Δραματικές επιπτώσεις στην υγεία και τη διαβίωση των παιδιών έχουν οι κοινωνικοικονομικές ανισότητες και οι επιπτώσεις αυτές επηρεάζουν τη πορεία και στην ενήλικη ζωή τους
Το 13% των παιδιών στις χώρες του ΟΟΣΑ, ζουν σε σχετική εισοδηματική φτώχεια και το ποσοστό αυξάνεται περισσότερο από 20% σε χώρες όπως η Ισπανία, η Τουρκία και οι ΗΠΑ.
Ειδικά στην Ευρώπη, περισσότερο από το 10% των παιδιών με χαμηλό εισόδημα συνεχίζουν να ζουν σε στέγαση πολύ κακής ποιότητας.
Στην Ελλάδα, το 10% των παιδιών μέχρι 15 ετών αντιμετωπίζουν στέρηση τροφής στο σπίτι τους, όταν στον ΟΟΣΑ το ποσοστό είναι 6% κατά μέσο όρο.
Tο 8,8% των παιδιών στη χώρα μας αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις αγαθών και το 46% εντοπίζουν τις ελλείψεις σε ορισμένα αγαθά στο σπίτι τους.
Παρόλα αυτά, μόνο το 4% των παιδιών στην Ελλάδα δεν έχει ίντερνετ στο σπίτι.
Τα παραπάνω καταγράφονται σε έκθεση του ΟΟΣΑ «Ξεκινώντας άνισα: Πώς είναι η ζωή για τα μειονεκτούντα παιδιά;» και αφορά για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν κοινωνικοοικονομικές ανισότητες διεθνώς. Στην έκθεση τονίζεται η σημασία της ευμάρειας των παιδιών για κάθε τομέα της μετέπειτα ενήλικης ζωή τους.
Σε ότι αφορά τα δεδομένα για τη χώρα μας, η πλειονότητα των παιδιών διατηρεί την υγεία του, ενώ απολαμβάνει και τη στήριξη της οικογένειάς του.
Συγκεκριμένα, μόνο το 1,89% των παιδιών μέχρι 15 ετών αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις δραστηριότητές τους εξαιτίας προβλημάτων υγείας, ποσοστό 8,11% αναγνωρίζει ότι η υγεία του είναι μέτρια ή κακή, ενώ μόλις το 16% των παιδιών 11-15 ετών γυμνάζεται μέτρια ή έντονα τουλάχιστον μια ώρα την ημέρα.
Και ενώ σχεδόν ένα στα τέσσερα παιδιά (24,5%) είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο, η βρεφική θνησιμότητα φτάνει το 3,7 ανά 1000 γεννήσεις, όταν στην Ισλανδία η βρεφική θνησιμότητα είναι μόλις 1,1 τοις χιλίοις με την Κολομβία να καταλαμβάνει τη χειρότερη θέση με 17,3 τοις χιλίοις.
Οικογενειακή στήριξη
Αντίθετα, το 78% των παιδιών νοιώθει ότι έχει πλήρη υποστήριξη από την οικογένειά του σε επίπεδο ψυχοκοινωνικό, αν και το 86% των παιδιών θεωρεί τον εαυτό του επαρκή για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Το 47,5% μάλιστα επιδεικνύει έντονη ωριμότητα και αναγνωρίζει ότι η εξυπνάδα του καθενός δεν αλλάζει. Το 63% των παιδιών, θεωρεί ότι η ζωή του έχει νόημα και σκοπό, όμως μόνο το 30,5% των παιδιών δηλώνουν ικανοποιημένα με τη ζωή τους συνολικά.
Μόλις το 18% των νέων 15-29 ετών δεν απασχολούνται σε κάποια εργασία ή δεν φοιτούν σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, ενώ ένα 6% των παιδιών μέχρι 15 ετών είναι πρώτοι στα θετικά μαθήματα (μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ).
Παιδική ευμάρεια
Όμως, όπως επισημαίνει η έκθεση, η παιδική ηλικία είναι μια κρίσιμη περίοδος στη ζωή. Τα πράγματα που μαθαίνουμε, κάνουμε και βιώνουμε στην παιδική ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ποιοι είμαστε και ποιοι γινόμαστε και μπορεί να αφήσει μόνιμες επιπτώσεις στη ζωή μας για χρόνια. Γιατί τότε τα άτομα αρχίζουν να αναπτύσσουν τις δεξιότητες και τις ικανότητες που απαιτούνται για την επιτυχία τους στη μετέπειτα ζωή, από το επάγγελμα που θα διαλέξουν, τις γνώσεις που θα αποκτήσουν αλλά και τις δεξιότητες για να ζήσουν σε έναν ψηφιοποιημένο κόσμο με αυτοπεποίθηση, κριτική σκέψη, ικανότητα για επίλυση προβλημάτων και να αναπτύξουν ικανότητες για τη συμβολή τους στην κοινωνία, όπως η ενσυναίσθηση, η διαχείριση των εντάσεων και η ανάληψη ευθύνης.
Η παιδική ηλικία είναι επίσης μια κρίσιμη περίοδος για την υγεία και τη σωματική ανάπτυξη, για την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη, για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και για μια σειρά άλλων παραγόντων που βοηθούν στη διαμόρφωση προοπτικής και ευημερίας στη μετέπειτα ζωή.
Ωστόσο, δεν έχουν όλα τα παιδιά τις ίδιες ευκαιρίες να απολαύσουν μια καλή παιδική ηλικία και μια ενήλικη ζωή στη συνέχεια. Η ευημερία των παιδιών απαιτεί συνεχή υποστήριξη από τις οικογένειες, τα σχολεία και την ευρύτερη κοινότητα, παράγοντες που δεν είναι πάντα διαθέσιμοι σε όλα τα παιδιά.
Παιδιά από κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτικά περιβάλλοντα υστερούν ιδιαίτερα σε πολλούς τομείς ευημερίας. Τα μειονεκτούντα παιδιά συχνά τα πηγαίνουν χειρότερα στο σχολείο και συχνά αφήνουν την εκπαίδευση με λιγότερες γνώσεις και δεξιότητες από τους συνομηλίκους τους.
Έχουν επίσης συχνά χειρότερη σωματική και ψυχική υγεία, λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και αναφέρουν λιγότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους.
Χειρότερα σε όλους τους τομείς
Όπως καταγράφεται στην έκθεση, τα παιδιά από κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτικά περιβάλλοντα τα πηγαίνουν χειρότερα σε όλους σχεδόν τους τομείς ευημερίας.
Χαρακτηριστικά, τα παιδιά από μειονεκτικά περιβάλλοντα:
Πολύ συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά υλικά αγαθά, όπως βασικά τρόφιμα, καλή ποιότητα στέγασης και διαδίκτυο. Ειδικά στην Ευρώπη, περισσότερο από το 10% των παιδιών με χαμηλό εισόδημα συνεχίζουν να ζουν σε στέγαση πολύ κακής ποιότητας.
Συνήθως παρουσιάζουν κακή έκβαση της υγείας τους, είναι συνήθως υπέρβαρα ή παχύσαρκα και αναγνωρίζουν τα ίδια την κακή τους υγεία. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, περίπου το 25% των μειονεκτούντων παιδιών 11, 13 και 15 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα έναντι 16% των παιδιών από τα πιο ευνοημένα νοικοκυριά. Και περισσότερα από ένα στα έξι μειονεκτούντα παιδιά στην ίδια ηλικιακή ομάδα βαθμολογούν τη δική τους υγεία ως «μέτρια» ή «κακή», σε σύγκριση με ένα στα δέκα προνομιούχα παιδιά.
Πάνε χειρότερα στην εκπαίδευση. Είναι σχεδόν απίθανο να έχουν καλές επιδόσεις σε διεθνείς αξιολογήσεις μαθητών. Π.χ. μόνο το 6% των μειονεκτούντων 15χρονων έχουν υψηλές επιδόσεις σε θετικά μαθήματα και έχουν περιορισμένες φιλοδοξίες για μελλοντική εκπαίδευση, όταν στα πιο ευνοημένα νοικοκυριά, έχει υψηλές επιδόσεις το 29% των παιδιών.
Συχνότερα αναφέρουν χειρότερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, αντιμετωπίζοντας μειωμένη υποστήριξη από την οικογένεια και χαμηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης και ικανοποίησης από τη ζωή. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, έως και το 19% των μειονεκτούντων 15χρονων δηλώνουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή τους στο σύνολό της, σε σύγκριση με το 14% των πιο ευνοημένων, με απόσταση έως και 10 ποσοστιαίες μονάδες σε ορισμένες χώρες.
Συνήθως παρουσιάζουν κακή έκβαση της υγείας τους, είναι συνήθως υπέρβαρα ή παχύσαρκα και αναγνωρίζουν τα ίδια την κακή τους υγεία. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, περίπου το 25% των μειονεκτούντων παιδιών 11, 13 και 15 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα έναντι 16% των παιδιών από τα πιο ευνοημένα νοικοκυριά. Και περισσότερα από ένα στα έξι μειονεκτούντα παιδιά στην ίδια ηλικιακή ομάδα βαθμολογούν τη δική τους υγεία ως «μέτρια» ή «κακή», σε σύγκριση με ένα στα δέκα προνομιούχα παιδιά.
Πάνε χειρότερα στην εκπαίδευση. Είναι σχεδόν απίθανο να έχουν καλές επιδόσεις σε διεθνείς αξιολογήσεις μαθητών. Π.χ. μόνο το 6% των μειονεκτούντων 15χρονων έχουν υψηλές επιδόσεις σε θετικά μαθήματα και έχουν περιορισμένες φιλοδοξίες για μελλοντική εκπαίδευση, όταν στα πιο ευνοημένα νοικοκυριά, έχει υψηλές επιδόσεις το 29% των παιδιών.
Συχνότερα αναφέρουν χειρότερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, αντιμετωπίζοντας μειωμένη υποστήριξη από την οικογένεια και χαμηλότερα επίπεδα αυτοπεποίθησης και ικανοποίησης από τη ζωή. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, έως και το 19% των μειονεκτούντων 15χρονων δηλώνουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή τους στο σύνολό της, σε σύγκριση με το 14% των πιο ευνοημένων, με απόσταση έως και 10 ποσοστιαίες μονάδες σε ορισμένες χώρες.
Η σχέση με την οικογένεια
Αυτές οι ανισότητες ευημερίας έχουν τις ρίζες τους στη φτώχεια που αντιμετωπίζουν τα κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτούντα παιδιά στο σπίτι, στο σχολείο και στην κοινότητα.
Τα αποτελέσματα της ευημερίας των παιδιών δεν προκύπτουν από το πουθενά. Οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν στο σπίτι, στο διαδίκτυο, στο σχολείο και στην κοινότητα, έχουν τις επιπτώσεις τους.
Η οικογενειακή ζωή είναι διαφορετική για παιδιά από κοινωνικοοικονομικά μειονεκτικά υπόβαθρα. Μπορεί να ζουν με χαμηλότερα εισοδήματα, να έχουν γονείς που εργάζονται σε επαγγέλματα χαμηλότερης δεξιότητας ή να έχουν γονείς με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Όμως οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά, ξεπερνούν κατά πολύ το εισόδημα ή το επάγγελμα των γονέων ή την εκπαίδευση μόνο.
Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, το κοινωνικοοικονομικό μειονέκτημα συνδέεται με χειρότερες συνθήκες και περιβάλλοντα σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής των παιδιών, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της ευημερίας τους:Στο σπίτι, τα παιδιά που προέρχονται από μειονεκτικά περιβάλλοντα είναι συχνά πιο πιθανό να χάσουν σημαντικές οικογενειακές δραστηριότητες και να βιώσουν κακής ποιότητας σχέσεις με τους γονείς. Για παράδειγμα, κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, το 36% των μειονεκτούντων παιδιών ηλικίας 11, 13 και 15 ετών αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να μιλήσουν με τους γονείς τους, σε σύγκριση με το 28% μεταξύ των πιο ευνοημένων.
Στο σχολείο, τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα αντιμετωπίζουν συχνά περιβάλλον μάθησης χαμηλότερης ποιότητας, είναι πιο πιθανό να βιώσουν εκφοβισμό και πιο συχνά αναφέρουν έλλειψη σύνδεσης με το σχολείο τους. Στον ΟΟΣΑ, μόνο τα δύο τρίτα των 15χρονων από μειονεκτικά υπόβαθρα αναφέρουν ότι αισθάνονται ότι ανήκουν στο σχολείο, σε σύγκριση με τα τρία τέταρτα μεταξύ των πιο ευνοημένων.
Με τους συνομηλίκους τους, τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα λιγότερο συχνά νιώθουν ότι έχουν αρκετούς φίλους και λιγότερο συχνά αναφέρουν ότι αισθάνονται καλά ότι υποστηρίζονται από τους φίλους τους. Κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, μόνο λίγο πάνω από το μισό (58%) των μειονεκτούντων παιδιών ηλικίας 11, 13 και 15 ετών αναφέρουν ότι αισθάνονται υψηλή υποστήριξη από τους φίλους τους, πέφτοντας έως και το 30% σε ορισμένες χώρες.
Στην κοινότητα, τα παιδιά από μειονεκτικά περιβάλλοντα μεγαλώνουν συχνότερα σε τοπικές περιοχές χειρότερης ποιότητας, θέτοντας όρια στις ευκαιρίες τους να κοινωνικοποιηθούν και να συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή. Για παράδειγμα, κατά μέσο όρο στις ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, το 11% των παιδιών χαμηλού εισοδήματος ζουν σε νοικοκυριά που αναφέρουν προβλήματα εγκληματικότητας και βίας στην περιοχή τους, σε σύγκριση με 7% για τα παιδιά υψηλού εισοδήματος.
Στο Διαδίκτυο, τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα μπορεί να υστερούν σε δυνατότητες να αξιοποιήσουν πλήρως τον ψηφιακό κόσμο. Οι μειονεκτούντες 15χρονοι είναι πολύ λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές για σχολικές εργασίες ή να διαβάζουν τακτικά ειδήσεις στο διαδίκτυο. Σε πολλές χώρες, είναι επίσης πολύ λιγότερο πιθανό να πιστεύουν ότι το Διαδίκτυο είναι πολύτιμος πόρος για την πρόσβαση σε πληροφορίες. Αντίθετα, υπάρχει μικρή διαφορά στον κίνδυνο των παιδιών να βιώσουν διαδικτυακό εκφοβισμό ή προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Αυτές οι ανισότητες ευημερίας έχουν τις ρίζες τους στη φτώχεια που αντιμετωπίζουν τα κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτούντα παιδιά στο σπίτι, στο σχολείο και στην κοινότητα.
Τα αποτελέσματα της ευημερίας των παιδιών δεν προκύπτουν από το πουθενά. Οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν στο σπίτι, στο διαδίκτυο, στο σχολείο και στην κοινότητα, έχουν τις επιπτώσεις τους.
Η οικογενειακή ζωή είναι διαφορετική για παιδιά από κοινωνικοοικονομικά μειονεκτικά υπόβαθρα. Μπορεί να ζουν με χαμηλότερα εισοδήματα, να έχουν γονείς που εργάζονται σε επαγγέλματα χαμηλότερης δεξιότητας ή να έχουν γονείς με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Όμως οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά, ξεπερνούν κατά πολύ το εισόδημα ή το επάγγελμα των γονέων ή την εκπαίδευση μόνο.
Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, το κοινωνικοοικονομικό μειονέκτημα συνδέεται με χειρότερες συνθήκες και περιβάλλοντα σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής των παιδιών, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της ευημερίας τους:Στο σπίτι, τα παιδιά που προέρχονται από μειονεκτικά περιβάλλοντα είναι συχνά πιο πιθανό να χάσουν σημαντικές οικογενειακές δραστηριότητες και να βιώσουν κακής ποιότητας σχέσεις με τους γονείς. Για παράδειγμα, κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, το 36% των μειονεκτούντων παιδιών ηλικίας 11, 13 και 15 ετών αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να μιλήσουν με τους γονείς τους, σε σύγκριση με το 28% μεταξύ των πιο ευνοημένων.
Στο σχολείο, τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα αντιμετωπίζουν συχνά περιβάλλον μάθησης χαμηλότερης ποιότητας, είναι πιο πιθανό να βιώσουν εκφοβισμό και πιο συχνά αναφέρουν έλλειψη σύνδεσης με το σχολείο τους. Στον ΟΟΣΑ, μόνο τα δύο τρίτα των 15χρονων από μειονεκτικά υπόβαθρα αναφέρουν ότι αισθάνονται ότι ανήκουν στο σχολείο, σε σύγκριση με τα τρία τέταρτα μεταξύ των πιο ευνοημένων.
Με τους συνομηλίκους τους, τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα λιγότερο συχνά νιώθουν ότι έχουν αρκετούς φίλους και λιγότερο συχνά αναφέρουν ότι αισθάνονται καλά ότι υποστηρίζονται από τους φίλους τους. Κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, μόνο λίγο πάνω από το μισό (58%) των μειονεκτούντων παιδιών ηλικίας 11, 13 και 15 ετών αναφέρουν ότι αισθάνονται υψηλή υποστήριξη από τους φίλους τους, πέφτοντας έως και το 30% σε ορισμένες χώρες.
Στην κοινότητα, τα παιδιά από μειονεκτικά περιβάλλοντα μεγαλώνουν συχνότερα σε τοπικές περιοχές χειρότερης ποιότητας, θέτοντας όρια στις ευκαιρίες τους να κοινωνικοποιηθούν και να συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή. Για παράδειγμα, κατά μέσο όρο στις ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, το 11% των παιδιών χαμηλού εισοδήματος ζουν σε νοικοκυριά που αναφέρουν προβλήματα εγκληματικότητας και βίας στην περιοχή τους, σε σύγκριση με 7% για τα παιδιά υψηλού εισοδήματος.
Στο Διαδίκτυο, τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα μπορεί να υστερούν σε δυνατότητες να αξιοποιήσουν πλήρως τον ψηφιακό κόσμο. Οι μειονεκτούντες 15χρονοι είναι πολύ λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές για σχολικές εργασίες ή να διαβάζουν τακτικά ειδήσεις στο διαδίκτυο. Σε πολλές χώρες, είναι επίσης πολύ λιγότερο πιθανό να πιστεύουν ότι το Διαδίκτυο είναι πολύτιμος πόρος για την πρόσβαση σε πληροφορίες. Αντίθετα, υπάρχει μικρή διαφορά στον κίνδυνο των παιδιών να βιώσουν διαδικτυακό εκφοβισμό ή προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Συντονισμένη αντιμετώπιση
Ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του επισημαίνει πως η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων για την παιδική ευημερία απαιτεί συντονισμένη πολιτική δράση, εξαιτίας του εύρους και τους βάθους των κοινωνικών ανισοτήτων.
Διαφορετικοί τομείς της παιδικής ευημερίας και διαφορετικές πτυχές της ζωής των παιδιών είναι συχνά αλληλένδετες, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές οι προσπάθειες πολιτικής είναι πιθανό να είναι πλήρως αποτελεσματικές μόνο όταν σχεδιάζονται και υλοποιούνται με συντονισμένο και συνεκτικό τρόπο από τις Κυβερνήσεις, αλλά και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
Είναι σημαντικό, καταλήγει η έκθεση «να τεθούν σε εφαρμογή δομές πολιτικής που να λαμβάνουν υπόψη την πολυδιάστατη και αλληλεξαρτώμενη φύση της ευημερίας των παιδιών και να διασφαλίζουν ότι πολλοί σχετικοί παράγοντες μοιράζονται την κατανόηση των βασικών προκλήσεων και συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων».
Ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του επισημαίνει πως η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων για την παιδική ευημερία απαιτεί συντονισμένη πολιτική δράση, εξαιτίας του εύρους και τους βάθους των κοινωνικών ανισοτήτων.
Διαφορετικοί τομείς της παιδικής ευημερίας και διαφορετικές πτυχές της ζωής των παιδιών είναι συχνά αλληλένδετες, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές οι προσπάθειες πολιτικής είναι πιθανό να είναι πλήρως αποτελεσματικές μόνο όταν σχεδιάζονται και υλοποιούνται με συντονισμένο και συνεκτικό τρόπο από τις Κυβερνήσεις, αλλά και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
Είναι σημαντικό, καταλήγει η έκθεση «να τεθούν σε εφαρμογή δομές πολιτικής που να λαμβάνουν υπόψη την πολυδιάστατη και αλληλεξαρτώμενη φύση της ευημερίας των παιδιών και να διασφαλίζουν ότι πολλοί σχετικοί παράγοντες μοιράζονται την κατανόηση των βασικών προκλήσεων και συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων».