Ανακοίνωση του Κινήματος Άρδην
Πριν από ορισμένα χρόνια θα εθεωρείτο αδιανόητο να ξεσπάσει, στις δυτικές κοινωνίες και στην Ελλάδα κατ' εξοχήν, μία τόσο μεγάλη οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική σύγκρουση με αφετηρία την εμφάνιση ενός ιού. Οι ανθρώπινες κοινωνίες είχαν πιστέψει πως είναι πλέον άτρωτες από επιδημίες που παίρνουν τα χαρακτηριστικά μιας παγκόσμιας πανδημίας. Και έτσι οι αντιδράσεις απέναντί της υπήρξαν ποικίλες, αρχίζοντας από τον φόβο και την αγωνία και φθάνοντας μέχρι την καθολική άρνηση και απόρριψη της ίδιας της απειλής.
Όλοι θυμόμαστε, όταν πρωτοεμφανίστηκε η επιδημία, τις προσπάθειες κυβερνήσεων, από τον Μπόρις Τζόνσον έως τον Ντόναλντ Τραμπ, και επιστημόνων, όπως ο Γιάννης Ιωαννίδης και άλλοι, να υποτιμήσουν τον κίνδυνο, δεδομένων των συνεπειών που θα είχε κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία και η Ινδία προσπάθησαν να αποκρύψουν το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης και ει δυνατόν ακόμα και να την εκμεταλλευτούν γεωπολιτικά όπως έκανε η Τουρκία με τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν. Έτσι, ο αριθμός των νεκρών από την πανδημία είναι στην πραγματικότητα δραματικά υποτιμημένος και, σύμφωνα με όλους τους έγκυρους υπολογισμούς, είναι τριπλάσιος από τον υποβαλλόμενο στον ΠΟΥ από κάποιες χώρες-μέλη του, προσεγγίζοντας τουλάχιστον τα 15 εκατομμύρια ανθρώπους.
Η Ελλάδα, επειδή κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας πήρε άμεσα μέτρα αποφυγής της διασποράς του ιού, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το μεγάλο ανθρώπινο και υγειονομικό κόστος που γνώρισαν άλλες χώρες και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού προσαρμόστηκε στις υγειονομικές επιταγές για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Και έτσι φωνές όπως εκείνες του Τραμπ και του Μπολσονάρο είχαν μικρή επιρροή στο ευρύτερο λαϊκό σώμα.
Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές ανάγκες είναι αδήριτες και η ελληνική οικονομία είχε πληρώσει ακριβά το κόστος της πανδημίας, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε σχεδόν κατά 10% το 2020, καθώς μάλιστα η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη από τον τουρισμό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα· έτσι, το Καλοκαίρι του 2020, παρατηρήθηκε μία σημαντική χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων. Αυτή δεν είχε μόνο ως αποτέλεσμα μία νέα έξαρση της πανδημίας με το λεγόμενο δεύτερο κύμα αλλά και οδήγησε σε μία ένταση διχαστικών φαινομένων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Η κυβέρνηση καθυστέρησε να πάρει αποφασιστικά και σύντονα μέτρα το φθινόπωρο του 2020, φοβούμενη το οικονομικό κόστος και τις αντιδράσεις πολλών πληττόμενων ομάδων, ιδιαίτερα στον τουρισμό, την εστίαση και το λιανεμπόριο. Έτσι, το δεύτερο απαγορευτικό ήταν εν πολλοίς ένα κατ' επίφαση απαγορευτικό χωρίς σοβαρούς ελέγχους που δεν απέτρεψε την επιδείνωση των υγειονομικών δεικτών.
Παράλληλα, ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο διαδραμάτισαν η στάση κατ' εξοχήν του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης τους οποίους συνέδραμαν και οι αριστεριστές, αντιεξουσιαστές και ακροδεξιοί που θεώρησαν το πεδίο της πανδημίας ως προνομιακό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Έτσι σαμποτάρισαν λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά τα μέτρα προστασίας με τις εκατοντάδες διαδηλώσεις που πραγματοποίησαν, για όλους τους πιθανούς και απίθανους λόγους, καθώς και με τη δημιουργία και ενίσχυση ενός κλίματος αμφισβήτησης κάθε μέτρου προστασίας (χαρακτηριστικά, ασκήθηκε κριτική στην κυβέρνηση ότι παίρνει υπερβολικά μέτρα κλείνοντας την οικονομία και μερικές μέρες μετά κατηγορήθηκε για υπερβολική χαλάρωση!). Αυτή η στάση διεύρυνε το κύμα δυσπιστίας των πολιτών που ούτως ή άλλως, εξαιτίας του οικονομικού, ψυχολογικού και κοινωνικού κόστους των μέτρων προστασίας, ήταν σχετικά εύκολο να τείνουν ευήκοα ώτα σε κάθε ψευδοαιρετική φωνή.
Κι όμως, το σύνολο πολιτικό σύστημα, ειδικά δε τα κόμματα της Αριστεράς, αλλά και το λαϊκό σώμα, μπορούσαν και όφειλαν, και ακόμα μπορούν και οφείλουν, να αναδείξουν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους της πανδημίας και του εμβολιασμού, όπως την ανάγκη επιβολής στις φαρμακευτικές εταιρείες της παραίτησής τους από τις πατέντες των εμβολίων και της ελεύθερης παραγωγής διεθνώς, της μείωσης του κέρδους των από τις πωλήσεις των εμβολίων, και βεβαίως τη διάθεσή τους στον τρίτο κόσμο· ειδικά το τελευταίο είναι απαραίτητο και για λόγους έμπρακτης επίδειξης αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών, αλλά και για τον περιορισμό των μεταλλάξεων, οι οποίες αναπτύσσονται προνομιακά σε μη εμβολιασμένο περιβάλλον.
Ο εμβολιασμός και η εξέλιξή του
Όταν μάλιστα, από τον χειμώνα του 2021, άρχισε ο εμβολιασμός ο οποίος κατέστη το κυριότερο όπλο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού, το κέντρο βάρους της προπαγάνδας τον άλλοτε αρνητών της ίδιας της ύπαρξης του ιού κατέστη η αμφισβήτηση της αξίας των εμβολιασμών, στην καλύτερη περίπτωση, και κατ' εξοχήν η δαιμονοποίησή τους ως υπεύθυνων για τις πιο απίθανες και πιθανές παρενέργειες. Αυτή η προπαγάνδα σκόρπισε μεγάλη ανησυχία σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα το πιο απομονωμένο στην επαρχία και σε πολλούς ηλικιωμένους, ακόμα και εκείνους που ταλαιπωρούνται από υποκείμενα νοσήματα και των οποίων απειλείται άμεσα η ζωή από τις συνέπειες του κορωνοϊού.
Παράλληλα, η σχετικά ηπιότερη επίπτωση της μόλυνσης στις νεαρότερες ηλικίες γενίκευσε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα μία ατομοκεντρική αδιαφορία σε μεγάλο αριθμό νέων για τις συνέπειες της πιθανής μόλυνσής τους στον υπόλοιπο πληθυσμό αλλά και στον ίδιο τον εαυτό τους – και όμως, είναι πλέον γνωστές οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του κορωνοϊού σε σημαντικό αριθμό νεαρής ηλικίας νοσησάντων.
Πάντως, παρά τις όποιες παλινωδίες και σφάλματα, μέχρι την άνοιξη του 2021, η Ελλάδα είχε πληγεί αναλογικά λιγότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τόσο σε αριθμό κρουσμάτων όσο και θανάτων από τον κορωνοϊό.
Ωστόσο, από το καλοκαίρι του 2021 και μετά, η κατάσταση θα αντιστραφεί δραματικά. Στις 22 Αυγούστου, επί παραδείγματι, δημοσιεύθηκε ένας στατιστικός πίνακας από την ιστοσελίδα Our World in Data: ανάμεσα σε δεκαέξι χώρες, δείχνει την Πορτογαλία (81%) και την Ελλάδα (57%) να καταλαμβάνουν την πρώτη και την τελευταία θέση αντίστοιχα στα γενικά ποσοστά επί των εμβολιασμών.
Το ίδιο και ακόμα χειρότερα συμβαίνει ως προς τον αριθμό των θανάτων σε ημερήσια βάση όπου η Ελλάδα κατέχει την θλιβερή πρωτοπορία στην Ευρώπη. Η σύγκριση με την Πορτογαλία είναι πολύ γόνιμη για να κατανοήσουμε τί ακριβώς συμβαίνει αυτήν την εποχή στην ελληνική κοινωνία: και εκείνοι είχαν μνημόνιο, και βαθιά οικονομική καθίζηση, γνώρισαν μια ραγδαία συρρίκνωση στα εισοδήματά τους. Ωστόσο, κατάφεραν να βγουν γρηγορότερα από την περιδίνηση της κρίσης, και, τώρα, έχουν καλύτερο βηματισμό στην προσπάθεια θωράκισης της κοινωνίας από την πανδημία, περιορίζοντας έτσι το κόστος της τελευταίας ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες έχουν ήδη αγγίξει το 100% των εμβολιασμένων.
Πώς ενισχύθηκε η αντιεμβολιαστική παράνοια
Γιατί άραγε συνέβη κάτι τέτοιο και η Ελλάδα, από πρότυπο τους πρώτους μήνες της πανδημίας, μεταβλήθηκε και πάλι στο μαύρο πρόβατο της Ευρώπης;
Για τη διάδοση του κλίματος δυσπιστίας που προσέλαβε κυριολεκτικά τεράστιες διαστάσεις στα κοινωνικά δίκτυα και σε πολλά περιφερειακά και κάποτε και κεντρικά μέσα επικοινωνίας τεράστιο ρόλο διαδραμάτισαν οι ακόλουθοι παράγοντες:
Α. Στο ζήτημα των εμβολιασμών, η κυβέρνηση επέδειξε μια εξαιρετικά αλλοπρόσαλλη πολιτική ενώ το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα απεδείχθη για άλλη μια φορά παντελώς ανίκανο και μαυρογιαλούρικο. Η κυβέρνηση είχε θετικές επιδόσεις μόνον κατά την πρώτη φάση εξέλιξης της πανδημίας, την άνοιξη του 2020, και όταν μπήκαν μπροστά άνθρωποι όπως ο Σωτήρης Τσιόδρας, όχι μόνο επιστημονικά άρτιοι αλλά και κοντά στο λαϊκό ήθος και τον μέσο Έλληνα πολίτη.
Το προφίλ αυτό άρχισε να χάνεται μετά το καλοκαίρι του 2020. Απουσίασε από τον λόγο της κυβέρνησης η διάσταση της πανεθνικής στόχευσης: Αλλοπρόσαλλα μέτρα, εξαγγελίες που παίρνονταν την μία στιγμή και αίρονταν την άλλη, υπουργικοί αυτοσχεδιασμοί, βαβέλ στις επιτροπές των επιδημιολόγων, με «ατομικές στρατηγικές» στα ΜΜΕ, που μπέρδευαν ακόμα περισσότερο την κοινή γνώμη.
Έλλειψε μια συστηματική καμπάνια διαφώτισης που να μην περιορίζεται στα ΜΜΕ αλλά να διεισδύει στο εσωτερικό της κοινωνίας. Όλα είχαν κατεύθυνση από τα πάνω προς τα κάτω, από την κυβέρνηση και τις υγειονομικές επιτροπές, και αναπαράγονταν από τα λεγόμενα συστημικά μέσα επικοινωνίας. Η «κοινωνία των πολιτών» έμεινε ουσιαστικά αμέτοχη. Δήμοι, σωματεία, συνδικαλιστικές ενώσεις, ΜΚΟ, ιατρικές ενώσεις και προπαντός η Εκκλησία δεν πραγματοποίησαν καμία μαζική εκστρατεία πληροφόρησης που να διεισδύσει στο εσωτερικό του κοινωνικού σώματος.
Και αν ως προς αυτό είναι μεγάλη η ευθύνη του κυβερνώντος κόμματος είναι ακόμα σημαντικότερη η απουσία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς που διαθέτουν μηχανισμούς και παράδοση ευαισθητοποίησης των πολιτών: 500 διαδηλώσεις με κάθε αφορμή μπόρεσαν να κάνουν, μία εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτών για τον θανάσιμο κίνδυνο του κορωνοϊού δεν έκαναν. Αντίθετα, άφησαν να διακινείται η πιο ακραία συνωμοσιολογική προπαγάνδα που όχι μόνο αποπροσανατολίζει τον λαό αλλά τον οδηγεί σε υποβάθμιση του νοητικού του ορίζοντα (τα τσιπάκια του Γκέιτς και άλλα ανάλογης αξιοπιστίας επιχειρήματα). Και σήμερα συνεχίζουν να σιγοντάρουν έμμεσα τους αντιεμβολιαστές –αυτοί και πολλοί άλλοι «ισαποστάκηδες»– με το υποκριτικό επιχείρημα ότι είναι υπέρ του εμβολιασμού αλλά εναντίον της υποχρεωτικότητας γενικά. Όμως η υποχρεωτικότητα αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες όπως οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί, που αποτελούν μια κινούμενη βόμβα ανάμεσα στους ασθενείς.
Β. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εμπέδωση της αρνητικής προπαγάνδας διαδραμάτισε η δυσπιστία και οι αντιδράσεις μεγάλου μέρος του λεγόμενου «ορθόδοξου χώρου». Στη διάδοση ενός κλίματος άρνησης του κορωνοϊού και των συνεπειών του πρωτοστάτησε ένας αριθμός από μονές –του Αγίου Όρους και άλλων–, καθώς και πολλές ορθόδοξες κινήσεις, έντυπα και ιστοσελίδες που εμφάνισαν την αποδοχή των μέτρων προστασίας ως υποβάθμιση της αξίας της πίστης. Έτσι προκάλεσαν μια ψευδή αντιπαράθεση ανάμεσα στην πίστη και την επιστήμη, βυθίζοντας ένα μεγάλο μέρος του ορθόδοξου λαϊκού κόσμου σε έναν δρόμο σκοταδισμού. Άλλωστε, πολλοί από τους αντιπάλους της ορθόδοξης παράδοσης της χώρας, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη στάση για να εμφανίσουν συλλήβδην την Ορθοδοξία ως σκοταδισμό. Αρνητικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η επίσημη Εκκλησία και οι σοβαροί ποιμενάρχες και μοναχοί δίσταζαν για αρκετό καιρό να αντιπαρατεθούν σε αυτό το πνεύμα του σκοταδισμού – όπως κάνουν σήμερα, επιτέλους, κάποιοι από αυτούς. Έτσι επέτρεψαν σε όλους όσους θέλουν να μεταβάλουν την ορθοδοξία σε δεισιδαιμονία να κορυβαντιούν και να παρασύρουν κυριολεκτικά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, προσφέροντας τη σημαντικότερη μαζική βάση του αντιεμβολιαστικού παραλογισμού. Και ευτυχώς που υπάρχουν ιερείς οι οποίοι, τιμώντας τον κοινωνικό ρόλο της Ορθοδοξίας, μετέβαλαν τις εκκλησίες σε εμβολιαστικά κέντρα, δίνοντας το παράδειγμα όχι μόνο στην Εκκλησία αλλά σε όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς.
Γ. Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του κλίματος δυσπιστίας διαδραμάτισαν όλοι όσοι, στην αντίθεση προς την πανδημία, είδαν το μέσο για να αποκομίσουν πολιτική υπεραξία και να πλήξουν την κυβέρνηση, το «ιατρικό κατεστημένο» – ή ακόμα και την ίδια τη χώρα, όπως συμβαίνει με πολλές φωνές και ενεργούμενα ξένων δυνάμεων που χρησιμοποιούν την οποιαδήποτε εσωτερική διαμάχη για να αποκομίσουν οφέλη από αυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι, με αυτόν τον μηδενιστικό χαρακτήρα, το ρεύμα αυτό έχει καταστεί καταφύγιο κυνικών πολιτικών τυχοδιωκτών, απατεώνων, επαγγελματιών της αγανάκτησης και ναζιστών που απλώς θέλουν να είναι οι επόμενοι που θα εισέλθουν (και θα παραμείνουν) στην ελληνική Βουλή. Ακόμα και ο Κασιδιάρης επενδύει στον αντιεμβολιαστικό πυρετό για να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο και πρωτοστατεί μαζί με τον Βόβολη και άλλους του ιδίου φυράματος στην οργάνωση συγκεντρώσεων. Ούτε είναι τυχαίο ότι σε αυτό το κύμα έχει εμπλακεί και ένα διεθνές δίκτυο διασποράς ψευδών ειδήσεων που πίσω του κρύβει μυστικές υπηρεσίες και τον νέο υβριδικό πόλεμο της ψηφιακής πολιτιστικής αποσταθεροποίησης. Ο χαρακτήρας του ρεύματος επιτρέπει τη μείζονα εμπλοκή όλων αυτών των παραγόντων.
Ως δούρειοι ίπποι αυτού του εγχειρήματος χρησιμοποιούνται κάποιοι «επιστήμονες», όπως ο Ιωαννίδης ή ο Κούβελας που προσφέρουν σοβαροφάνεια σε όλη αυτή την προπαγάνδα.
Δ. Οι ιμάντες μεταβίβασης των απόψεων των αρνητών του κορωνοϊού –που πλέον έχουν επικεντρωθεί στην άρνηση του εμβολίου–, εφημερίδες, ραδιοσταθμοί, ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λειτούργησαν αποφασιστικά για να αναπαραγάγουν και να διευρύνουν την απήχηση των απόψεων μικρών ομάδων που για διάφορους λόγους προπαγανδίζουν την άρνηση της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικός ο ρόλος ραδιοφωνικών σταθμών και τηλεοπτικών εκπομπών στην αναπαραγωγή των ανοησιών διαφόρων δήθεν επιστημόνων που βοήθησαν να συγκροτηθεί ένας ευρύς αντί-κορωναϊκός και αντιεμβολιαστικός χώρος. Άλλωστε, κατά τον ίδιο τρόπο είχαν σιγοντάρει ανάλογα «κινήματα» την εποχή των μνημονίων όπως το «αντιδραχμικό». Τότε ήταν ο Καζάκης και ο Βαρουφάκης, τώρα ο Ιωαννίδης και ο Κούβελας.
Ε. Τέλος, σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική νομιμοποίηση ως «αντισυστημικού» του λεγόμενου αντιεμβολιαστικού κινήματος διαδραμάτισαν όλες εκείνες οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Δεξιάς που κινούνται εκτός των κατεστημένων κομμάτων – εν πολλοίς άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, με τους οποίους έχουμε συμπορευτεί αρκετές φορές στο παρελθόν ιδιαίτερα από την εποχή της επιβολής των μνημονίων και μετά. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του χώρου θα προσχωρήσει για διάφορους λόγους στο αντιεμβολιαστικό κίνημα υπονομεύοντας και συκοφαντώντας έτσι κάθε αντισυστημική και πατριωτική αντίληψη ως ανορθολογική. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένα μεγάλο μέρος του ίδιου χώρου είχε συκοφαντήσει το αντιμνημονιακό κίνημα στρέφοντάς το στη Χρυσή Αυγή, ή σε κάθε είδους καταστροφικές επιλογές. Γι' αυτούς, το εμβόλιο έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία από την αντίσταση στον νεο-οθωμανισμό, την τόνωση της εγχώριας παραγωγής (απειλούν με μποϋκοτάζ, μάλιστα, αμιγώς ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις γιατί κατέστησαν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για εκείνους που εργάζονται σε αυτές), την ανασυγκρότηση της παιδείας ή τον αγώνα για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσα από την αλλαγή του ελληνικού οικονομικού μοντέλου.
Η υπέρβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από
μια δημοκρατική πατριωτική ενότητα
Η αντιεμβολιαστική προπαγάνδα, και όχι βέβαια από εκείνους που φοβούνται να κάνουν το εμβόλιο, αλλά από εκείνους που, εκμεταλλευόμενοι αυτό τον φόβο, προπαγανδίζουν την αποχή από τον εμβολιασμό όχι μόνο πλήττει τη χώρα αλλά και οδηγεί ακόμα και στον θάνατο όσους τους εμπιστεύονται. Και αφού σχεδόν 9 στους 10 συμπολίτες μας, που σήμερα νοσηλεύονται σε ΜΕΘ, είναι ανεμβολίαστοι, είναι προφανές πού οδηγεί η αντιεμβολιαστική προπαγάνδα: Στην παράταση της υπερεπιβάρυνσης των δομών υγείας, στην ανάγκη περαιτέρω αυστηρών μέτρων, ακόμα και εξαναγκασμού για ορισμένες επαγγελματικές ομάδες, στην παράταση της πανδημικής αναταραχής που πλήττει οικονομία και κοινωνία, και ιδίως ταλαιπωρεί τα πιο φτωχά και αδύναμα κομμάτια της κοινωνίας. Ο λόγος των αντιεμβολιαστών είναι μια προφητεία που αυτοεκπληρώνεται.
Η αντιεμβολιαστική προπαγάνδα επιπλέον εθίζει τους Έλληνες στον πολιτικό παραλογισμό. Σύμφωνα με αυτήν, η συναίνεση στα εμβόλια είναι εθνικό και κοινωνικό σκάνδαλο που οδηγεί την Ελλάδα στην καταστροφή, και αποτελεί το μείζον ζήτημα που οφείλει σήμερα να διαχωρίσει τους Έλληνες. Ούτε η αντιμετώπιση του νεο-οθωμανισμού που απειλεί την Ελλάδα, ούτε η πορεία της χώρας μέσα στην παγκόσμια γεωπολιτική, οικολογική κρίση, ούτε η αντιμετώπιση της μεγάλης πολιτιστικής και κοινωνικής καθίζησης της Δύσης, ούτε το κρίσιμο ζήτημα για την εγκαθίδρυση ενός βιώσιμου ελληνικού μοντέλου παιδείας, κοινωνίας, και οικονομίας. Τα δύο ραντεβού στο εμβολιαστικό κέντρο θα κρίνουν, από εδώ και πέρα, το ποιος είναι στην αντιπολίτευση και ποιος ουρά της κυβέρνησης, το ποιος είναι αντισυστημικός και ποιος όχι!
Το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, ιδιαίτερα τα λαϊκότερα στρώματα, χάσμα το οποίο δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά αφορά και σε ζητήματα όπως το έθνος, τον τρόπο ζωής, ή πολιτισμικές επιλογές, παίζει βασικό ρόλο σε μια τέτοια εξέλιξη. Καθώς το πολιτικό σύστημα, σήμερα, δεν ξέρει να μιλήσει στη λαϊκή κοινωνία, προκειμένου να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της, η λαϊκή κοινωνία δεν μπορεί να πιστέψει με τίποτα τους ισχυρισμούς του πολιτικού συστήματος, γιατί τελεί σε μια πολύχρονη αντιπαράθεση με αυτό: Έτσι η οργή που βράζει μέσα στους κόλπους των λαϊκότερων στρωμάτων διαστρέφεται,από όλους τους παράγοντες που προαναφέραμε, σε αντίθεση στο εμβόλιο, έστω και αν είναι εξόχως αυτοκαταστροφική. Και χειροτερεύει τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα κληθούν να υπάρξουν οι Έλληνες από εδώ και πέρα, αντί να τις βελτιώνει.
Προφανώς, λοιπόν, δεν είναι o διχασμός της κοινωνίας η επιλογή που θα φέρει τη λύση στο ελληνικό δράμα, αλλά η δημοκρατική πατριωτική ενότητα.
Μόνο η σύνθεση ανάμεσα στον πατριωτισμό, την άρνηση ενός καταρρακωμένου πολιτικού συστήματος και τη διατύπωση ενός πατριωτικού και ταυτόχρονα ορθολογικού και δημοκρατικού προτάγματος, δηλαδή ένας εκσυγχρονισμός που να στηρίζεται στην παράδοσή μας, μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική διέξοδο. Διαφορετικά, οι όποιες αντισυστημικές και αντιπολιτευτικές διαθέσεις του λαϊκού σώματος θα εκφυλίζονται σε αδιέξοδους δρόμους και θα επιτρέπουν εσαεί στις ίδιες παγκοσμιοποιητικές ελίτ να κυριαρχούν ανενόχλητες.
Και εάν αυτές οι ελίτ, πνευματικές, οικονομικές, και πολιτικές, καλούνται να ξυπνήσουν άμεσα από τον λήθαργο του εγωιστικού συμφέροντός τους –πολιτικού, ταξικού κ.λπ.–, αποτινάσσοντας τις εθνομηδενιστικές ονειροφαντασίες ενός «τέλους της Ιστορίας» –που εν τέλει αποδείχθηκε ότι μάλλον κινδυνεύει να εξελιχθεί στο τέλος της ιστορίας του δυτικού κόσμου–, το λαϊκό σώμα οφείλει να πάψει να εχθρεύεται τα στοιχεία εκείνα της τεχνολογικής (εμβόλια ή δυνατότητες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης να ανασυσταθεί η ελληνική παραγωγή) ή της θεσμικής προόδου (συντεταγμένη πολιτεία, τα κενά της οποίας τόσο τραγικά βιώσαμε κατά την έξαρση των πυρκαγιών) που θα επιτρέψουν στον ελληνισμό να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του. Μόνο κάτι τέτοιο εξάλλου θα επιτρέψει να δημιουργηθεί και ένα σοβαρό πατριωτικό δημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας. Διαφορετικά, θα παραπαίουμε ανάμεσα στη Χρυσή Αυγή, τον Καμμένο, τον Βελόπουλο, τον Τράγκα, τους Αντιφά και τον Πολάκη.
Τα έφερε η μοίρα έτσι ώστε η πρώτη, μεγάλη «γενική πρόβα» αυτού του στοιχήματος να διεξάγεται με αντικείμενο την πανδημία, και την ανάγκη μιας μεγάλης πάνδημης/πανεθνικής κινητοποίησης για την αντιμετώπισή της. Μπορούμε, και έχουμε ακόμη χρόνο, να τα καταφέρουμε. Εφόσον πετύχουμε, θα έχουμε θέσει ένα πρώτο λιθαράκι ώστε να αντιμετωπίσουμε το ευρύτερο «ελληνικό δράμα» με πιθανότητες επιτυχίας. Είναι καιρός αυτή η παράνοια να τελειώνει.