Δραματικές επιπτώσεις στην υγεία και το περιβάλλον έχει πυροδοτήσει η ενεργειακή κρίση, ενώ ταυτόχρονα θέτει σε κίνδυνο τον στόχο της αποτροπής της κλιματικής αλλαγής.

Αποκαλυπτική των συνεπειών της έκρηξης των τιμών της ενέργειας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας. Αποτυπώνει τη μαζική στροφή των Ελλήνων καθώς και Ευρωπαίων πολιτών στα καυσόξυλα για τη θέρμανση τους στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τις επιβαρύνσεις των τιμών ενέργειας.

Η ρύπανση στην Αθήνα
Σύμφωνα με την έκθεση, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να αποτρέψει μια εκτεταμένη ενεργειακή κρίση, οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, μεταξύ άλλων, στρέφουν πολλά ευρωπαϊκά νοικοκυριά στην καύση ξύλου ως συμπληρωματικού ή κύριου μέσου θέρμανσης. «Αυτή η μορφή θέρμανσης όμως έχει αρνητικά αποτελέσματα για το περιβάλλον, την ποιότητα της ατμόσφαιρας και την ανθρώπινη υγεία», τονίζεται και η ΤτΕ επικαλείται έρευνα του Εθνικού Αστεροσκοπείου η οποία προέβλεψε έκρηξη για το χειμών που φεύγει στη συγκέντρωση ρύπων από την χρήση των καυσόξυλων:

«Συγκεκριμένα για την πόλη της Αθήνας, το Εθνικό Αστεροσκοπείο, μέσω μιας εξειδικευμένης προσομοίωσης, απομόνωσε τις ανθρωπογενείς εκπομπές σωματιδιακής ρύπανσης από την οικιακή θέρμανση και με ειδική μεθοδολογία προέβλεψε για το φετινό χειμώνα αύξηση των συγκεντρώσεων κατά 10-20 μg ανά κυβικό μέτρο κατά τις βραδινές ώρες, δηλαδή επιβάρυνση της ήδη υπάρχουσας ατμοσφαιρικής ρύπανσης».
Έκρηξη της ζήτησης σε καυσόξυλα

Η παραπάνω πρόβλεψη, λέει η έκθεση της ΤτΕ, συνάδει και με τη μεγάλη ζήτηση για καυσόξυλα που παρατηρήθηκε το φετινό φθινόπωρο στην ελληνική, αλλά και στην ευρωπαϊκή αγορά. Η καύση ξύλου ως υποκατάστατο θέρμανσης δημιουργεί επιπρόσθετα σοβαρά προβλήματα παράνομης και αυθαίρετης υλοτομίας, με μεγάλες πιέσεις και απώλειες για τα ευρωπαϊκά δάση. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (Πολωνία, Ρουμανία, Λιθουανία και Ουγγαρία) μετριάζουν την αυστηρότητα των κανόνων προστασίας των δασών, θέλοντας να παρέχουν στα νοικοκυριά εναλλακτικές και φθηνότερες μορφές θέρμανσης.

Παράνομη υλοτομία
«Η παράνομη υλοτομία συντελεί στην αποψίλωση των δασών, στην απώλεια της βιοποικιλότητας και κυρίως στη μείωση της ικανότητας των δασών να δεσμεύουν και να αποθηκεύουν άνθρακα και έτσι να συμβάλλουν στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής», επισημαίνεται στην έκθεση και καταλήγει: «Άλλωστε, τα υπάρχοντα δάση αφαιρούν περίπου το 1/3 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες. Όμως, το 2021 η καύση ξύλου απελευθέρωσε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι θα είχε εκλυθεί αν η ενέργεια προερχόταν από ορυκτά καύσιμα».

Ο κίνδυνος για την κλιματική αλλαγή
Η έκθεση της ΤτΕ στα συμπεράσματα της κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο οι υψηλές τιμές ενέργειας και η αβεβαιότητα για την ασφάλεια εφοδιασμού να διαταράξει την κοινή συναίνεση των πολιτών στους στόχους της πράσινης ενεργειακής μετάβασης.

«Μια κρίσιμη πρόκληση της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης είναι να μην τεθούν ευθέως αντιμέτωποι ο στόχος για εξασφαλισμένη παροχή ενέργειας σε χαμηλές τιμές με το στόχο για τη μετάβαση του ενεργειακού συστήματος σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», λέει η ΤτΕ και υπογραμμίζει: «Η περιβαλλοντική συνείδηση και η θέληση να μετριαστεί η κλιματική αλλαγή είχαν ως προϋπόθεση την κάλυψη σε μεγάλο βαθμό των βασικότερων αναγκών: της διαβίωσης και της ασφάλειας. Εάν αυτές τεθούν εν αμφιβόλω, τότε θα κινδυνεύσει να κλονιστεί η κοινωνική συναίνεση που υπάρχει αυτή τη στιγμή υπέρ της ενεργειακής μετάβασης», προειδοποιεί.

Η Ε.Ε. και οι διαδοχικές κρίσεις
Η ΕΕ, ως απάντηση στις δυσκολίες και στις διαταραχές της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας και θέλοντας να στηρίξει τον κλιματικό της στόχο στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων “Fit for 55”, πρότεινε μέσω του σχεδίου δράσης REPowerEU μια σειρά από μέτρα που περιλαμβάνουν και την αύξηση του στόχου για συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα σε 45% έως το 2030 από 40%.

Στα συμπεράσματα της η ΤτΕ υπογραμμίζει: «Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την κλιματική αλλαγή, η μία παγκόσμια κρίση διαδέχεται την άλλη. Η υγειονομική κρίση που ξέσπασε στα τέλη του 2019 και η ενεργειακή κρίση του 2021 αφήνουν το δικό τους στίγμα στο κλίμα και στο περιβάλλον.

Αναμφίβολα, οι εκδηλώσεις της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης είναι ιδιαίτερα αισθητές. Η αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που συνεπάγεται αύξηση της θερμοκρασίας και αλλαγή του κλίματος, εξελίξεις βλαπτικές για τα φυσικά οικοσυστήματα και το ανθρωπογενές περιβάλλον, έχει δυσμενείς συνέπειες μεταξύ άλλων για την ανθρώπινη υγεία και επιφέρει απώλειες των δασών οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά τη βιοποικιλότητα», περιγράφει και επισημαίνει την απειλή της κλιματικής αλλαγής.

Η απειλή
«Η κλιματική αλλαγή είναι μια υπαρκτή απειλή συνυφασμένη με ποικίλα περιβαλλοντικά θέματα και σημεία ανατροπής (tipping points), η οποία πυροδοτεί και εντείνει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, επιβαρύνοντας δυσανάλογα τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Η παγκόσμια δράση είναι επιτακτικά αναγκαία, καθώς οι σημερινές ενέργειες θα καθορίσουν όχι μόνο το μέλλον του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος, αλλά και τις ζωές και τα μέσα διαβίωσης όλης της ανθρωπότητας για τις επόμενες δεκαετίες.

Άλλωστε, η κλιματική αλλαγή είναι ίσως η κρίση με τη μεγαλύτερη διάρκεια και το ερώτημα αν θα ξεπεραστεί ή τουλάχιστον θα μετριαστεί δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα», υπογραμμίζει η έκθεση της ΤτΕ.

Από την πανδημία στην ενεργειακή κρίση
Η έκθεση της ΤτΕ περιγράφει τις απανωτές επιπτώσεις στο περιβάλλον από τις διαδοχικές κρίσεις.

Μόλις είχε τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία COVID-19 στα μέσα του 2021, ξέσπασε η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, πρωτίστως λόγω της επανεκκίνησης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Η ενεργειακή κρίση επιδεινώθηκε και παρατάθηκε σε διάρκεια με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022.

Αρχικά, η επανέναρξη της λειτουργίας των βιομηχανιών παγκοσμίως μετά την πανδημία αύξησε τη ζήτηση ενέργειας. Το 2021 οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από τον τομέα της ενέργειας και τις βιομηχανικές διεργασίες αυξήθηκαν κατά 6% σε σχέση με το 2020, φθάνοντας στο υψηλότερο ετήσιο επίπεδο όλων των εποχών, ωθώντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στους 36,4 γιγατόνους (Gt) και επιβραδύνοντας την προσπάθεια μείωσής τους, ενώ το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο.

Ορυκτά καύσιμα και υπερθέρμανση του πλανήτη
Εξάλλου, τονίζει η ΤτΕ η καύση ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου, φυσικού αερίου και γαιανθράκων) είναι η κύρια αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη, καθώς τα αέρια του θερμοκηπίου που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα εγκλωβίζουν τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου, γεγονός που επιφέρει την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, την τροφοδότηση ακραίων καιρικών φαινομένων, την απώλεια βιοποικιλότητας και άλλες αρνητικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και στις συνθήκες διαβίωσης.

Ως εκ τούτου, τα έτη 2015-21 αποτελούν τα επτά θερμότερα συνεχόμενα έτη που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα, ενώ η περίοδος 2018-22 υπήρξε η τέταρτη θερμότερη πενταετία.

Άνοδος της θερμοκρασίας
Οι πιθανότητες για περαιτέρω άνοδο της θερμοκρασίας κατά τα επόμενα έτη είναι δυσοίωνες, λέει η ΤτΕ: «Στο 48% έχει μετρηθεί η πιθανότητα ώστε η μέση ετήσια παγκόσμια θερμοκρασία να υπερβεί προσωρινά τον 1,5° C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα (1850-1900) για τουλάχιστον ένα από τα επόμενα πέντε χρόνια (2022-26) και 93% πιθανότητα ότι τουλάχιστον σε ένα έτος από αυτά τα πέντε χρόνια θα σημειωθεί μεγαλύτερη άνοδος της θερμοκρασίας σε σχέση με το 2016, που έχει καταγραφεί ως το θερμότερο έτος μέχρι σήμερα. Στις αρχές του 2023 η ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus Climate Change Service ενίσχυσε τα ενδεχόμενα αυτά, ανακοινώνοντας ότι το 2022 είναι πλέον το δεύτερο θερμότερο έτος στην Ευρώπη και το πέμπτο θερμότερο έτος παγκοσμίως».

Ακολούθως, ο πόλεμος της Ουκρανίας προκάλεσε πιέσεις, προβλήματα και αβεβαιότητα στον ενεργειακό εφοδιασμό των ευρωπαϊκών χωρών και επέφερε συνεχείς αυξήσεις στις τιμές ενέργειας. Η ενεργειακή ανασφάλεια επηρεάζει άμεσα την πολιτική και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την ενέργεια και το κλίμα.

Οι ΑΠΕ και ο λιγνίτης…
Σύμφωνα με την ΤτΕ «για την ΕΕ η υλοποίηση της Ατζέντας 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη και ειδικότερα η εκπλήρωση του Στόχου 7 “Διασφάλιση πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή, αξιόπιστη, βιώσιμη και σύγχρονη ενέργεια για όλους” αποτελεί μια σημαντική προτεραιότητα. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (η Ισλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Δανία, η Εσθονία, αλλά και η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία), για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση, επιταχύνουν τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αυξάνουν τις επενδύσεις σε αυτές».

Η έκθεση μιλά και για τις χώρες οι οποίες ναι μεν τρέχουν τη στροφή προς τις ΑΠΕ αλλά λαμβάνουν και μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου της ενεργειακής επάρκειας: «Επιπλέον, η Αυστρία, η Γερμανία, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα σχεδιάζουν – για να μετριάσουν την ενεργειακή αβεβαιότητα και να εξασφαλίσουν την ενέργεια που χρειάζονται – να επαναφέρουν ή να παρατείνουν βραχυπρόθεσμα τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων, με αλλαγές στα σχέδιά τους για την ενεργειακή μετάβαση».
 
Top