Την ευκαιρία και δυνατότητα να βάλουν φρένο όχι μόνο στην αλαζονική άσκηση της εξουσίας αλλά και στις επικίνδυνες πολιτικές της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη στα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα έχουν οι Έλληνες στις σημερινές εκλογές οι οποίες ωστόσο, παρά την μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια , διεξάγονται μέσα σε συνθήκες μειωμένου ενδιαφέροντος, κάτι που αποτελεί δοκιμασία και για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

Πριν ήδη ανοίξουν οι κάλπες, η αποχή είχε καταστεί ο μεγαλύτερος άγνωστος Χ της σημερινής αναμέτρησης καθώς τα έως χθες ευρήματα έδειχναν ότι μάλλον θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ ενώ την ίδια ώρα αναμένεται –παρά τη διαφαινόμενη κατάρρευση σε ψήφους- να επηρεάσει και τα ποσοστά των κομμάτων. Στην αποχή ειδικά των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της ΝΔ ποντάρει άλλωστε και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ως δεύτερη γραμμή άμυνας, για να μετριάσει τις εντυπώσεις και να βρει σανίδα σωτηρίας από ένα αρνητικό αποτέλεσμα.

Η στρατηγική επιδίωξη με την οποία προσέρχεται πάντως στην εκλογική αρένα η κυβερνητική ηγεσία είναι κατ’ αρχάς να αποσπάσει την «έγκριση» των έως σήμερα πεπραγμένων της κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον που δικαιολογεί τα πάντα «στο όνομα του 41%» κατά τον τελευταίο χρόνο. Ωστόσο κι αυτό επιχειρείται με μία προκαταβολική πολιτική κουτοπονηριά καθώς ο κ. Μητσοτάκης έχει σπεύσει να κατεβάσει αυθαιρέτως τον πήχη στο 33% των ευρωεκλογών του 2019 για να αποφύγει την οδυνηρή σύγκριση με τις τελευταίες εθνικές εκλογές που συνεπάγεται απώλεια αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων.

Βαφτίζοντας το αναμενόμενο - χάρη και στον κατακερματισμό και τα αδιέξοδα της αντιπολίτευσης, στα δεξιά και στα αριστερά- εκλογικό προβάδισμα της ΝΔ πολιτική επικράτηση και επαναβεβαίωση, ο κ. Μητσοτάκης θα επιχειρήσει, σε μια τέτοια περίπτωση, να συνεχίσει στην ίδια ρότα εφ’ όλης της ύλης. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχουν στον ορίζοντα της επόμενης τριετίας άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, δεν θα έχει το άγχος της «καταγραφής» της όποιας φθοράς. Αντιθέτως εκφράζονται βάσιμοι φόβοι ότι η οίηση και ο καθεστωτισμός θα εκτιναχθούν περισσότερο στα ύψη, η ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη της ΝΔ σε ένα υβριδικό «εκσυγχρονιστικό» στα πρότυπα Σημίτη κόμμα θα ολοκληρωθεί, ο ανασχηματισμός που θα ακολουθήσει θα είναι ακόμη πιο κλειστός σε προσωπικές επιλογές του κ. Μητσοτάκη, η επικοινωνιακή ασφυξία και η καθυπόταξη των μέσων ενημέρωσης στους κεντρικούς μηχανισμούς ελέγχου και προπαγάνδας θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Παράλληλα επιδιώκει, μέσω της «λαϊκής ψήφου», να κλιμακώσει την τακτική της συγκάλυψης και των αντιθεσμικών εκτροπών σε μεγάλες υποθέσεις σκανδάλων ακόμη και σε περιπτώσεις όπως οι τηλεφωνικές υποκλοπές και η σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών. Και βεβαίως δεν έχει κρύψει ότι στην οικονομία με την πολιτική της υπερφορολόγησης θέλει να παρατείνει επί της ουσίας το καθεστώς της εσωτερικής υποτίμησης -που ήδη έχει μετατρέψει την Ελλάδα στην δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την Βουλγαρία- επιστρέφοντας ως κοινωνικές παροχές μερικά αντίδωρα. Αναλόγως, στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει ένα θετικό αποτέλεσμα ως «εντολή» για να προχωρήσει έτι περαιτέρω στις υποχωρήσεις που έχει ξεκινήσει ήδη έναντι της Τουρκίας καθώς και να συνεχίσει την ίδια γραμμή στο σκοπιανό, το ουκρανικό και γενικότερα τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Δύση.

Έστω και με μεγάλη απώλεια εκλογικών δυνάμεων, το 33% είναι ο βατήρας για να παραμείνει ανεξέλεγκτος -έναντι και του κόμματος και των ψηφοφόρων του- ο κ. Μητσοτάκης. Αντιθέτως, όσο ισχυρότερο αποδειχθεί το «μήνυμα» της σημερινής κάλπης τόσο περισσότερο θα υποχρεωθεί να αναθεωρήσει πολλά στις επιλογές του, είτε αφορούν πρόσωπα είτε πολιτικές. Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε έμπειρο στέλεχος, «άλλο ανασχηματισμό» θα κάνει στην μια και άλλο στην άλλη περίπτωση, όπως και υπό διαφορετικό πρίσμα θα τεθούν οι σχέσεις με την Κοινοβουλευτική Ομάδα η οποία μέχρι σήμερα παραμένει σε ρόλο κομπάρσου.

Το διάστημα μεταξύ 30% και 33% αποτελεί την γκρίζα ζώνη για τη ΝΔ. Όλες οι δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι μάλλον δεν θα πέσει πιο κάτω από το όριο αυτό που εκτός από πολιτικό είναι και ψυχολογικό φράγμα. Στην περίπτωση κατά την οποία γίνει πάντως η έκπληξη και αντί της αποχής η χαλαρή ψήφος διοχετευθεί –και μάλιστα σε αυξημένα μεγέθη- στην ψήφο διαμαρτυρίας, τότε η βραδιά της Κυριακής δεν θα είναι καθόλου ευχάριστη για τον κ. Μητσοτάκη. Αν το γαλάζιο ποσοστό κυλήσει -και όσο περισσότερο- κάτω από το 30%, το σκηνικό αλλάζει άρδην. Το πολιτικό αλλά και το εσωκομματικό ενώ θεωρείται λίαν πιθανό να υπάρξει και επιτάχυνση των εξελίξεων με ορίζοντα το θέμα της εκλογικής προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2025.

Σημαντικό ρόλο θα παίξει σε όλα αυτά και η ψαλίδα από το δεύτερο κόμμα, για τη θέση του οποίου μάλιστα θα δίνουν έως την τελευταία στιγμή σκληρή μάχη ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, με φαβορί τον πρώτο. Ως εφεδρική γραμμή ο κ. Μητσοτάκης ποντάρει σε μια τουλάχιστον διψήφια απόσταση αλλά υπάρχει και ο αντίστροφος κίνδυνος «να κλείσει» σημαντικά η διαφορά των 23 μονάδων του 2023 δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για σταδιακή αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Αυτό αποτελεί και την πραγματική επιδίωξη -παρά τις κατά διαστήματα μεγαλοστομίες του Στεφ. Κασσελάκη- της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την οποία ο πήχης έχει τεθεί αυστηρά στο 17,83% επί Τσίπρα. Ο ίδιος ο κ. Κασσελάκης έχει διαμηνύσει βέβαια ότι δεν πρόκειται «να φύγει» όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα αλλά εάν βρεθεί χαμηλότερα τότε θα ανοίξει αναπόφευκτα νέος ασκός του Αιόλου στην Κουμουνδούρου όπου το κλίμα είναι ήδη πολύ πιεσμένο και πολλοί περιμένουν με αγωνία, είτε προς τη μία κατεύθυνση είτε προς την άλλη, την επόμενη ημέρα.

Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε οι σημερινές εκλογές για την κεντροαριστερή αντιπολίτευση αποτελούν περισσότερο μια άσκηση εσωτερικού ξεκαθαρίσματος για το ποιος θα «ηγηθεί» του χώρου το επόμενο διάστημα και θα έχει τον πρώτο λόγο στις διεργασίες με στόχο την «προοδευτική συνεργασία». Υπό το πρίσμα αυτό σε πιο δεινή θέση φαίνεται ότι βρίσκεται ο Νίκος Ανδρουλάκης ο οποίος αν εκτός από την τρίτη θέση, στην οποία τοποθετείται, δεν επιτύχει και μια σημαντική άνοδο της δύναμης του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με το 2023, θα βρεθεί υπό ευθεία εσωκομματική αμφισβήτηση. Ήδη οι πληροφορίες αναφέρουν ότι έχουν ενταθεί οι επαφές και ζυμώσεις προκειμένου να διεξαχθεί έκτακτο συνέδριο τον Σεπτέμβριο για την εκλογή (νέας) ηγεσίας και με αρκετούς (και αρκετές) από τώρα τους εν δυνάμει διεκδικητές της. Στο πλάνο αυτό μπαίνει και ο Αλέξης Τσίπρας που -αναβαπτιζόμενος και στην θερμή υποδοχή των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ στην πλατεία Συντάγματος την Πέμπτη- από το φθινόπωρο, ανάλογα με τις εξελίξεις και με τη διακριτική στήριξη του Γ. Παπανδρέου, θα ξεδιπλώσει κι άλλο τις πρωτοβουλίες του υπό τη σκέπη του Ινστιτούτου του.

Αν απέναντι στην σπαρασσόμενη κεντροαριστερά, το άγχος του κ. Μητσοτάκη έχει να κάνει με τις αποστάσεις ασφαλείας, οι διαρροές που κινδυνεύει να έχει σήμερα προς τα δεξιά μπορεί να εξελιχθούν -λόγω και του ρεύματος που απλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη- σε πραγματικό εφιάλτη. Βέβαια και στο χώρο αυτό, που συνολικά εκτιμάται ότι ίσως και να καλύπτει πλέον με τις διάφορες εκφάνσεις και συνιστώσες του το 20% του εκλογικού σώματος, τα προβλήματα δεν είναι λίγα αλλά από τις σημερινές κάλπες θα φανεί εάν και πώς θα διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στα δεξιά του πολιτικού φάσματος με προοπτική και ορίζοντα τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν.
Ανδρέας Καψαμπέλης
 
Top