών μέσων, να δημιουργήσουν την εικόνα της διατήρησης στα επίπεδα του Ιουνίου, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δυσάρεστη. Με την πρόθεση ψήφου να πέφτει ακόμη και στο 21,6% (σύμφωνα με την MRB), ακόμη και η αναγωγή –που καθώς δεν είμαστε σε εκλογική περίοδο έχει πολλά στοιχεία αυθαιρεσίας- την ανεβάζει περί το 27,5%, χαμηλότερα από το καταγεγραμμένο 28,3% της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης. Η ειρωνεία από την άλλη πλευρά είναι ότι τα κόμματα της κεντροαριστεράς αθροιστικά (αν και στην πολιτική αυτό δεν μετράει πάντα) ακόμη και με τα σημερινά τους χάλια κινούνται περί το 30%. Καθώς πάντως η προοπτική της σύγκλισης φαντάζει αυτή τη στιγμή αδύνατη και ο καθένας δείχνει να νοιάζεται στην πραγματικότητα για το «μαγαζί» ή και το «μαγαζάκι» του προκειμένου να έχει κάποιο συμπληρωματικό ρόλο στα πράγματα και στις αποφάσεις, ενδιαφέρον έχει ότι «σε εξέλιξη βρίσκεται και το ρεύμα που δημιουργείται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας», όπου ( σύμφωνα με τον Ζαχ. Ζούπη της Opinion Poll) “ τα κόμματα εκεί σταθερά συγκεντρώνουν ένα 14-15% επί των εγκύρων, στην εκτίμηση ψήφου είναι κοντά στο 19% και άρα αυτός ο χώρος ως άθροισμα πράγματι είναι η δεύτερη δύναμη, αλλά η δυσκολία του είναι να συνεννοηθούν». Σε κάθε περίπτωση είναι εντυπωσιακό –αλλά και ενδεικτικό της κατακρήμνισης του υφιστάμενου πολιτικού οικοδομήματος- ότι το πρώτο κόμμα επιχαίρει επειδή βρίσκεται πλέον στα επίπεδα του 20-25% ενώ όλα τα υπόλοιπα που μαλώνουν για το ποιο θα γίνει αξιωματική αντιπολίτευση κινούνται αυτή τη στιγμή στα όρια του 10%.
Αυτό που καταγράφεται πάντως παρά τους επιμέρους κατακερματισμούς είναι μια τριχοτόμηση μεταξύ των βασικών ιδεολογικοπολιτικών στρατοπέδων που σχηματικά ορίζονται από την κεντροδεξιά, τη δεξιά, την κεντροαριστερά και τους εκφραστές τους. Με βάση μάλιστα το ρεύμα που όπως φάνηκε και την περασμένη Κυριακή στην Γερμανία δυναμώνει ανά την Ευρώπη, το ζητούμενο πλέον και για τη χώρα μας είναι εάν προσεχώς οι εξελίξεις και οι συνεργασίες θα πάψουν να έχουν κεντροαριστερή κατεύθυνση ή εάν το βάρος νομοτελειακά θα αρχίσει να πέφτει πλέον προς τα δεξιά.
Με την παρουσία του στην ΔΕΘ αυτό το Σαββατοκύριακο ο Κ. Μητσοτάκης θα κάνει μια προσπάθεια να σηματοδοτήσει την ανάκαμψη της κυβέρνησης και του κόμματος του αν και με βάση την ιστορική εμπειρία των «πενταετών κύκλων» κάτι τέτοιο θεωρείται πλέον εάν όχι ανέφικτο τουλάχιστον πεπερασμένο. Με τη λογική του «μονόφθαλμου στους τυφλούς» και όσο η αντιπολίτευση ζει τη δική της διάλυση, επομένως, είναι υποχρεωμένος να σκέπτεται –εάν μέσα στον Αρμαγεδδώνα που έρχεται «επιβιώσει» και αυτός- με ποιους από τους σημερινούς «εχθρούς» του θα χρειαστεί να καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να συνεργαστεί. Με δεδομένο μάλιστα ότι η εξάντληση της τετραετίας υπόκειται σε αρκετούς αστερίσκους και οι κάλπες μπορεί να στηθούν νωρίτερα, το απολύτως ενδιαφέρον στο πλαίσιο αυτό είναι ότι με βάση τις τωρινές τάσεις το πρώτο κόμμα δεν θα ξεπερνούσε εύκολα στην κάλπη –υπολογίζοντας και το μπόνους- τις 100 έδρες. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μια κυβέρνηση συνεργασίας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τρικομματική, αλλά και πάλι τίθεται το ερώτημα εάν θα έχει «κεντροαριστερόστροφη» ή «δεξιόστροφη» κατεύθυνση. Λόγω αυτής της διαφαινόμενης κατάστασης, τροφοδοτούνται διαρκώς (παρά τις επίσημες προσχηματικές διαψεύσεις) και τα σενάρια περί νέας αλλαγής του εκλογικού νόμου σε μια προσπάθεια να αυξηθεί το όριο εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% αλλά κυρίως για να μειωθεί κι άλλο ο πήχης της αυτοδυναμίας με μεγαλύτερο μπόνους εδρών προς το πρώτο κόμμα. Η δυσκολία όμως έγκειται στο ότι για να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο από τις αμέσως επόμενες εκλογές απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών, ειδάλλως θα πρέπει να επαναληφθεί (με αβέβαια αποτελέσματα) η περιπέτεια του 2023 με τη διπλή προσφυγή στις κάλπες.
Πάντως το ερώτημα για το χαρακτήρα που θα έχουν οι (όχι πολύ μακρινές) συνεργασίες αποκτά εκτός από θεωρητικό και πρακτικό νόημα ύστερα από τις εκλογές στην Γερμανία την περασμένη Κυριακή που φαίνεται ότι θα λειτουργήσουν πλέον ως μοντέλο και για άλλες χώρες όπως η δική μας. Τα συμπεράσματα μάλιστα από αυτές είναι ευρύτερα.
Τόσο στην Θουριγγία όσο και στην Σαξονία, η εκτίναξη των δύο αντισυστημικών κομμάτων, της Εναλλακτικής για την Γερμανία και της Συμμαχίας της Σάρας Βάγκενκνεχτ -που προέκυψε από διάσπαση του αριστερού Die Linke- ανέτρεψε θεαματικά τα δεδομένα αποτελώντας μια μικρογραφία του νέου χάρτη που σχηματίζεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος. Με το 33% (λόγω της αυξημένης συμμετοχής στις κάλπες) στην Θουριγγία το AfD είναι σε κάθε περίπτωση ο ρυθμιστής αφού ακόμη και εάν σχηματίσουν την τοπική κυβέρνηση όλα τα άλλα κόμματα μαζί, θα μπορεί να θέσει με βάση το γερμανικό σύνταγμα βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις για τις οποίες απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων. Επίσης στην Σαξονία, μπορεί να ήρθε δεύτερο κόμμα με σχεδόν 30% αλλά για να σχηματίσουν εκ νέου κυβέρνηση οι Χριστιανοδημοκράτες θα πρέπει να βάλουν νερό στο κρασί τους και να ακυρώσουν τη διακήρυξή τους ότι “δεν συνεργάζονται με τα άκρα” συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό εκτός από την Εναλλακτική για την Γερμανία και το κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ . Και βεβαίως εκτός από το αριθμητικό ζήτημα οι διαβουλεύσεις αναμένεται να τραβήξουν σε μάκρος καθώς θα πρέπει να υπάρξουν οι συγκλίσεις και συμφωνίες στα πολιτικά προγράμματα. Ήδη πέραν του γεγονότος ότι η Συμμαχία της Σάρας Βάγκενκνεχτ έχει επίσης σκληρές θέσεις στο μεταναστευτικό, η απόλυτη σημειολογία συνδέεται με την εξωτερική πολιτική καθώς (και) το “BSW” είναι εντελώς αντίθετο με την αντιρωσική υστερία του Βερολίνου. Περισσότερο μάλιστα κι από την ενίσχυση αυτών των δύο αντισυστημικών κομμάτων της δεξιάς και της αριστεράς, το μεγάλο μήνυμα αυτών των εκλογών δεν είναι άλλο από την κατάρρευση του συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων εν όψει και των ομοσπονδιακών εκλογών του 2025 Η αρνητική ψήφος μάλιστα προς την κυβέρνηση Σολτς, όσο κι αν προσπαθεί να το υποβαθμίσει, συνδέεται και με τη στάση του στο ουκρανικό σε αρμονία με τις τάσεις που καταγράφονται στη μία χώρα μετά την άλλη της Ευρώπης. Κι όπως έγραψαν και οι Financial Times" «οι ψηφοφόροι στη Θουριγγία και τη Σαξονία ψήφισαν για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία”. Ο απόηχος όλων αυτών φυσικά φτάνει και στην Ελλάδα την ώρα που ο Κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να θεωρεί ότι τάσσεται με τη “σωστή πλευρά της Ιστορίας”...
Ανδρέας Καψαμπέλης
www.dimokratia.gr