Μετά τους επαίνους στον απόηχο του Γιούρογκρουπ, η Handelsblatt εστιάζει στις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.  

Με αφορμή το τέλος της «ενισχυμένης εποπτείας» για την Ελλάδα η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt αναφέρεται στις αδυναμίες που εξακολουθεί να εμφανίζει η ελληνική οικονομία.

«Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης χαλαρώνουν τους ελέγχους στη δημοσιονομική πολιτική και τις μεταρρυθμίσεις, στους οποίους υπόκειται η Ελλάδα από την εποχή της κρίσης χρέους, ωστόσο η χώρα δεν έχει ακόμη επανέλθει στην κανονικότητα», γράφει η εφημερίδα του Ντίσελντορφ.

Επικαλούμενη εκτιμήσεις της Κομισιόν, απαριθμεί τις εξής πέντε αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας: «Το δημόσιο χρέος παραμένει, με διαφορά, το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών με ποσοστό 193% του ΑΕΠ.

Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να ανακοινώνουν προόδους στον περιορισμό του πιστωτικού κινδύνου, αλλά το ποσοστό επισφαλών δανείων παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ με 12,8%, ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα δεν διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών διευρύνεται, παρά την εντυπωσιακή ώθηση του τουρισμού. Στην καταπολέμηση της ανεργίας η Ελλάδα καταγράφει επιτυχίες, όμως το ποσοστό ανεργίας παραμένει το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ, μετά την Ισπανία, με 12,2%. Η συρρίκνωση του πληθυσμού επιδεινώνει τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για την ανάπτυξη και προκαλεί μεγαλύτερη επιβάρυνση στο συνταξιοδοτικό σύστημα».

Η γερμανική εφημερίδα τονίζει ότι «το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη χώρα», αλλά δεν σημαίνει και το τέλος της «εξετάσεων» για την ελληνική οικονομία.

«Η Ελλάδα παραμένει υπό παρακολούθηση, όπως συμβαίνει και με τις άλλες χώρες των προγραμμάτων (διάσωσης), την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Κύπρο και την Πορτογαλία», αναφέρει ο ανταποκριτής της Handelsblatt στην Αθήνα.

«Μόνο που οι έλεγχοι δεν θα γίνονται επί τόπου, ενώ κατά κανόνα θα διενεργούνται κάθε έξι και όχι κάθε τρεις μήνες.

Η εποπτεία θα συνεχιστεί, εωσότου οι χώρες αυτές αποπληρώσουν το 75% των δανείων τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό θα συμβεί το 2059, σύμφωνα με τον σημερινό σχεδιασμό».

Πηγή: Deutsche Welle


 
Top