Το απολίθωμα του αμφίβιου Phiomicetus anubis βρέθηκε στην Δυτική Έρημο της Αιγύπτου.
Το κρανίο του προϊστορικού πλάσματος θυμίζει ελαφρώς τις τοιχογραφίες με τον θεό Ανούβι και γι’ αυτό δόθηκε στο θηρίο το όνομα του θεού.
Οι πρόγονοι των μοντέρνων φαλαινών εξελίχθηκαν από χερσαία θηλαστικά που θύμιζαν ταράνδους και έζησαν σε βάθος εκατομμυρίων ετών.
Το αμφίβιο ζύγιζε περίπου 600 κιλά και είχε μήκος τριών μέτρων.
Η φάλαινα διέθετε δυνατά σαγόνια και μπορούσε να περπατήσει στη γη και να κολυμπήσει στο νερό.
Το τμήμα του σκελετού που βρέθηκε στο Ελ Φαγιούμ, αναλύθηκε εξονυχιστικά στο Πανεπιστήμιο της Mansoura.
Αν και η περιοχή είναι τώρα έρημος, πριν από εκατομμύρια χρόνια καλυπτόταν από θάλασσα και είναι πλούσια σε απολιθώματα.
Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού έχουν ήδη συναρμολογήσει τα οστά του προγόνου των φαλαινών.
Είναι ένα τετράποδο ζώο, με εμπρόσθια και οπίσθια άκρα.
Αυτό σημαίνει ότι αυτό το ζώο ήταν οπωσδήποτε μερικώς στεριανό, όπως εξηγούν οι επιστήμονες.
Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της εξέλιξης των ειδών.
Ήταν ζώο που ζούσε σε παραθαλάσσιες περιοχές και με τα επιμήκη άκρα του κολυμπούσε, ενώ με το μακρύ ρύγχος του έπιανε και τρεφόταν με ψάρια.
Λόγω της κλιματικής αλλαγής μεταξύ Μειοκαίνου και Πλειοκαίνου, εξελίχθηκε σταδιακά κι έγινε ο θαλάσσιος γίγαντας που δεσπόζει σήμερα στους ωκεανούς.
Οι φάλαινες είναι οι κοντινότεροι συγγενείς των ιπποπόταμων
Όλα τα κητώδη, μεταξύ των οποίων οι φάλαινες, τα δελφίνια, οι φυσητήρες και οι φώκαινες είναι απόγονοι χερσαίων θηλαστικών, που ανήκαν στα Αρτιοδάκτυλα.
Σήμερα τα κητώδη και τα αρτιοδάκτυλα μαζί υπάγονται στην υποτάξη Κηταρτιοδάκτυλα, η οποία συμπεριλαμβάνει τις φάλαινες και τους ιπποπόταμους.
Στην πραγματικότητα, οι φάλαινες αποτελούν τους κοντινότερους συγγενείς των ιπποπόταμων.
Προήλθαν από έναν κοινό πρόγονο, περίπου πριν από 54 εκατομμύρια χρόνια.
Άρχισαν να κολυμπούν πριν από σχεδόν 50 εκατομμύρια χρόνια.
Όλα τα κητώδη, μεταξύ των οποίων οι φάλαινες, τα δελφίνια, οι φυσητήρες και οι φώκαινες είναι απόγονοι χερσαίων θηλαστικών, που ανήκαν στα Αρτιοδάκτυλα.
Σήμερα τα κητώδη και τα αρτιοδάκτυλα μαζί υπάγονται στην υποτάξη Κηταρτιοδάκτυλα, η οποία συμπεριλαμβάνει τις φάλαινες και τους ιπποπόταμους.
Στην πραγματικότητα, οι φάλαινες αποτελούν τους κοντινότερους συγγενείς των ιπποπόταμων.
Προήλθαν από έναν κοινό πρόγονο, περίπου πριν από 54 εκατομμύρια χρόνια.
Άρχισαν να κολυμπούν πριν από σχεδόν 50 εκατομμύρια χρόνια.
Τα κητώδη υποδιαιρούνται σε δύο συνομοταξίες:
Τα Μυστακοκήτη: δηλαδή οι φάλαινες, των οποίων χαρακτηριστικό είναι τα φαλαίνια (ή μπαλένες).
Πρόκειται για ελάσματα από κερατίνη, που αντικαθιστούν τα δόντια σε όσα είδη δεν έχουν.
Οι μπαλένες στηρίζονται στον ουρανίσκο και σχηματίζουν ένα είδος φίλτρου, που επιτρέπει στο νερό της θάλασσας να εξέρχεται από το στόμα, συγκρατώντας τους μικρούς οργανισμούς (πλαγκτόν) με τους οποίους τρέφεται το κήτος.
Τα Οδοντοκήτη: δηλαδή τα δελφίνια, οι φυσητήρες και οι φώκαινες, τα οποία τρέφονται με ψάρια και καλαμάρια.
Ορισμένα από αυτά έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται το γύρω περιβάλλον τους μέσω ηχοεντοπισμού.
2019: Οι προϊστορικές φάλαινες ήταν τετράποδες, είχαν μέγεθος σκύλου και ζούσαν στη στεριά
Παλαιοντολόγοι εντόπισαν την Άνοιξη του 2019 στις ακτές του νότιου Περού ένα καλά διατηρημένο απολίθωμα μιας τετράποδης φάλαινας που ζούσε τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα πριν από 43 εκατομμύρια χρόνια.
Οι πρόγονοι των φαλαινών και των δελφινιών ζούσαν στην ξηρά πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια, στην περιοχή της σημερινής Ινδίας και του Πακιστάν.
Ομάδες παλαιοντολόγων έχουν επίσης βρει στη Βόρεια Αμερική απολιθώματα ηλικίας 41,2 εκατομμυρίων ετών από τα οποία συμπέραναν ότι εκείνη την εποχή τα κητώδη έχασαν την ικανότητά τους να στέκονται στα πόδια τους και να περπατούν.
Το είδος αυτό παρουσιάστηκε σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Current Biology.
Εκτιμάται ότι το είδος αυτό είναι ηλικίας 42,6 εκατομμυρίων ετών και συμπληρώνει το «δέντρο» της εξέλιξης των κητωδών.
Έχει μήκος 4 μέτρα και το επιστημονικό όνομά του είναι Peregocetus pacificus.
Βρέθηκε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα παράλια του Ειρηνικού, στην Πλάγια Μέδια Λούνα, 250 χιλιόμετρα νοτίως της Λίμα.
Η φάλαινα είχε τέσσερα πόδια, ικανά να σηκώνουν το βάρος της στην ξηρά.
Αυτό σημαίνει ότι η Peregocetus pacificus μπορεί να επέστρεφε στις βραχώδεις ακτές για να ξεκουραστεί ή ακόμη και να γεννήσει εκεί, αν και πιθανότατα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο νερό.
Και τα τέσσερα άκρα της είχαν μικρές οπλές, ενδεχομένως να είχαν και νηκτική μεμβράνη.
Με τα μακριά δάχτυλά της και τα σχετικά αδύνατα άκρα της, το περπάτημα στην ξηρά μάλλον δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση.
«Πιστεύουμε ότι τρεφόταν στο νερό και ότι η μετακίνησή της στη θάλασσα ήταν ευκολότερη σε σύγκριση με τη στεριά», είχε εξηγήσει ο παλαιοντολόγος Όλιβερ Λάμπερτ του Βασιλικού Βελγικού Ινστιτούτου Φυσικών Επιστημών, ο επικεφαλής της έρευνας.
«Ορισμένοι σπόνδυλοι της ουράς παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες με άλλα ημιυδρόβια θηλαστικά, όπως για παράδειγμα με τις ενυδρίδες, κάτι που υποδηλώνει ότι χρησιμοποιούσαν την ουρά κατά κύριο λόγο για να τις βοηθά στο κολύμπι», πρόσθετε.
Η εξέλιξη των φαλαινών αποτελούσε αίνιγμα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν βρέθηκαν κάποια απολιθώματα από τα οποία οι επιστήμονες συμπέραναν ότι αυτές εμφανίστηκαν πριν από περίπου 50 εκατομμύρια χρόνια στην περιοχή της σημερινής Ινδίας και του Πακιστάν.
Οι πρόγονοί τους ήταν θηλαστικά που ζούσαν στην ξηρά, μακρινοί συγγενείς του ιπποπόταμου, που το μέγεθός τους δεν ξεπερνούσε εκείνο ενός σκύλου μεσαίου μεγέθους.
Χρειάστηκε να περάσουν εκατομμύρια χρόνια για να εξαπλωθούν σε όλον τον κόσμο.
Η Peregocetus pacificus είναι ο πιο πλήρης σκελετός τετράποδης φάλαινας που έχει βρεθεί σε άλλη περιοχή εκτός της Ινδίας και του Πακιστάν.
Είναι επίσης ο πρώτος που εντοπίστηκε στον Ειρηνικό και στο νότιο ημισφαίριο.
Η παρουσία της στο Περού, κατά τον Λάμπερτ, υποδηλώνει ότι οι τετράποδες φάλαινες εξαπλώθηκαν από τη Νότια Ασία στη Βόρεια Αφρική και κατόπιν διέσχισαν τον Νότιο Ατλαντικό για να φτάσουν στον Νέο Κόσμο.
Η Peregocetus pacificus δείχνει ότι οι πρώτες φάλαινες που έφτασαν στην αμερικανική ήπειρο διατηρούσαν ακόμη την ικανότητα να περπατούν στην ξηρά.
Τα Μυστακοκήτη: δηλαδή οι φάλαινες, των οποίων χαρακτηριστικό είναι τα φαλαίνια (ή μπαλένες).
Πρόκειται για ελάσματα από κερατίνη, που αντικαθιστούν τα δόντια σε όσα είδη δεν έχουν.
Οι μπαλένες στηρίζονται στον ουρανίσκο και σχηματίζουν ένα είδος φίλτρου, που επιτρέπει στο νερό της θάλασσας να εξέρχεται από το στόμα, συγκρατώντας τους μικρούς οργανισμούς (πλαγκτόν) με τους οποίους τρέφεται το κήτος.
Τα Οδοντοκήτη: δηλαδή τα δελφίνια, οι φυσητήρες και οι φώκαινες, τα οποία τρέφονται με ψάρια και καλαμάρια.
Ορισμένα από αυτά έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται το γύρω περιβάλλον τους μέσω ηχοεντοπισμού.
2019: Οι προϊστορικές φάλαινες ήταν τετράποδες, είχαν μέγεθος σκύλου και ζούσαν στη στεριά
Παλαιοντολόγοι εντόπισαν την Άνοιξη του 2019 στις ακτές του νότιου Περού ένα καλά διατηρημένο απολίθωμα μιας τετράποδης φάλαινας που ζούσε τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα πριν από 43 εκατομμύρια χρόνια.
Οι πρόγονοι των φαλαινών και των δελφινιών ζούσαν στην ξηρά πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια, στην περιοχή της σημερινής Ινδίας και του Πακιστάν.
Ομάδες παλαιοντολόγων έχουν επίσης βρει στη Βόρεια Αμερική απολιθώματα ηλικίας 41,2 εκατομμυρίων ετών από τα οποία συμπέραναν ότι εκείνη την εποχή τα κητώδη έχασαν την ικανότητά τους να στέκονται στα πόδια τους και να περπατούν.
Το είδος αυτό παρουσιάστηκε σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Current Biology.
Εκτιμάται ότι το είδος αυτό είναι ηλικίας 42,6 εκατομμυρίων ετών και συμπληρώνει το «δέντρο» της εξέλιξης των κητωδών.
Έχει μήκος 4 μέτρα και το επιστημονικό όνομά του είναι Peregocetus pacificus.
Βρέθηκε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα παράλια του Ειρηνικού, στην Πλάγια Μέδια Λούνα, 250 χιλιόμετρα νοτίως της Λίμα.
Η φάλαινα είχε τέσσερα πόδια, ικανά να σηκώνουν το βάρος της στην ξηρά.
Αυτό σημαίνει ότι η Peregocetus pacificus μπορεί να επέστρεφε στις βραχώδεις ακτές για να ξεκουραστεί ή ακόμη και να γεννήσει εκεί, αν και πιθανότατα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο νερό.
Και τα τέσσερα άκρα της είχαν μικρές οπλές, ενδεχομένως να είχαν και νηκτική μεμβράνη.
Με τα μακριά δάχτυλά της και τα σχετικά αδύνατα άκρα της, το περπάτημα στην ξηρά μάλλον δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση.
«Πιστεύουμε ότι τρεφόταν στο νερό και ότι η μετακίνησή της στη θάλασσα ήταν ευκολότερη σε σύγκριση με τη στεριά», είχε εξηγήσει ο παλαιοντολόγος Όλιβερ Λάμπερτ του Βασιλικού Βελγικού Ινστιτούτου Φυσικών Επιστημών, ο επικεφαλής της έρευνας.
«Ορισμένοι σπόνδυλοι της ουράς παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες με άλλα ημιυδρόβια θηλαστικά, όπως για παράδειγμα με τις ενυδρίδες, κάτι που υποδηλώνει ότι χρησιμοποιούσαν την ουρά κατά κύριο λόγο για να τις βοηθά στο κολύμπι», πρόσθετε.
Η εξέλιξη των φαλαινών αποτελούσε αίνιγμα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν βρέθηκαν κάποια απολιθώματα από τα οποία οι επιστήμονες συμπέραναν ότι αυτές εμφανίστηκαν πριν από περίπου 50 εκατομμύρια χρόνια στην περιοχή της σημερινής Ινδίας και του Πακιστάν.
Οι πρόγονοί τους ήταν θηλαστικά που ζούσαν στην ξηρά, μακρινοί συγγενείς του ιπποπόταμου, που το μέγεθός τους δεν ξεπερνούσε εκείνο ενός σκύλου μεσαίου μεγέθους.
Χρειάστηκε να περάσουν εκατομμύρια χρόνια για να εξαπλωθούν σε όλον τον κόσμο.
Η Peregocetus pacificus είναι ο πιο πλήρης σκελετός τετράποδης φάλαινας που έχει βρεθεί σε άλλη περιοχή εκτός της Ινδίας και του Πακιστάν.
Είναι επίσης ο πρώτος που εντοπίστηκε στον Ειρηνικό και στο νότιο ημισφαίριο.
Η παρουσία της στο Περού, κατά τον Λάμπερτ, υποδηλώνει ότι οι τετράποδες φάλαινες εξαπλώθηκαν από τη Νότια Ασία στη Βόρεια Αφρική και κατόπιν διέσχισαν τον Νότιο Ατλαντικό για να φτάσουν στον Νέο Κόσμο.
Η Peregocetus pacificus δείχνει ότι οι πρώτες φάλαινες που έφτασαν στην αμερικανική ήπειρο διατηρούσαν ακόμη την ικανότητα να περπατούν στην ξηρά.