Οι τεχνικές αναλύσεις που ακολουθούν οι Αμερικανοί δείχνουν υποχώρηση 7,4 ποσοστιαίων μονάδων από την αρχή του 2022


Οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις τις οποίες επικαλείται και προπαγανδίζει η κυβέρνηση για να καταδείξει την πολιτική κυριαρχία της είναι αυτές που αμφισβητούν το αφήγημα του Μεγάρου Μαξίμου, δημιουργώντας παράλληλα σοβαρά ερωτήματα και ρωγμές στη στρατηγική με την οποία θα βαδίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς τις κάλπες!

Του Ανδρέα Καψαμπέλη

Τα κανάλια και τα άλλα συστημικά μέσα ενημέρωσης δεν έχουν σταματήσει να βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη με μετρήσεις οι οποίες δείχνουν ότι η Ν.Δ. εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικό προβάδισμα, παρά τα προβλήματα και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται κρίσεις μείζονος σημασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών -και αφού μεσολάβησε μια ταλάντευση- το δημοσκοπικό σκηνικό συνέχισε να εμφανίζεται περίπου το ίδιο.

Μάλιστα, για να υπάρχει η αναγκαία εξήγηση, εμπλουτίστηκε με το εύρημα ότι το θέμα αυτό «απασχολεί σε πολύ μικρό ποσοστό» το εκλογικό σώμα έναντι των άλλων οικονομικών προβλημάτων, εν όψει της ακρίβειας και της κλιμάκωσης της ενεργειακής κρίσης κατά τον χειμώνα.

Μια πιο ολοκληρωμένη μελέτη και πιο πλήρης «ανάγνωση» ακόμη και αυτών των συστημικών δημοσκοπήσεων που βλέπουν ανά διαστήματα το φως της δημοσιότητας οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Βεβαίως δεν ακυρώνει το προβάδισμα της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποτυπώνει τη φθίνουσα πορεία της, σε βαθμό μάλιστα που δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, εφόσον η σημερινή τάση διατηρηθεί, κάθε αποτέλεσμα των ώρα των εκλογών μπορεί να θεωρηθεί ανοιχτό.

Τα επιτελεία των εταιριών μετρήσεων της κοινής γνώμης γνωρίζουν άλλωστε καλά -έστω κι αν κρατούν το «μυστικό» για λογαριασμό τους- την τεχνική που ακολουθείται στην Αμερική και στις άλλες δυτικές χώρες. Η μέθοδος είναι σχετικά απλή, καθώς βγαίνει κάθε φορά ο μέσος όρος για τα ποσοστά των κομμάτων από το σύνολο των δημοσκοπήσεων οι οποίες δημοσιοποιούνται ανά χρονική φάση. Ασχέτως της αξιοπιστίας των αριθμών που καταγράφονται κάθε φορά, με τον τρόπο αυτόν είναι εφικτό να γίνουν συγκρίσεις και μάλιστα σε «ομοειδή» ευρήματα.


Ετσι, ενώ έχουμε συνηθίσει να ακούμε ότι οι δημοσκοπήσεις είναι «η φωτογραφία της στιγμής», το σύνολο αυτό επιτρέπει να σχηματίζεται μια χρονοσειρά, η οποία αποτελεί το πιο κρίσιμο και καθοριστικό μέγεθος, από επιστημονικής πλευράς, για την αυθεντική και ορθή μελέτη των τάσεων του εκλογικού σώματος. Και κάπως έτσι οι πολλές «φωτογραφίες» μπορούν να σχηματίσουν ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό «βίντεο» για τους προσανατολισμούς και τις διαθέσεις της κοινωνίας.

Ηδη από τη μελέτη αυτή που έκαναν ειδικοί αναλυτές τα στοιχεία που, σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», προκύπτουν είναι άκρως εντυπωσιακά και ενδιαφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, σταθμίζοντας και συγκρίνοντας τις μετρήσεις όλων των γνωστών εταιριών που έχουν δημοσιευτεί από την αρχή του 2022, φαίνεται ότι η Ν.Δ. έχει υποχωρήσει κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες.

Κι από το 38,6% που ήταν σχεδόν προ επταμήνου ο γενικός μέσος όρος της τώρα εξακολουθεί μεν να είναι πρώτη αλλά βρίσκεται στο 31,2%. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 20,2%, που ήταν ο δικός του μέσος δημοσκοπικός όρος, στο ίδιο διάστημα έχει σημειώσει άνοδο τριών ποσοστιαίων μονάδων και καταγράφεται στο 23,2%. Επίσης για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. παρατηρείται ένας εντυπωσιακός διπλασιασμός, καθώς από το 6,6%, που ήταν ο δικός του μέσος όρος στις αρχές του έτους, πλέον κινείται μεσοσταθμικά στο 12,04%. Τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης κινούνται με πολύ μικρές διακυμάνσεις στα γνωστά ποσοστά τους.

Φαίνεται καταρχάς, δηλαδή, ότι η ψαλίδα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων είναι πια στις 8 μονάδες, αλλά στην πραγματικότητα η διαφορά αυτή πρέπει να συγκριθεί με τις 18,6 μονάδες που ήταν στην έναρξη της ίδιας περιόδου. Τηρούμενης αυτής της αναλογίας, το κλείσιμο είναι πολύ σημαντικό (μέσα σε λίγους μήνες, από την αρχή του έτους, η απόσταση έχει μειωθεί πάνω από το 50%) και μάλιστα η διαφορά αυτή έρχεται και κουμπώνει πλέον στα εκλογικά ποσοστά των δύο κομμάτων, που το 2019 είχαν πάρει αντίστοιχα 39,85% και 31,53%.

Το πιο σημαντικό που επισημαίνεται πάντως είναι ότι η Ν.Δ. -με βάση ακόμη κι αυτές τις αμφιλεγόμενης για πολλούς αξιοπιστίας δημοσκοπήσεις- εμφανίζεται να χάνει περίπου μία ποσοστιαία μονάδα κάθε μήνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του έχει άνοδο, αλλά αναλογικά με πολύ μικρότερο ρυθμό, περίπου 0,4-0,5% τον μήνα. Χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να μπορεί να προβλέψει κανείς τι θα επακολουθήσει το επόμενο διάστημα, αν συνεχιστεί η τάση αυτή, τότε στο τέλος του χειμώνα -τουλάχιστον με βάση τους αριθμούς και τη χρονοσειρά- είναι πολύ πιθανόν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να βρίσκονται περίπου στα όρια μιας αμφίρροπης μάχης.

Από την άποψη αυτή ενισχύεται η εκτίμηση ότι ο κ. Μητσοτάκης πήρε μεγάλο ρίσκο με την απόφασή του να μην πάει σε πρόωρες εκλογές και να εξαντλήσει την τετραετία έχοντας να διανύσει στο μεταξύ έναν πολύ δύσκολο χειμώνα, που δεν αποκλείεται να εξελιχθεί και στον χειρότερο -διεθνώς αλλά και για τη χώρα μας- των τελευταίων δεκαετιών.

Σπάει η «φούσκα» της άνετης πολιτικής ηγεμονίας

Το στοίχημα της πολιτικής και εκλογικής ανάκαμψης γίνεται επομένως για τον πρωθυπουργό πολύ πιο δύσκολο, εάν όχι πλέον και ανέφικτο, καθώς αρκετοί ειδικοί από τον χώρο των μετρήσεων υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα οι μεγάλες εταιρίες αρχίζουν τώρα τη λεγόμενη δημοσκοπική διόρθωση -εν όψει των εκλογών- και ότι η φούσκα που τα προηγούμενα χρόνια είχε δημιουργηθεί σπάει ολοένα και περισσότερο.

Οπως και να ‘χει, πάντως, όλο αυτό επηρεάζει τη στρατηγική του κ. Μητσοτάκη προς τις κάλπες και ενδεχομένως τον οδηγεί σε μια στρέβλωση και αυτοπαγίδευση. Μέχρι τώρα η κυβέρνηση έχει στηριχτεί στο αφήγημα της «άνετης πολιτικής ηγεμονίας», που μπορεί να ενισχύσει όμως και τις φυγόκεντρες -λόγω και της απλής αναλογικής- τάσεις, ενώ από την άλλη πλευρά κινδυνεύει, αν αποκαλυφθεί στην πορεία η εικονική πραγματικότητα που καλλιεργεί τώρα, να υποχρεωθεί να μπει σε μια πολωτική γραμμή «κινδυνολογίας» αναφορικά με την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, που θα την εγκλωβίσει όμως πια σε έναν φαύλο κύκλο ηττοπάθειας.

 
Top