Είναι μια όμορφη μέρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και ο Χρήστος Κυριαζής φτάνει στο στούντιο για να την ηχογράφηση του καινούργιου του άλμπουμ.
Ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Sony Music Δημήτρης Γιαρμενίτης είχε κρύψει από τον Κυριαζή πόσο πολύ του άρεσαν κάποια τραγούδια που του είχε πάει Γιώργος Πολυχρονίου, στέλεχος της εταιρείας.

Ο τελευταίος είδε τον Κυριαζή όταν πήγε με την τότε σύντροφό του Μάγκι Χαραλαμπίδου για να αγοράσουν έπιπλα και τον ρώτησε αν έχει γράψει κάτι.
Ο μποέμ τραγουδοποιός του δίνει μια κασέτα που έμελλε εν πολλοίς να αλλάξει την ζωή του, έχοντας διαγράψει μια πορεία χωρίς να κάνει θόρυβο, αν εξαιρέσεις το περίφημο «Μωράκι».

Όταν τελικά παίρνει το πράσινο φως, ετοιμάζει την δουλειά μαζί με τον Αντώνη Τουρκογιώργη, στενό φίλο του επί δεκαετίες ο οποίος είναι παραγωγός του.

Ο Κυριαζής μπαίνει στο στούντιο και μέσα σε μία μέρα σύμφωνα με τον αστικό μύθο ηχογραφεί και τα δεκατρία τραγούδια του άλμπουμ που θα έχει τίτλο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου».

Τελειώνοντας βγαίνει από το στούντιο και ο ηχολήπτης χαμογελώντας του λέει: «Ωραίοι οδηγοί Χρήστο. Αύριο θα γράψουμε κανονικά» για να εισπράξει την αφοπλιστική απάντηση του τραγουδιστή-συνθέτη: «Τι να γράψουμε; Αυτό ήταν. Τα είπα όλα!».




Ο ηχολήπτης μένει άφωνος αφού ο Κυριαζής είχε τραγουδήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αγνοώντας τεχνικές, αναπνοές και φάλτσα, αφήνοντας όμως την ψυχή του σε τραγούδια που ήταν σίγουρα μικρές ιστορίες ζωής.
Για τον ίδιο ήταν βιώματα, στιγμές της προσωπικής του διαδρομής που ξεκίνησε στον Πειραιά, σε μια γειτονιά στην Κόνωνος όπου κυριαρχούσαν οι αποθήκες, κοντά στο λιμάνι και τον Άγιο Διονύσιο.



Το πατρικό του ήταν ένα διώροφο με μεγάλη αυλή και ορτανσίες που μοσχοβολούσαν την άνοιξη και τα βράδια του καλοκαιριού, όταν έφηβος την δεκαετία του ‘60 άρχισε να νιώθει τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα.




Τα έπιπλα, η κιθάρα και η Ιταλία

Ο Κυριαζής μεγάλωσε με τις μυρωδιές της θάλασσας και του ξύλου, αφού ο πατέρας του ήταν επιπλοποιός και έμαθε την τέχνη δίπλα του, αν και η μεγάλη του ερωμένη αποδείχθηκε η μουσική. Η κιθάρα του τον συντρόφευε κάποια μοναχικά βράδια, τότε που άρχισε να σκαρώνει τα πρώτα του τραγούδια και στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 έχει ήδη φτιάξει τρία συγκροτήματα.

Έχει γνωρίσει τον Βλάση Μπονάτσο που τον ενθαρρύνει να συνεχίσει, αλλά η Χούντα και ένας έρωτας θα φέρουν τα πάνω-κάτω στην ζωή αυτού του μποέμ τύπου που στα δεκαεννιά του χρόνια αποφασίζει να αφήσει την Ελλάδα των συνταγματαρχών.

«Δεν ξέραμε τι να κάνουμε τότε» είχε πει σε μια από τις συνεντεύξεις του. «Διαλύθηκαν τα πάντα όλα και τότε έφυγα. Γνώρισα ένα κορίτσι και πήγα στην Ιταλία» τόνισε για την περίοδο που άλλαξε την ζωή του .Βλέπει έπιπλα από άλλο πλανήτη εκεί σε μια περίοδο που στην Ελλάδα κυριαρχούσαν τα βαριά σκρίνια, οι ογκώδεις μπουφέδες και τα βαριά σαλόνια. Σπουδάζει σχέδιο και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα μαζί με τα αδέρφια του τους πιέζει να βγάλουν νέα πράγματα και να στήσουν μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, παρά τις επιφυλάξεις τους.



Η επιτυχία είναι σαρωτική, όμως ο Κυριαζής δεν έχει αφήσει την μουσική. Εξακολουθεί να σκαρώνει τραγουδάκια, ακούει θετικά λόγια από τον Χατζιδάκι και τον Μάκη Μάτσα, αλλά τελικά η Lyra είναι η εταιρία που θα τον υπογράψει.

Η Ελλάδα του 1986, εντρυφεί στους στίχους «Πάμε μωράκι μου στη “Φοντάνα” για καφέ...» και «το στρώμα είναι καπιτονέ» ενώ ο Κυριαζής εξακολουθεί να πορεύεται ως ένας επιτυχημένος επιπλοποιός και ένας καλός τραγουδοποιός.

Έξι χρόνια μετά το ντεμπούτο του στην δικογραφία ηχογραφεί το περιώνυμο πλέον «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» χωρίς να φαντάζεται αυτό που πρόκειται να συμβεί.





Η Βάνα, «τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια»

Όταν κυκλοφορεί το άλμπουμ δεν χρειάζεται να περάσουν παρά λίγες εβδομάδες για να αρχίσουν να πετάγονται οι επιτυχίες μέσα από αυτό, με πρώτη και καλύτερη το «Έχω κλάψει».

Το κομμάτι οπτικοποιείται και το βίντεο ξεκινάει με πλάνα από την κηδεία του Μανόλη Αγγελόπουλου στον οποίο αφιερώνει το τραγούδι ο Κυριαζής, σκεπτόμενος ίσως ενδόμυχα ότι αν ζούσε θα έπρεπε να το ερμηνεύσει αυτός ο τεράστιος τραγουδιστής.

Την παράσταση στο βίντεο που γυρίζεται σε έναν οικισμό Ρομά κλέβει η Βάνα Μπάρμπα, η γυναίκα που μπήκε στην ζωή του σαν μια θύελλα που παρέσυρε τα πάντα.


Μιλώντας για την σχέση τους πέρυσι σε συνέντευξη που έδωσε στα «Νέα» ο Κυριαζής είπε: «Εγώ ήμουν παντρεμένος και έβλεπα τυχαία τη Βάνα σε εξόδους. Χωρίζω, κάποια στιγμή έχω άλλη σχέση, ήμαστε καλεσμένοι σε θέατρο, τσακωθήκαμε, φεύγω και όπως φεύγω πέφτει πάνω μου η Βάνα. Εγώ τότε είχα και ένα μουσικό καφενείο στην Καστέλλα. Μου τηλεφωνάει η κοπέλα που είχα εκεί και μου λέει “έλα στο μαγαζί έχει έρθει με παρέα η Βάνα Μπάρμπα. Πάω εκεί, ωραία τύπισσα, ωραία παρέα και με κάλεσε να πάμε μαζί στο χωριό της στην Ήπειρο. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία».





Από ιστορίες άλλο τίποτε η ζωή του Χρήστου που έφυγε σήμερα χτυπημένος από τον καρκίνο στα εξήντα οχτώ του χρόνια.
Φίλος με τον Άκη Πάνου δεν ξέχασε ποτέ το βράδυ που βγήκαν σε ένα ταβερνάκι όταν ο Κυριαζής σάρωνε εμπορικά και ήταν πρώτο όνομα σε νυχτερινό μαγαζί της Θεσσαλονίκης



Όρος απαράβατος του Άκη; Να μην μιλήσουν για μουσική, αλλά για οτιδήποτε άλλο και έτσι συζητάνε για ξύλα αφού κι ο Πάνου έφτιαχνε μπουζούκια.
Όταν του προτείνει να πάνε στην Ξάνθη μαζί ο Κυριαζής του λέει ότι δεν μπορεί να αφήσει το μαγαζί και τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί για να εισπράξει την απάντηση: «Πρόσεχε μικρέ μη σε κάνουν γυαλιστερό.




Μαθημένος να μην μπαίνει σε καλούπια έφυγε στο απόγειο της δόξας του και απείχε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια από τον χώρο. Προτιμούσε να βγαίνει με τους φίλους του στον Πειραιά, να πετάγεται στην αγαπημένη του Αίγινα και να γράφει τραγούδια για την πάρτη του, ζώντας τις στιγμές.
Ο ίδιος παραδεχόταν πάντα πως είναι φάλτσος αλλά αυτό τελικά δεν στάθηκε εμπόδιο στο να μεγαλουργήσει και να βλέπει κόσμο να μπαίνει στο μαγαζί επίπλων για να γνωρίσει τον τραγουδιστή Κυριαζή και όχι για να αγοράσει.




Ο Γιώργος Ζαμπέτας πάλι γνώρισε τον Κυριαζή όταν «τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια...» ήταν εθνικό σουξέ, σε ένα μαγαζί όπου τον είχαν φωνάξει και αφού γνωρίζονται πιάνουν την κουβέντα και ο μεγάλος συνθέτης τον αφήνει άφωνο με μια ατάκα: «Κυριαζή, ωραία τραγούδια ρε μπαγάσα, αλλά από φωνή είσαι στη χαραμάδα!!»  
 
Top