Πήλινα είναι τα πόδια στα οποία στηρίζεται το αφήγημα της κυβέρνησης περί ισχυρής οικονομίας. Και οι πανηγυρισμοί για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που εκ των πραγμάτων είναι ένα καλό νέο, μοιάζουν περισσότερο με πυροτεχνήματα καθώς ακόμη και οι αριθμοί (πολλώ μάλλον οι άνθρωποι) κάθε άλλο παρά ευημερούν.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι αρνητικές πρωτιές της χώρας μας απλώνονται σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες. Ακόμη και για την υπόθεση του δημοσίου χρέους το σκηνικό είναι γκρίζο αφού η κυβέρνηση μπορεί να επιχαίρει για τη μείωσή του ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αλλά στην πραγματικότητα εξακολουθεί να αποτελεί μια νάρκη.

Η μείωση αυτή οφείλεται στην άνοδο του (ονομαστικού) ΑΕΠ αλλά και του πληθωρισμού, κάτι που σημαίνει ότι -σύμφωνα και με την Κομισιόν- οι κίνδυνοι παραμένουν. Όσο κι αν αποκρύπτεται, αποδεικνύεται έτσι επίσης ότι η κυβέρνηση σκοπίμως δεν λαμβάνει μέτρα για την ανάσχεση της ακρίβειας και του πληθωρισμού, αφήνοντας παράλληλα την αισχροκέρδεια να καλπάζει, επειδή αυτό τη διευκολύνει έστω και επίπλαστα στο μέτωπο του χρέους. Καθώς μάλιστα ο υψηλός πληθωρισμός και ιδιαίτερα στα τρόφιμα ροκανίζει περαιτέρω τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αυτό σε συνδυασμό με την καθήλωση των πραγματικών μισθών συνιστά την εφαρμογή ενός νέου, άτυπου, μνημονίου πέντε χρόνια μετά την υποτιθέμενη “έξοδο” από το προηγούμενο.
Το ελληνικό χρέος παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης και μάλιστα σε δυσθεώρητο ύψος αφού εκτινάχθηκε στα 404,68 δισεκ. ευρώ σε 2,5 χρόνια λόγω και των 50 δις που δανείστηκε η χώρα μέσα στην πανδημία. Η επενδυτική βαθμίδα αποκτήθηκε με το ποσοστό του να έχει υποχωρήσει λίγο κάτω από το 170% όταν προ 13ετίας, οπότε χάθηκε, ήταν στο 110%. Και μια ανελαστική προϋπόθεση για να διατηρηθεί η ποσοστιαία μείωση είναι η “αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία” που με το νέο έτος θα γίνει ακόμη πιο αισθητή. Μόλις προχθές και το (πάλαι ποτέ προσφιλές μας) Eurogroup έδωσε την εντολή για «περαιτέρω σύσφιξη του δημοσιονομικού προσανατολισμού»...

Έχει μάλιστα σημασία ότι καθώς η πλειοψηφία του δημοσίου χρέους είναι δάνεια μηχανισμών στήριξης, αυτό στο οποίο βοηθάει η επενδυτική βαθμίδα, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι να συνεχιστεί από την ΕΚΤ, μετά το τερματισμό του ειδικού προγράμματος για τη χώρα μας λόγω του Covid, η επαναγορά ελληνικών ομολόγων που σε διαφορετική περίπτωση θα ξαναγίνονταν junk δηλαδή σκουπίδια και θα πυροδοτούσαν νέο καθεστώς χρεοκοπίας.

Άλλωστε ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Κ. Χατζηδάκης παραδέχτηκε ότι ο βασικός λόγος που διατηρείται ο υψηλός ΦΠΑ στα τρόφιμα είναι το δημόσιο χρέος “που παραμένει παρά τις μειώσεις μεγάλο”. Η παραδοχή αυτή επεξηγεί και τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης για αύξηση της φορολογίας με διάφορους τρόπους, παρά τις περί του αντιθέτου προεκλογικές διαβεβαιώσεις του κ. Μητσοτάκη. Πρώτα θύματα αποδεικνύονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι μετά την ψήφιση του νέου νομοσχεδίου για το οποίο αποτέλεσε άλλοθι και μόνο η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Η εισπρακτική σκοπιμότητα προκύπτει και από το γεγονός ότι τα έσοδα που υπολογίζονται από τη λαίλαπα αυτή είναι περίπου 600 εκατ. ευρώ όταν με βάση τον ίδιο τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρα η τρύπα σε φόρους από τη «μαύρη» οικονομία ανέρχεται περίπου στα 11 δις ευρώ.

Σύμφωνα πάντως με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται στην επτάδα των χωρών της ΕΕ με την μεγαλύτερη φοροδιαφυγή. Και όσον αφορά την κατά κεφαλή φοροδιαφυγή, η χώρα μας έρχεται έβδομη (με 1.847 ευρώ, όταν ο μέσος όρος είναι 1.634 ευρώ) αλλά η πρώτη εξάδα απαρτίζεται από Ιταλία, Δανία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Μάλτα και Φινλανδία. Ως ποσοστό του ΑΕΠ η παραοικονομία στην Ευρώπη υπολογίζεται σύμφωνα με έρευνα του LSE κατά μέσον όρο στο 18,4% ενώ η Ελλάδα είναι στο 23,6% με πρώτη όμως την Βουλγαρία στο 31,9% και ενδιαμέσως Ρουμανία, Λιθουανία, Εσθονία, Κύπρο, Λετονία, Μάλτα και Πολωνία.

Την ίδια ώρα που η ακρίβεια καλπάζει η Ελλάδα -πίσω και από την Σλοβακία- έχει τον χαμηλότερο ονομαστικό μισθό στην ευρωζώνη (μέσος όρος 35.200 ευρώ), με 16.000 ευρώ ετησίως και τον τρίτο χαμηλότερο στην ΕΕ (32.300 ευρώ) ενώ από το 86,4% του μέσου μισθού της ευρωζώνης το 2009, έχει καταρρεύσει στο 56,9%. Και σύμφωνα με την Eurostat η Ελλάδα το 2022 κατέγραψε ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ (32% χαμηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τρίτη χειρότερη επίδοση σε όλη την ΕΕ) και από τους πιο χαμηλούς δείκτες πραγματικής ατομικής κατανάλωσης. Βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση της Ευρωζώνης ως προς το διαθέσιμο εισόδημα (10.841 μονάδες αγοραστικής δύναμης), ξεπερνώντας μόνο τη Σλοβακία (9.826 μονάδες).

Τον Νοέμβριο ο εναρμονισμένος πληθωρισμός ήταν 3% έναντι 2,4% στην ευρωζώνη, κάτι πολύ αρνητικό για μια χώρα που έχει τους χαμηλότερους μισθούς στην ΕΕ. Την ίδια ώρα στην Γερμανία, με τριπλάσιους μισθούς, ο πληθωρισμός μειώθηκε κι άλλο.

Η χώρα μας ήταν επίσης πρώτη στην ακρίβεια των τροφίμων τον Οκτώβριο με 10,3%. Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας μάλιστα η Ελλάδα βρίσκεται στη 10η θέση στη λίστα με τις χώρες με τον υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων σε σχέση με τον γενικό πληθωρισμό.

Ακόμη και για την ανεργία, το 9,7% που ανακοίνωσε η κυβέρνηση είναι από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη και συγκεκριμένα η Ελλάδα βρίσκεται δεύτερη μετά την Ισπανία όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 6,5%. Σύμφωνα πάντως με τον αριθμό των εγγεγραμμένων στα μητρώα της ΔΥΠΑ ανέργων, η πραγματική ανεργία στη χώρα, ανέρχεται σε ποσοστό 18,88% . Επιπλέον σε ό,τι αφορά και τον εργασιακό εκφοβισμό, το λεγόμενο «mobbing» η χώρα μας βρίσκεται στην τρίτη θέση στην Ευρώπη.

Ακόμη μία αρνητική πρωτιά της Ελλάδας προκύπτει από το υψηλότερο κόστος στέγασης σε σχέση με το εισόδημα στην ΕΕ, με ποσοστό 34,2%. Επίσης ενώ δώδεκα μέλη της ΕΕ κατέγραψαν ποσοστά αποταμίευσης της τάξης του 10,0% το 2022, μόνο η Ελλάδα είχε αρνητικά ποσοστά στο -4,0%". Η Eurostat μας κατέταξε στην τελευταία θέση, με μεγάλη απόσταση και από την προτελευταία Πολωνία. Επίσης πάλι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας είναι στην τελευταία θέση με 13,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ και στις “πραγματικές επενδύσεις”, όταν πρώτο βρίσκεται το Κόσσοβο με 32,4% και ακολουθεί η Τουρκία με 29,2%. Τραγική καταγράφεται η κατάσταση και στον αγροτικό τομέα αφού ακόμη και η Κύπρος έχει υπερτριπλάσια παραγωγικότητα ενώ στην αξία παραγωγής ανά εκμετάλλευση η Ελλάδα είναι τρίτη από το τέλος μετά την Ρουμανία και την Μάλτα...

 Ανδρέας Καψαμπέλης
 
Top