Ανακοίνωση του Άρδην
Το σκάνδαλο των υποκλοπών –το οποίο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε απαιτώντας την παραίτηση του γενικού του γραμματέα και του επικεφαλής της ΕΥΠ– καταδεικνύει έκδηλα πως το οιονεί μονοπολικό πολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, κυοφορεί κινδύνους για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Στην απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης, που να στριμώχνει την κυβέρνηση και άρα να την συμμαζεύει, θάλλουν η αλαζονεία, η κατάχρηση των θεσμών, και οι ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας. Μιας παντοδυναμίας που δεν δικαιολογείται, γιατί μέτρο σύγκρισης δεν είναι ο Τσίπρας ή ο Ανδρουλάκης, αλλά το τι πράττει η ΝΔ απέναντι στα πραγματικά προβλήματα που ταλανίζουν Έθνος και κοινωνία.
Για μας δύο στοιχεία αναδεικνύονται από την υπόθεση των υποκλοπών: Αφ' ενός, το πώς θα θωρακιστεί η εθνική κυριαρχία και η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος –και Συνταγματικά– στην εποχή των fake news, της ψηφιακής μεταπραγματικότητας και του υβριδικού πολιτικού πολέμου. Αφ' ετέρου, δε, πως θα πάψει η ΕΥΠ να δεσμεύεται από την κομματοκρατία και να χρησιμοποιείται μικροπολιτικά, ώστε να ανταποκριθεί καλύτερα στις εθνικές της υποχρεώσεις, τώρα που η χώρα αναλαμβάνει ακριτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, και λειτουργεί αποτρεπτικά έναντι των αναθεωρητικών επεκτατικών δυνάμεων. Και προφανώς πώς θα πάψει να είναι τσιφλίκι σεκιουριτάδων όπως ο Κοντολέων και αλαζονικών «αντ' αυτού» όπως ο Δημητριάδης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και μία μερίδα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, με τη συνηγορία ολιγαρχών και κάθε είδους ξένων συμφερόντων, έσπευσαν να εργαλειοποιήσουν το ζήτημα των υποκλοπών, ώστε να θέσουν σε κίνηση το σενάριο μιας συγκυβέρνησης με ψήφο ανοχής των μικρότερων αριστερών κομμάτων. Κεντρικό ρόλο στη σύμπλευσή τους διαδραμάτισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που παρείχε κάλυψη επιχειρημάτων στις αντιπολιτευτικές τους επιθέσεις.
Ωστόσο, οι θέσεις που υιοθέτησαν είναι απολύτως εσφαλμένες: Η ολική εξαίρεση των βουλευτών από τις νόμιμες παρακολουθήσεις μπορεί να είχε πραγματικό έρεισμα το 1975, όταν εκείνο που είχε σημασία ήταν να υπερβούμε το μετεμφυλιακό κράτος και να στηλιτευτεί η χρήση των μυστικών υπηρεσιών εναντίον μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου και του ελληνικού λαού. Σήμερα, όμως που αναθεωρητικές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Τουρκία αναμειγνύονται κατ' εξοχήν στην εσωτερική πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών εθνών, η θέση αυτή δεν είναι μόνο εξαιρετικά επιζήμια για την Εθνική Ασφάλεια, αλλά και για την ίδια τη Δημοκρατία. Γιατί ο υβριδικός πόλεμος του Πούτιν και τον Ερντογάν, φτάνει να απειλεί την εθνική ασφάλεια, μέσω της υπονόμευσης της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μερικά χρόνια πριν, επί Τσίπρα-Καμμένου, με επικεφαλής τον Γιάννη Ρουμπάτη, οι παρακολουθήσεις χρησιμοποιούνταν, σύμφωνα με καταγγελίες που επαναλήφθησαν τις προηγούμενες μέρες, για να ελέγχεται μέρος της κυβέρνησης, επιχειρηματίες αλλά και δημοσιογράφοι που έρχονταν σε αντίθεση με την κυβερνητική συμμαχία.
Ωστόσο, απ' ό,τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η κοινωνία δεν ακολουθεί. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αξιολογεί μεν ως σοβαρό το ζήτημα, και το χρεώνει στη Νέα Δημοκρατία και τον Πρωθυπουργό, αλλά δεν το προτάσσει ως μείζον: Επιμένει να αγωνιά για την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα ελληνοτουρκικά, το μεταναστευτικό – δηλαδή τα όντως σοβαρά ζητήματα που θα κρίνουν το μέλλον του Έθνους.
Και είναι ακριβώς εκείνα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δεν έχουν πει τίποτα ουσιαστικό τους τελευταίους μήνες, γιατί, επί της ουσίας αντιπολίτευση δεν υπάρχει.
Και πώς να υπάρξει όταν, στα ελληνοτουρκικά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την κατευναστική ατζέντα που ονειρεύεται να επιβάλει ο Ερντογάν σε κάθε ελληνική κυβέρνηση; Γιατί να τον στηρίξει ο ελληνικός λαός, όταν επί μία σχεδόν εβδομάδα μέσα στον Δεκαπενταύγουστο έκανε το φερέφωνο των τουρκικών fake news περί παιδιών μεταναστών που η ελληνική κυβέρνηση αφήνει να πεθάνουν αβοήθητα σε ελληνικό έδαφος; Πώς να εμπιστευτεί το ΚΙΝΑΛ ότι μπορεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο, έστω και στην αντιπολίτευση, όταν εκπρόσωποί του βγαίνουν δημόσια και ταυτίζουν τον εισβολέα (Ρωσία) με τον αμυνόμενο (Ουκρανία), όπως έκανε ο Χάρης Καστανίδης;
Η χρόνια θητεία ολόκληρου του ΣΥΡΙΖΑ και της κομματικής ελίτ του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ στον εθνομηδενισμό τους έχει οδηγήσει στον μικροελλαδισμό για τον οποίο κατηγορούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον Γούναρη και τον Μεταξά. Ξεκίνησαν το 1980 για να εντάξουν τους μη προνομιούχους στην ελληνική πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, και έφτασαν πολύ σύντομα να χρησιμοποιούν το αίτημα αυτό ως πρόφαση για την πελατειακή διάβρωση του κράτους, της εκπαίδευσης και των πανεπιστημίων.
Σήμερα δε, που έρχεται το τέλος αυτού του κύκλου, το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η υπεράσπιση των προνομίων του παλιού καθεστώτος. Και γι' αυτό οι πολιτικοί της εκφραστές –κατ' εξοχήν ο Τσίπρας– είναι πολιτικοί τύπου «συνέλευσης πολυκατοικίας», που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η νομή της εξουσίας.
Αναπότρεπτα, η αντίληψη αυτή οδηγεί στη σημερινή μηδενιστική αντιπολιτευτική στρατηγική – να πριονίσουμε το κλαδί στο οποίο στέκεται η χώρα μήπως και φάμε τον… Μητσοτάκη. Στρατηγική που οδηγεί σε ταυτίσεις με εκείνους που επιθυμούν να υπονομεύσουν την Ελλάδα: από τον Ερντογάν, μέχρι τους Νιου Γιόρκ Τάιμς (λέγε με Σόρος) και το Σπίγκελ, το οποίο αναπαράγει το σύνολο της ανθελληνικής προπαγάνδας («επαναπροωθήσεις» μεταναστών, «σκλάβοι μετανάστες», «αυταρχική στροφή» κ.ά.), και αδιαφανείς ΜΚΟ που έχουν επενδύσει όλα τους τα συμφέροντα για να μεταβάλουν την Ελλάδα σε ένα απέραντο χοτ σποτ, και προφανώς τη ρώσικη αρκούδα που «χορεύει» ακούραστα για τη διάσπαση της εθνικής ενότητας.
Αν θέλουμε να έχουμε μια πραγματική αντιπολίτευση που να καταγγέλλει τα παρατράγουδα της κυβέρνησης και να προτάσσει ένα αυθεντικά πατριωτικό όραμα· αν επιθυμούμε το ελληνικό πολιτικό σύστημα να αφιερωθεί σύσσωμο στην υπόθεση αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού· αν θέλουμε να αποτελέσει η χώρα πυλώνα εγκαθίδρυσης ενός συνεργατικού συστήματος τόσο στην Ευρώπη όσο και στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, σε απάντηση των τουρκικών επιδιώξεων· αν θέλουμε η κοινωνία, η οικονομία και ο πολιτισμός της Ελλάδας να αναταχθούν αποφασιστικά, οφείλουμε να συμβάλουμε στην ολοκληρωτική ήττα αυτής της λογικής. Αυτή είναι και η αναγκαία προϋπόθεση ώστε να αναδειχθεί μια άλλη αυθεντική αντιπολίτευση που να συνδυάζει την εθνική εγρήγορση με την κοινωνική και περιβαλλοντική ευαισθησία, ώστε να βγει η χώρα από τη βαθύτατη παρακμή της.
Εμείς, από το Κίνημα ΆΡΔΗΝ, μέρες που είναι, έχουμε άλλους λόγους, σήμερα, για να στηλιτεύουμε και μάλιστα με τον πιο έντονο τρόπο την κυβέρνηση. Εκατό χρόνια μετά την καταστροφή του καθ΄ ημάς ελληνισμού, τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορίας μας, και ενώ οι σφαγείς και οι γενοκτόνοι από απέναντι κορυβαντιούν και μας απειλούν καθημερινά, οι Έλληνες, και πρώτη απ' όλους η κυβέρνηση, κρύβονται σαν τη στρουθοκάμηλο, μήπως και ερεθίσουν τον Μεγάλο Τούρκο, ίσως και τον … Αντώνη Λιάκο.
Άντι να οργανώσουν εκδηλώσεις μεγάλης εμβέλειας στην Ελλάδα και το εξωτερικό ενάντια στους γενοκτόνους, οι οποίες να προτάσσουν τη σημασία της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής, και να την αναδεικνύουν ως ευρωπαϊκή καταστροφή -την ώρα που ο… Γένς Στόλτενμπεργκ χαιρετίζει το 1922 από την πλευρά της Τουρκίας (!)- επαναλαμβάνουν μονότονα όπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ότι εμείς «δεν απαντάμε στις προκλήσεις» και διαμαρτύρονται εκ των υστέρων!
Οι Τούρκοι φασίστες έχουν αποδυθεί σε μια μακράς διάρκειας ιδεολογική προετοιμασία για να μας πλήξουν. Και δεν αρκούν οι διπλωματικές κινήσεις και οι εξοπλισμοί, όσο αναγκαίοι και αν είναι. Απαιτείται η εγρήγορση του ελληνικού λαού. Και ποια στιγμή είναι καταλληλότερη από τη φετινή επέτειο; Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συζήτησή του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, την Άνοιξη του 1922, του είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι, εάν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Τουρκίας, αυτή δεν θα έχει κανένα σταματημό:
"Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ χτίσουν τζαμιὰ στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι καὶ τὴ Ρώμη, μὲ θόλους πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἁγίου Παύλου, τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐκκένωση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες θὰ κατέληγε σὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση γιὰ τοὺς Συμμάχους σὲ ὅλη τὴ γραμμή".
Και για να επιστρέψουμε στο θέμα των υποκλοπών. Είναι προφανές πως, εάν είχαμε μια διαφορετική αντιπολίτευση με συνείδηση των εθνικών διακυβευμἀτων, με πολύ μεγαλύτερη αγανάκτηση θα αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός αλλά και εμείς, το Κίνημα ΑΡΔΗΝ, αυτό το ζήτημα. Το γεγονός ότι προβάλλεται από τον Τσίπρα, τον Πολάκη, τον Αλιβιζάτο και τους Νιού Γιορκ Τάιμς μάλλον υποβαθμίζει το ζήτημα στα μάτια όλων των σοβαρών Ελλήνων πολιτών.
1-9-22