Μπροστά σε ένα νέο πολιτικό τοπίο, μάλλον απρόσμενο όμως για πολλούς, οδήγησαν οι τελευταίες πυρκαγιές. Την ώρα που η οργή των κατοίκων των πυρόπληκτων περιοχών συνεχίζει να φουντώνει και οι καταγγελίες για την ολιγωρία και τα λάθη του κρατικού μηχανισμού διαδέχονται η μία την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας έβαλαν τα ξίφη του παρελθόντος στα θηκάρια και εμφανίστηκαν κατά τρόπο μάλλον πρωτοφανή μετριοπαθείς και συναινετικοί.

Αυτή η εικόνα των δύο πολιτικών αρχηγών πυροδότησε αμέσως ποικίλα σενάρια που φθάνουν έως την πιθανή συγκυβέρνησή τους, ως συνέχεια της διαρκούς σύγκλισης σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Αρκετοί πιστεύουν πάντως ότι τέτοια συμπεράσματα είναι υπερβολικά και πρόωρα και ότι άλλες αιτίες υπάρχουν πίσω από τη «μεταμόρφωση» των μέχρι πρότινος θανάσιμων εχθρών η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί συγκυριακή.

Το βέβαιον είναι ότι, ανεξάρτητα από τις μελλοντικές εξελίξεις, στην παρούσα φάση τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υιοθέτησαν αυτήν την ήπια στάση ποιούμενοι την ανάγκη φιλοτιμίαν. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, διαπίστωσαν γρήγορα ότι οι πυρκαγιές αποτελούν ένα πεδίο η αντιπαράθεση επί του οποίου περισσότερο «καίει» και τους δύο παρά τους ευνοεί.

Η εντυπωσιακή στροφή του κ. Μητσοτάκη κατ’ αρχάς ήρθε να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες της “κυριακάτικης δημοκρατίας” την περασμένη εβδομάδα ότι το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται σε πραγματικό σοκ βλέποντας ότι ύστερα από μια άνετη διετή κυριαρχία η κυβέρνηση ξόδεψε μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα το πολιτικό της κεφάλαιο. Η ραγδαία αποδυνάμωση μάλιστα έφερε και το φόβο της εσωτερικής αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης του κ. Μητσοτάκη αν και σε πρώτη φάση άπαντες τήρησαν στάση αναμονής στη ΝΔ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πήραν φωτιά οι διεργασίες και οι συζητήσεις. Ήδη η δημοτικότητα της κυβέρνησης καταγράφεται σε ελεύθερη πτώση και σε μια άμεση προσπάθεια ανάσχεσής της ο πρωθυπουργός ζήτησε «συγγνώμη», υποσχέθηκε απόδοση ευθυνών και εξήγγειλε γενναίο πρόγραμμα ανακούφισης. Την ίδια ώρα δέκτες της οργής γίνονται, καθημερινά, ιδιαίτερα οι τοπικοί βουλευτές της ΝΔ ουδείς εκ των οποίων έχει τολμήσει να εμφανιστεί στις περιοχές που κάηκαν.

Από την άλλη πλευρά, για τον κ. Τσίπρα, που καθ' ομολογίαν στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο Χρ. Σπίρτζης “αιφνιδίασε” ακόμη και τον περίγυρό του, θα ήταν ένα τεράστιο ρίσκο -και πιθανότατα μια βουτιά στο κενό- η υιοθέτηση σκληρής γραμμής απέναντι στην κυβέρνηση για το θέμα αυτό. Και ο πραγματικός λόγος δεν έχει να κάνει με τα επιχειρήματα που προέβαλε στη συνέντευξη Τύπου της Τρίτης για να δικαιολογήσει την επιλογή του να μην ζητήσει ούτε καν παραιτήσεις υπουργών, την ώρα που η κοινωνία ειδικά στις πυρόπληκτες περιοχές έχει πολύ πιο προωθημένες έως και άγριες διαθέσεις απέναντι στην κυβέρνηση. Από την κοινωνική οργή δεν εξαιρείται ούτε ο ίδιος, όπως είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει προσωπικά και ο κ. Τσίπρας κατά την επίσκεψή του στην βόρεια Εύβοια. Αυτό που εξακολουθεί να στοιχειώνει τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άλλο από το Μάτι. Κατά τις πληροφορίες μάλιστα στις κυλιόμενες μετρήσεις των ημερών αυτών, φάνηκε ότι η προ τριετίας διαχείριση της τραγωδίας με τους 102 νεκρούς παραμένει –όπως ήταν και στις κάλπες του 2019- η αχίλλειος πτέρνα για την αξιωματική αντιπολίτευση. Άλλωστε και στον κ. Τσίπρα πήρε τρία χρόνια για να αναγνωρίσει ότι δεν λειτούργησε σωστά η κρατική μηχανή ενώ τότε δήλωνε -όπως αντιστοίχως και ο κ. Μητσοτάκης σήμερα- ότι έγινε το καλύτερο δυνατό.

Το ερώτημα που πλανάται -εν μέσω και του Αυγούστου- στους κομματικούς διαδρόμους είναι εάν η ανακωχή αυτή μπορεί να επηρεάσει το γενικότερο πολιτικό κλίμα και να επεκταθεί και σε άλλους τομείς. Υποβοηθητικό θεωρείται το γεγονός ότι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν έρθει ήδη αρκετά κοντά, εν τοις πράγμασι, σε αρκετά θέματα αιχμής, γι αυτό και συχνά οι αντιπαραθέσεις τους περιορίζονται σε πυροτεχνήματα που μάλλον κουράζουν την κοινή γνώμη και μεγαλώνουν την αποστροφή για το σημερινό πολιτικό σύστημα.

Αυτή τη στιγμή, σε πολιτικό αρχικά επίπεδο οι κ. Μητσοτάκης και Τσίπρας -θυμίζοντας πολύ παλαιότερες εποχές- εισέρχονται σε μια περίοδο ιδιότυπης, εάν όχι συγκατοίκησης, αλληλοστήριξης. Την ώρα που ύστερα από μια δεκαετία αλλεπαλλήλων κρίσεων σε όλα τα μέτωπα και αποτυχημένων χειρισμών οι τριγμοί στην κοινωνία αυξάνονται επικίνδυνα και μια “σπίθα” -όπως οι πυρκαγιές- θα μπορούσε να φέρει τη γενική ανάφλεξη, πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κρατούν o ένας τον άλλο από το “χέρι” ώστε αμφότεροι να παραμείνουν πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού και να μην ξεπεραστούν από απρόβλεπτες καταστάσεις. Κοινή γαρ η τύχη τους.

Με το αφήγημα της “συναίνεσης” -ύστερα από ενάμιση χρόνο ουκ ολίγων διχαστικών και πολωτικών επιλογών- ο κ. Μητσοτάκης εμποδίζει και την επώαση της εσωκομματικής κριτικής η οποία επιχειρείται να “ποινικοποιηθει” στη ΝΔ. Αυτό φαίνεται και από την αφωνία που παρατηρείται απέναντι στις συνεχείς μεταγραφές “σημιτικών” στελεχών, όπως συνέβη και τώρα με την τοποθέτηση του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Στ. Μπένου ως επικεφαλής της επιτροπής για την ανασυγκρότηση της βόρειας Εύβοιας. Παράλληλα με όλα αυτά, ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί ότι τον εξυπηρετεί η διατήρηση του κ. Τσίπρα ως αντιπάλου του και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Ο κ. Τσίπρας από την πλευρά του, σε αδυναμία να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ανάκαμψη -παρά τα τεράστια προβλήματα και ανεπάρκειες της κυβέρνησης- διαισθάνεται την λανθάνουσα αμφισβήτηση που -παρά την απουσία σοβαρού εσωκομματικού αντιπάλου- αναπτύσσεται εντός των κομματικών τειχών. Βαδίζει επομένως σε τεντωμένο σχοινί και χρειάζεται ούτως ή άλλως να κερδίσει χρόνο ελπίζοντας ότι θα έρθουν “καλύτερες αντιπολιτευτικές ημέρες”.

Για πολλούς η σύγκλιση των τελευταίων ημερών είναι το κερασάκι στην τούρτα της άτυπης σύμπλευσης που καταγράφεται εδώ και καιρό. Τα δύο κόμματα δείχνουν να κυριαρχούνται από το άγχος της επικράτησης στον “κεντρώο” χώρο ενώ υπηρετούν την ίδια στρατηγική στα εθνικά θέματα, το μεταναστευτικό ακόμη και στον λεγόμενο “δικαιωματισμό”. Πρόσφατα, εμφανίστηκαν ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος σε ο,τι αφορά και τον εμβολιασμό για τον κορονοϊό. Μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου την Πέμπτη δεν δίστασε, με πολιτικό κυνισμό αλλά και μελετημένη στόχευση, να εντάξει στο ίδιο στρατόπεδο εκείνους που διαφωνούν με τις ανεμογεννήτριες στα καμένα με τους “αντιεμβολιαστές”. Με τον τρόπο αυτό “τσουβαλιάζει” πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ -όπου μόνο ο Π. Πολάκης διαφοροποιείται- αλλά κυρίως πάει να φτιάξει μια άλλη διαχωριστική γραμμή με το περίπου 30% της κοινωνίας -και όχι του στενού εκλογικού σώματος- που ριζοσπαστικοποιείται απέναντι στο υπάρχον κομματικό σύστημα. Και καθώς κατά τον κ. Μητσοτάκη “η μεγάλη οικολογική καταστροφή μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία ευρύτερων συγκλίσεων και συναινέσεων”, δεν πρέπει να αγνοείται ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν υποχρεωτικά με την απλή αναλογική. Μάλιστα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν επαναληπτικές, ιδιαίτερα μάλιστα εάν τα ποσοστά δεν προσφέρονται για κάτι τέτοιο...
Ανδρέας Καψαμπέλης
www.dimokratianews.gr

 
Top