Ο επικεφαλής του ΤΟΜΕΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ του ΕΠΑΜ δικηγόρος Φώτης Μαζαράκης  και οι...

ανεξάρτητοι δικηγόροι Δημήτρης Μπελαντής και Αριστείδης Κωνσταντάκης, προέβησαν σε νομική αξιολόγηση της πρόσφατης τροπολογίας που αφορά “υποχρεωτικούς εμβολιασμούς σε γιατρούς, υγειονομικούς και αντίστοιχο βοηθητικό και διοικητικό προσωπικό” καθώς και την “υποχρεωτική επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού, όσων εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, έχουν εμβολιαστεί” (άρθρα 205 και 206 του ν. 4820/2021), οπότε και συνέταξαν το κείμενο που ακολουθεί.   

Το παρόν υπόμνημα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη:

  • το Α΄ αφορά συνολική θεώρηση όλων των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και την ανάδειξη του ότι, η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, διατρέχει και επαληθεύει την ισχύ όλων των δικαιωμάτων,
  • το Β΄ αφορά ειδικότερα την ερμηνεία του περιεχομένου της αρχής του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου,
  • το Γ΄ την αξιολόγηση του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 περί του υποχρεωτικού εμβολιασμού γιατρών υγειονομικών κλπ,
  • το Δ΄ αφορά την αξιολόγηση του άρθρου 205 του ν. 4820/2021 σχετικά με την επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού, όσων εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα εμβολιάστηκαν.

Η παρούσα εργασία εδράζεται, κυρίως, σε ζητήματα αντισυνταγματικότητας της λεγόμενης “τροπολογίας” και επιχειρεί: α) αφενός να δώσει μια πρώτη απάντηση στην κυβερνητική πρωτοβουλία για τη θέσπιση αυτών των συγκεκριμένων μέτρων, που όχι μόνο κρίνονται αντισυνταγματικά καθόσον προσβάλλουν σειρά εγκαθιδρυμένων δικαιωμάτων των Πολιτών αλλά και αδρανοποιούν σειρά υποχρεώσεων της Πολιτείας, που όχι μόνο είναι απρόσφορα να επιτύχουν τους σκοπούς που φαίνεται να προκρίνουν, αλλά, επιπλέον, δημιουργούν και μια σειρά “προβλημάτων” στους εμπλεκόμενους που καλούνται να τα εφαρμόσουν, β) αφετέρου το κείμενο να μπορεί να λειτουργήσει ως βάση, από νομικής επόψεως, προς άμυνα και υπεράσπιση των δικαιωμάτων του οποιουδήποτε Πολίτη.      

Σ’ ένα “δικόγραφο”, λοιπόν, είτε πρόκειται για προσφυγή στη δικαιοσύνη διοικητικής ή αστικής φύσεως, μπορεί να γίνει χρήση είτε του τμήματος Γ΄ είτε του τμήματος Δ΄, ανά αντίστοιχη περίπτωση, με επιπλέον εισαγωγική καταγραφή ή όχι και των τμημάτων Α΄ και Β΄ και όπως κρίνει ο νομικός παραστάτης. Επίσης, συμπληρώνονται οι υποσημειώσεις, με ανάλογα ιατρικά/επιστημονικά επιχειρήματα. Καλό είναι, οι καταγραφές αυτές να περιορίζονται στο χώρο των υποσημειώσεων, ώστε να μην χάνεται η ροή του κειμένου. Ο νομικός παραστάτης θα συμπληρώσει το αντίστοιχο “πραγματικό μέρος” (την εργασιακή σχέση, την ατομική διοικητική πράξη που θέτει σε διαθεσιμότητα τον εργαζόμενο ιατρό κλπ, εφόσον πρόκειται για το δημόσιο τομέα, ή την εξώδικη δήλωση διαθεσιμότητας, εφόσον πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα) και θα διατυπώσει το ανάλογο αίτημα (να ακυρωθεί η πράξη διαθεσιμότητας, ή να θεωρηθεί ανίσχυρη η διαθεσιμότητα στον ιδιωτικό τομέα με τα ανάλογα κατά περίπτωση επακόλουθά της). Εννοείται, ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι ακυρότητας (όπως αν η πράξη είναι αναιτιολόγητη ή εάν εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο -ειδικά όταν πρόκειται για το δημόσιο-, ή αν έχει κάποιες άλλες τυπικές παραλείψεις κλπ) που ανά περίπτωση ο νομικός παραστάτης θα προκρίνει.    

ΤΜΗΜΑ Α΄

  1. I. Εισαγωγικά – τα συνταγματικά θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου
  2. Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου αποτελείται από δυο ειδικότερες αρχές, αποτέλεσμα η κάθε μια διαφορετικής ιστορικής συγκυρίας. Την αρχή του “κράτους δικαίου” και την αρχή του “κοινωνικού κράτους”.

1.1 Η αρχή του κράτους δικαίου

Η αρχή του κράτους δικαίου, συνίσταται στην εξασφάλιση ότι η επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην ελευθερία και στην ιδιοκτησία των πολιτών, θα έχει ως προϋπόθεση νόμο ψηφισμένο “και από τη Βουλή”. Η εξέλιξη και η ανάπτυξη της φιλελεύθερης ιδεολογίας και η αντίστοιχη εδραίωσή της μέσα στις συνταγματικές τάξεις των δυτικών δημοκρατιών, οδήγησε σε μια διεύρυνση της αρχής, που συνίσταται: α) στον αυτοπεριορισμό της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους που ορίζουν υπό ποιες προϋποθέσεις ενεργεί αυτή, β) οι περιορισμοί της εξουσίας αναφέρονται σ’ όλα τα όργανα της πολιτείας και σε κάθε μορφή δράσης που εισέρχεται στην προσωπική σφαίρα της ζωής του ατόμου και γ) στη διεκδίκηση από το άτομο των αξιώσεων που προκύπτουν από την αρχή του κράτους δικαίου δια μέσου ανεξάρτητων δικαστικών αρχών.

Στο Σύνταγμα του 1975, η διευρυμένη αρχή του κράτους δικαίου, θεσπίζεται: α) στην αρχή της νομιμότητας της διοίκησης (άρθρο 95 παρ.1 στοιχ. α΄ και άρθρο 50), β) στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας και προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου πριν από κάθε δυσμενή ενέργεια της διοίκησης (άρθρο 20 παρ.1 και 2 αντίστοιχα), γ) στις προϋποθέσεις της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου κατά το άρθρο 43, δ) στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26), ε) στην αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (άρθρο 87), στ) στην κατοχύρωση θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (άρθρα 4-25), ζ) στην αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2), η) στο δικαίωμα των δικαστών να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων (άρθρα 87 παρ.2 και 93 παρ.4), θ) στο δικαίωμα και την υποχρέωση αντίστασης κατά οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με βία (άρθρο 120 παρ.4).

1.2 Η αρχή του κοινωνικού κράτους

Το αρχικό όμως status του φιλελεύθερου κράτους και οι ίδιες οι αντιθέσεις που το ίδιο δημιουργεί και αναπαραγάγει, έχουν σαν συνέπεια περιόδους έντονων κοινωνικών αντιπαραθέσεων των ομάδων της κοινωνίας. Η φύση του δημιουργεί επαναλαμβανόμενες κρίσεις και η ανεπάρκειά του να ρυθμίσει αυτές τις κρίσεις το θέτουν σε έντονη αμφισβήτηση. Έτσι οδηγείται σταδιακά, αρχικά για λόγους κοινωνικής ειρήνευσης και αυτοπροστασίας, και εν συνεχεία ως τάση πραγμάτωσης της ουσιαστικής ωφέλειας του λαού, και όπου έχει αυτή κατακτηθεί αλλά και διατηρείται, να παράσχει στις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις κοινωνικοοικονομικές παροχές και δικαιώματα, ως αντιστάθμισμα των αγαθών που το ίδιο έχει θίξει. Παράλληλα, αναγκάζεται να υιοθετήσει αιτήματα για την προστασία αυτών των καινούργιων κοινωνικών δικαιωμάτων. Έτσι οδηγούμαστε σταδιακά στην αρχή του κοινωνικού κράτους, με τη θέσπιση κανόνων δικαίου που προστατεύουν αυτές τις αρχές και εν συνεχεία αρχίζουν να ενσωματώνονται στα συντάγματα, με ρυθμό που είναι ανάλογος του συσχετισμού δυνάμεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.

Στο Σύνταγμα του 1975 και όπως αυτό ισχύει ως τώρα με τις αναθεωρήσεις του 1986, 2001, 2008 και 2019, η αρχή του κοινωνικού κράτους εμφανίζεται στις εξής κυρίως διατάξεις : α) στις παρ.1 και 2 του άρθρου 17, όπου ορίζεται ότι η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματά της όμως δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος, ενώ προβλέπεται η απαλλοτρίωσή της για δημόσια ωφέλεια, β) στο άρθρο 18 όπου προβλέπεται η δυνατότητα περιορισμού της ιδιοκτησίας στα μεταλλεία, ορυχεία, κλπ. και του εν γένει υπόγειου πλούτου, γ) στο άρθρο 21 όπου προστατεύεται ο γάμος, η μητρότητα, η οικογένεια, η υγεία, οι άποροι, οι ανάπηροι, ενώ τίθεται μέριμνα του κράτους για την απόκτηση κατοικίας από τους ασθενέστερους, δ) στο άρθρο 22 όπου προστατεύεται πολύπλευρα η εργασία ως δικαίωμα αλλά και ως δυνατότητα για την οποία το κράτος μεριμνά, ε) στο άρθρο 23 όπου προστατεύεται η συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα της απεργίας, στ) στο άρθρο 24 όπου προστατεύεται το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και τίθεται σειρά προϋποθέσεων για την πολεοδομική ανάπτυξη και τέλος ζ) στο άρθρο 106 του Σ/75, όπου προβλέπεται ότι για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομία, ότι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται ν’ αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας, και άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις. Μάλιστα, με την τελευταία αναθεώρηση (2019), στην παρ.1 του άρθρου 21 προστέθηκε εδάφιο σύμφωνα με το οποίο “1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει.”

1.3 Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου

Οι δύο ανωτέρω αρχές, η αρχή του κράτους δικαίου και η αρχή του κοινωνικού κράτους, ενώνονται σε μια ενιαία συνταγματική έννοια, με το Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων το 2001, με την τροποποίηση της παρ.1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, με συνέπεια το άρθρο 25 να έχει ως εξής:

1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας απ’ το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφ’ όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
     2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.
     3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.
    4. Το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.”

Έτσι, για πρώτη φορά, διατυπώνεται και κατοχυρώνεται συνταγματικά η έννοια του “κοινωνικού κράτους δικαίου”. Όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις συνταγματικές διατάξεις ως αποτελέσματα των αρχών του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, συστηματικά εντάσσονται στην ανωτέρω έννοια. Παράλληλα όμως με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστατεύονται κατά τον ίδιο αναφερόμενο τρόπο στο άρθρο 25 του Σ/75 και τα “δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου”, τα οποία εν συνεχεία χαρακτηρίζονται συνολικά ως “θεμελιώδη και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου”, πρόβλεψη η οποία υπήρχε έτσι ακριβώς στο άρθρο 25, ήδη από το 1975.

1.4 Μια χρήσιμη “διάκριση” των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Η αξίωση του ανθρώπου για προστασία, αρχικά ως φυσικής οντότητας επί τη βάσει των συγκεκριμένων (ανθρώπινων) χαρακτηριστικών του και εν συνεχεία με την ιδιότητα του πολίτη ή του μέλους κοινωνικής ομάδας ως προς την ελευθερία του, ή τη συμμετοχή του στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και της ίσης μεταχείρισής του, αλλά και λοιπών εκφάνσεων της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητάς του εντός της κοινωνίας, λαμβάνει τη μορφή διαφορετικού δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικά. Έτσι, στην έννοια των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κατά την έννοια του Σ/75, εμπεριέχονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιώματα δηλαδή που αντανακλώνται στην ανθρώπινη χαρακτηρολογία και αποσκοπούν να τη διατηρήσουν ενεργή, ισχυρή και ζώσα σύμφωνα με τα φυσικά της χαρακτηριστικά, καθώς και τα ατομικά, πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα, και έτσι όπως αυτά καθορίζονται στο Σύνταγμα, είτε σε κανόνες δικαίου άμεσα εξαρτημένους ή προσδιορισμένους από τις συνταγματικές διατάξεις.

Η διάκριση που ακολουθεί η συνταγματική επιστήμη για τα θεμελιώδη δικαιώματα, συνίσταται στο νομικό καθεστώς, το status, που προκύπτει από το θεμελιώδες δικαίωμα για το υποκείμενο προστασίας. Σύμφωνα λοιπόν με το Σύνταγμα του 1975, τα θεμελιώδη δικαιώματα, μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες, ανάλογα με την μορφή που παίρνει η προστατευτική τους λειτουργία. Δεν αποκλείεται, ένα δικαίωμα να εντάσσεται σε δύο ή και στις τρεις κατηγορίες και έτσι να απολαμβάνει τις αντίστοιχες προστασίες τους.

Α) Διακρίνονται, λοιπόν, σε θεμελιώδη δικαιώματα, που υποχρεώνουν την κρατική εξουσία (αλλά και τρίτους) να απέχουν, στο πλαίσιο του πεδίου προστασίας του δικαιώματος, από κάθε ενέργεια (status negativus).

Τέτοια δικαιώματα είναι: α) η υποχρέωση της κρατικής εξουσίας να απέχει από ενέργειες που ματαιώνουν ή περιορίζουν το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας (άρθρο 5 παρ.1), β) η απαγόρευση της αναιτιολόγητης και παράνομης σύλληψης και φυλάκισης (άρθρο 6 παρ.1), γ) η απαγόρευση των βασανιστηρίων (άρθρο 7 παρ.2), δ) το άσυλο της κατοικίας (άρθρο 9 παρ.1), ε) το δικαίωμα οι Έλληνες να συνέρχονται (άρθρο 11 παρ.1), στ) το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις (άρθρο 12 παρ.1), ζ) η θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ.1), η) η ελεύθερη έκφραση και διάδοση των στοχασμών και η ελευθερία του τύπου (άρθρο 14 παρ.1 και 2), θ) η ελευθερία της τέχνης, της έρευνας και της διδασκαλίας, (άρθρο 16 παρ.1), ι) το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθρο 17 παρ.1), ια) το απόρρητο των επιστολών (άρθρο 19).

Για αυτό το είδος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, επικράτησαν οι χαρακτηρισμοί “ατομικά δικαιώματα και αμυντικά δικαιώματα”. Τον όρο ατομικά δικαιώματα χρησιμοποιεί και το Σύνταγμα του 1975 τόσο στον τίτλο του Β΄ μέρους (άρθρα 4-25) όσο και στα άρθρα 13 παρ.1 εδ. 2 και 72 παρ. 1.

Β) Η δεύτερη διάκριση, χαρακτηρίζεται από ένα νομικό καθεστώς που ισχύει για τα υποκείμενα ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής στις διαδικασίες παραγωγής και διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης. Εδώ η μορφή της προστατευτικής λειτουργίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι ούτε αρνητική ούτε θετική, αλλά ενεργητική από την πλευρά του φορέα του δικαιώματος (status activus). Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν κατά κύριο λόγο τα λεγόμενα “πολιτικά δικαιώματα”. Το Σύνταγμα περιλαμβάνει σειρά τέτοιων δικαιωμάτων, όπως α) το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή (άρθρο 5 παρ.1), β) το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα για το Κοινοβούλιο και τα όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης και ιδιαίτερα η αρχή της άμεσης καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας (άρθρα 51 παρ.3, 55 παρ.1 και 102 παρ.2), γ) το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής στα πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 παρ.1), δ) το δικαίωμα όσων έχουν τα νόμιμα προσόντα να διορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι ή δικαστές (άρθρα 4 παρ.4, 103 και 97, αντίστοιχα).

Γ) Η τρίτη και τελευταία διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συνίσταται στην αναγνώριση, ότι χρειάζεται είτε η συνδρομή, είτε η παρέμβαση, είτε η παροχή της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να προστατευθεί μια ομάδα δικαιωμάτων, αλλά και να υλοποιηθεί κατά περιεχόμενο (status positivus). Το κράτος δηλαδή προβαίνει σε θετική ενέργεια, σε αντίθεση με την αρνητική του στάση στην προηγούμενη α΄ διάκριση. Η προστασία του, συνίσταται σε θετική διασφάλιση, σε υλική παροχή ή σε θεσμική πρόβλεψη.

Η μορφή αυτής της προστασίας του κράτους προς τα αντίστοιχα δικαιώματα, δημιουργήθηκε και υπαγορεύθηκε από την ίδια την φύση των συγκεκριμένων αξιώσεων και εν συνεχεία δικαιωμάτων. Η γένεσή τους, έχει τις ρίζες της στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στην εν γένει λειτουργία της “ελεύθερης ή φιλελεύθερης οικονομίας”, που η ίδια η λειτουργία και η φύση της μεγέθυνσής της, έχουν σαν αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις, που πλήττουν κυρίως τις ασθενέστερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες. Κοινό αίτημα των τελευταίων, είναι το κράτος να καλύψει βασικές βιοτικές ανάγκες τους, συγχρόνως δε, να διασφαλίσει θεσμικά, δικαιώματα που ήδη θίχτηκαν ή που ενδέχεται να θιχτούν στο μέλλον. Το κράτος καλείται να επέμβει προκειμένου να βοηθήσει τις ευπαθείς ομάδες υλικά και ηθικά, αλλά και να αναλάβει τη δέσμευση, ότι με θετικές του ενέργειες, θα λάβει στο μέλλον όλα εκείνα τα μέτρα προκειμένου να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν, τέτοιες συνθήκες που θα επιτρέπουν την παραγωγή, την ύπαρξη και την απολαβή αγαθών, που προέρχονται από τα συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα που προστατεύει. Μεριμνώντας δηλαδή για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, προστατεύει το δικαίωμα του κάθε πολίτη στην εργασία και τα συνακόλουθα αποτελέσματά της.

Η δημιουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων, σηματοδοτεί την εξέλιξη της παραδοχής, ότι η ελευθερία του ατόμου εντός της πολιτείας, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ως ανθρώπου (άρθρο 2 παρ.1 Σ/75), δεν μπορεί πλέον να διασφαλισθεί μόνο από την κατοχύρωση των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων του, αλλά περνά αναγκαστικά και από την οικονομική ελευθερία, με την έννοια της κατοχύρωσης δικαιωμάτων τέτοιας έκτασης και ποιότητας, που δημιουργούν ένα ελάχιστο, κοινά αποδεκτό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να υφίσταται και να διασφαλίζεται η λειτουργία του, ώστε το μεγαλύτερο δυνατόν ποσοστό των πολιτών να μπορεί ν’ απολαμβάνει υλικά αγαθά, παροχές και υπηρεσίες, που θα του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια.

Η ελεύθερη άσκηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων από το φορέα τους, δηλαδή τον πολίτη, προϋποθέτει και την πραγματική δυνατότητα τέτοιας άσκησης της βούλησής του, η οποία αποδυναμώνεται ή και εξαφανίζεται όταν, ο πολίτης, είναι πολύ ασθενής ή και εξαθλιωμένος οικονομικά. Ο συνεχής αγώνας για την επιβίωσή του, είτε δεν του επιτρέπει την ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του (ατομικών-πολιτικών), είτε τον εξαναγκάζει να παραιτείται των δικαιωμάτων του προκειμένου να βρει εργασία, είτε είναι επιρρεπής σε ευκαιριακές παροχές που αποβλέπουν στη συναλλαγή-εξαγορά της βούλησής του, με το ίδιο πάλι αποτέλεσμα.

Η οικονομική διάσταση της ελευθερίας, που αποβλέπει σε μια μορφή οικονομικής ισότητας ως προς τα ελάχιστα αρχικά (νομοθεσία για το ύψος των ελάχιστων αμοιβών εργασίας), και στην εξέλιξή της, ως προς τα αναγκαία (επιπλέον επιδόματα γάμου, παιδιών), αποτελεί ιστορική διαπίστωση, ήδη από τον Αριστοτέλη. Το Σ/75, δεν είναι το μόνο από ανάλογα “συνταγματικά κείμενα” της νεώτερης ελληνικής περιόδου, όπου γίνεται πρόβλεψη των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ήδη στο άρθρο 21 του “Πολιτεύματος” του Ρήγα Φεραίου γινόταν ανάλογη αναφορά.[1] Το δε “Σύνταγμα της Επιδαύρου”, είχε ανάλογη πρόβλεψη στην παρ. η΄, η οποία επαναλαμβάνεται αυτούσια, τόσο στο “Σύνταγμα του Άστρους (Νόμος της Επιδαύρου)” στην παρ. ζ΄ όσο και στο “Σύνταγμα της Τροιζήνας” στο 10ο άρθρο.[2].

Το Σύνταγμα του 1927, είναι το πρώτο ελληνικό σύνταγμα που ίσχυσε και προέβλεπε την προστασία της οικογένειας, της εκπαίδευσης, των εργαζομένων, αλλά και την προστασία της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας. Σ’ αυτές τις πρώτες προγραμματικές διατάξεις, εδράζεται η πρώτη κοινωνική νομοθεσία της Χώρας.

Φτάνουμε λοιπόν στο Σ/75, το οποίο περιλαμβάνει χαρακτηριστικές διατάξεις του status positivus. Τέτοιες διατάξεις είναι αυτές, που δημιουργήθηκαν, ως αποτέλεσμα κατακτήσεων από τις μακροχρόνιες εργατικές διεκδικήσεις. Έτσι έχουμε: α) το άρθρο 12 παρ.5 για τη σύσταση αναγκαστικών συνεταιρισμών κοινής ωφέλειας, β) το άρθρο 17 παρ.1 που ορίζει ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία δεν μπορούν ν’ ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος, γ) το άρθρο 18 για την ιδιοκτησία του υπόγειου πλούτου, δ) το άρθρο 21 για την προστασία της οικογένειας, του γάμου, της μητρότητας, της παιδικής ηλικίας, της νεότητας, του γήρατος, των ευπαθών και αρρώστων ομάδων, της υγείας, αλλά και τη μέριμνα του κράτους για την απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται, την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος κ.α., ε) το δικαίωμα της εργασίας, τη μέριμνα για συνθήκες απασχόλησης όλων των πολιτών, την προστασία των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ως θεσμού, τη μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων με νόμο, που αναφέρονται στο άρθρο 22, στ) το άρθρο 23 που υποχρεώνει το κράτος να λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, την κατοχύρωση της απεργίας μέσα από τους συνδικαλιστικούς φορείς, το δικαίωμα της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων που ρυθμίζεται με νόμο, ζ) το άρθρο 24 που προστατεύει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και υποχρεώνει το κράτος να λαμβάνει ειδικά μέτρα προστασίας, να μεριμνά για τη χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας και την πολεοδομική επέκταση με γνώμονα τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβίωσης, και τέλος, η) το άρθρο 106, κατά το οποίο το κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα της Χώρας, με σκοπό την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, λαμβάνει μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, μεριμνά η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία να μην αναπτύσσεται εις βάρος της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.

Σ’ αυτή τη διάκριση του status positivus, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν και οι περιπτώσεις: θ) του άρθρου 4 παρ.2 που ορίζει ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, αφού το κράτος δεν πρέπει μόνο να απέχει από ενέργειες που προσβάλλουν αυτή την αρχή, αλλά να επεμβαίνει θεσμικά, δημιουργώντας νόμους που θα επιτάσσουν την κοινή αντιμετώπιση ανδρών και γυναικών, σ’ όλα τα πεδία της κοινωνικής έκφανσης, όπως στην οικογένεια, στην εργασία, στην ανέλιξη στα “αξιώματα” και αλλού, αλλά και με ίσες υλικές παροχές και προς τους δύο, ι) του άρθρου 16 παρ.4 που κατοχυρώνει τη δωρεάν παιδεία, αφού το κράτος πρέπει να μεριμνά θεσμικά και υλικά με παροχές προκειμένου να ικανοποιεί τη σχετική επιταγή, ια) του άρθρου 20 παρ.1 που ορίζει ότι “ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν’ αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματά του ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει”, αφού το κράτος πρέπει να μεριμνήσει για τη δημιουργία των σχετικών οργάνων της πολιτείας αλλά και την ύπαρξη του ανάλογου θεσμικού πλαισίου.

1.5 Νομική ισχύς των θεμελιωδών δικαιωμάτων – σύμπλεξή τους – ουσιαστική ωφέλεια

Η διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ανάλογα με τη λειτουργία τους, σε status negativus, status activus και status positivus, μας παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε τα δικαιώματα ως προς την έκταση της τυπικής και ουσιαστικής νομικής ισχύος τους. Την έκταση και την ποιότητα της νομικής δέσμευσης που παράγει το καθένα κυρίως σε σχέση με την Πολιτεία, τα όργανά της αλλά και τους τρίτους· με άλλα λόγια την έκταση της λειτουργικής και της ουσιαστικής ωφέλειας του Λαού και της κυριαρχίας του και τις νομικές εγγυήσεις αυτών.

Οι ίδιες οι κατηγορίες της διάκρισης (άρνησης-άσκησης-δυνατότητας), μπορούν προς στιγμή να μπερδέψουν σε σχέση με το εάν κάποια από αυτά μπορούν να αναθεωρηθούν ή όχι. Η απάντηση είναι εξ’ αρχής σαφής: Τα περιγραφόμενα στο Σύνταγμα του 1975 θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου, εντάσσονται στις Βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος που σύμφωνα με το άρθρο 110 του Σ/75 δεν αναθεωρούνται. Αυτό που επιτρέπεται για κάποια από αυτά, είναι η αναδιατύπωσή τους, με τρόπο όμως που να μη θίγεται ο πυρήνας και το εύρος της δραστικότητάς τους, όπως ίσχυε, αλλά αντίθετα να διευρύνεται.

Και παρά την ανωτέρω “άρνηση”, που φαίνεται αρχικά μόνο επί αναθεωρήσεως του Συντάγματος να ενεργοποιείται, ως εννοιολογικό σύνολο αλλά και ως τυπικός κατάλογος, προστατεύονται όλα, ενιαία και ισοδύναμα υπό την ισχύ του Συντάγματος, αφού κανένα από αυτά δεν καταργείται, αλλοιώνεται ή περιορίζεται η δραστικότητα του πυρήνα του, με απλό νόμο. Επιπλέον δε, όλα κατατείνουν στη διασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου ως φυσικής οντότητας, ως ατόμου, ως πολίτη, ως μέλους κοινωνικής ομάδας ή ως έχοντα κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Όλα λειτουργούν (και πρέπει να λειτουργούν) προς όφελος του λαού. Άρα ο κανόνας είναι συνεχώς ενεργός και για τη θέσπιση κοινών διατάξεων που δεν πρέπει να προσβάλλουν τις συνταγματικές. “Η ελευθερία είναι ενιαία και αδιαίρετη”.[3] Προς τούτο συνηγορεί και το άρθρο 25 του Σ/75, που τα προστατεύει ισοδύναμα και με τον ίδιο τρόπο, αφού όλα, μαζί με το κοινωνικό κράτος δικαίου, τελούν υπό την εγγύηση του κράτους, και όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους και προς ολοκλήρωση του ουσιαστικού σκοπού τους· την υλοποίηση του περιεχομένου τους που υπερασπίζονται, υπηρετούν, προάγουν. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, ρυθμίζουν την καθολική κατάσταση ελευθερίας που οφείλει να απολαμβάνει ο άνθρωπος ως φυσική οντότητα και συγχρόνως ως μέλος της Πολιτείας. Πρόκειται για το minimum της ουσιαστικής ωφέλειας όλων μας.

Μια δεύτερη παρατήρηση, όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, είναι, πως στο ίδιο άρθρο του Συντάγματος, είναι δυνατόν να αναφέρονται περισσότερα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία εννοιολογικά-λειτουργικά δεν “ανήκουν” στο ίδιο status. Έτσι έχουμε το άρθρο 4 του Σ/75, το οποίο στην παρ.4 το προστατευόμενο δικαίωμα (μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες), ανήκει στη διάκριση των status activus, και την παρ.2 όπου το προστατευόμενο δικαίωμα (οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις), ανήκει στη διάκριση των status positivus. Μπορεί ακόμη και στην ίδια παράγραφο του ιδίου άρθρου, να αναφέρονται περισσότερα του ενός δικαιώματα, τα οποία ανήκουν λειτουργικά σε διαφορετικές κατηγορίες. Έτσι έχουμε την παρ.1 του άρθρου 5 του Σ/75, όπου αναφέρεται ότι “καθένας έχει το δικαίωμα ν’ αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του” (status negativus) αλλά και ότι “καθένας μπορεί να συμμετέχει στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της Χώρας” (status activus). Άρα η διάκριση δεν αφορά άρθρα, αλλά δικαιώματα.

Η διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων με βάση τη λειτουργία τους, σε status negativus, status activus και status positivus, μας παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε τη νομική (αλλά και εν τέλει υπαρκτή) κατάσταση που δημιουργεί το καθένα. Ο κάθε τύπος διάκρισης, δημιουργεί μια διαφορετική νομική κατάσταση, κυρίως σε σχέση με τον τρόπο και την έκταση της δεσμευτικότητάς της.

Έτσι η αρχή του status negativus, που υποχρεώνει την πολιτεία αλλά και τρίτους, να απέχουν, να μην ενεργούν, στο πεδίο που αναπτύσσεται ένα δικαίωμα προκειμένου να διαφυλαχθεί η ελεύθερη άσκησή του, αναγκαστικά αναφέρεται σε θεμελιώδη δικαιώματα που είναι συνταγματικά ορισμένα αλλά και υπαρκτά. Η αρχή, όπως είδαμε, προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. Η νομική κατάσταση που δημιουργείται απ’ αυτό το status, συνίσταται ακριβώς στην απαγόρευση της πολιτείας και τρίτων, στην αρνητική προστασία, να υπεισέλθουν ρυθμιστικά τόσο στο περιεχόμενο του πυρήνα αυτών των δικαιωμάτων, όσο και στο θετικό τρόπο άσκησής τους, ορίζοντας δηλαδή πώς αναπτύσσεται η προσωπικότητα. Η μη επέμβαση της πολιτείας σ’ ένα σύνολο δικαιωμάτων, ορίζει τη νομική κατάσταση που προκύπτει. Κατά το άρθρο 5 παρ.1, απαγορεύεται να οριστεί περιοριστικά η έννοια “της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας” όσο και συγκεκριμένοι τρόποι ανάπτυξής της. Ο προβλεπόμενος περιορισμός του άρθρου, συνίσταται, στο να μην παραβιάζονται τα δικαιώματα άλλων, το Σύνταγμα και τα “χρηστά ήθη” από τον όποιο τρόπο ανάπτυξής της.

Η αρχή του status activus, υποχρεώνει την πολιτεία να δέχεται την ενεργητική συμμετοχή του φορέα του δικαιώματος, όπου αυτή προβλέπεται και για όποιο συγκεκριμένο δικαίωμα προβλέπεται. Αφορά την άσκηση, κυρίως, των λεγόμενων πολιτικών δικαιωμάτων από το φορέα τους πολίτη. Εδώ η νομική κατάσταση συνίσταται στην υποχρέωση της πολιτείας να δέχεται ν’ ασκούνται συγκεκριμένα δικαιώματα, μόνο όμως από τους φορείς τους.

Τέλος, η αρχή του status positivus, υποχρεώνει την πολιτεία, να λάβει ειδικά μέτρα προκειμένου να προστατεύσει συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα. Απαιτείται δηλαδή συγκεκριμένη θετική ενέργεια της πολιτείας, προκειμένου να επέλθει η μέριμνα ή η προστασία του κοινωνικού δικαιώματος.

Τα κοινωνικά δικαιώματα μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι, συνταγματικά, επαρκώς ορισμένα κατά περιεχόμενο, υπό την εξής έννοια και διακρίσεις: Αναφέρεται ο πυρήνας ενός δικαιώματος, όπως είναι η οικογένεια, το δικαίωμα της εργασίας, η συνδικαλιστική ελευθερία, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, πως οι έννοιες αυτές αξίζουν τουλάχιστον τέτοιας προστασίας, ώστε να εξακολουθούν να υπάρχουν ως πραγματικές καταστάσεις.

Δεν αναφέρεται όμως σε τι συνίσταται η προστασία του, πράγμα που θα καταδείκνυε και τους πιθανούς κινδύνους από τους οποίους απειλείται η ύπαρξη ή η αποδυνάμωση αυτού του δικαιώματος. Οι συνταγματικές επιταγές εδώ, έχουν αόριστα, την έννοια της “προστασίας”, της “μέριμνας”, πλην όμως δεν εξειδικεύεται σε τι συνίσταται αυτή η προστασία ή η μέριμνα. Αυτή η παραπέρα εξειδίκευση, αφήνεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος θα θεσπίσει στο μέλλον προστατευτικά μέτρα γι’ αυτά τα δικαιώματα, τα οποία συγχρόνως θα καταδεικνύουν και τις αντίστοιχες απειλές τους ή αντίστροφα, η διάγνωση συγκεκριμένων απειλών θα οδηγήσει στο κατάλληλο μέτρο. Όλα τα κοινωνικά δικαιώματα, έχουν την ίδια προτεραιότητα. Το ποιο θα προστατευθεί πρώτο ή δεύτερο, είναι πολιτική απόφαση, που υπαγορεύεται από τις ιστορικές συγκυρίες, αλλά λαμβάνει επιτακτικό χαρακτήρα υλοποίησής της, από τις αντίστοιχες δεσμεύσεις και εν συνεχεία πρωτοβουλίες των οργάνων του λαού που και γι’ αυτό εκλέχτηκαν. Εάν δηλαδή λόγω οικονομικής ύφεσης, πρέπει να προστατευθεί το δικαίωμα της εργασίας, είναι πιθανό, αλλά ανεκτό κατά ένα μέτρο, να μείνει πίσω η προστασία άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων.

Έτσι, λοιπόν, η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι αρμοδιότητα-πρωτοβουλία, σχεδόν αποκλειστική της εκτελεστικής-κυβερνητικής λειτουργίας που έχει και την ευθύνη της γενικής πολιτικής, μέσα όμως στο πλαίσιο της συμφωνίας, υπό το περιεχόμενο και της οποίας της ανέθεσαν αυτήν την εξουσία. Τηρώντας δηλαδή το διαδικαστικό-ουσιαστικό συνταγματικό πλαίσιο της λειτουργίας της, με στόχο την εκπλήρωση της πολιτικής της δέσμευσης. Η κάθε πολιτική συμφωνία, (εντολέα-λαού) – (εντολοδόχων-οργάνων του), εμπεριέχει σιωπηρά ως όρο, εφόσον μιλάμε για συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας, την τήρηση του Συντάγματος.

Τέλος, δεν υπάρχει συνταγματική επιταγή περί του χρόνου υλοποίησης της προστασίας. Ο κοινός νομοθέτης δεν δεσμεύεται συνταγματικά για το πότε θα προστατεύσει ένα κοινωνικό δικαίωμα. Από τη στιγμή όμως που αρχίζει να προστατεύεται νομικά ένα κοινωνικό δικαίωμα, ο νομοθέτης δηλαδή δημιουργεί ένα συγκεκριμένο κανόνα δικαίου παροχών ή θεσμικής λειτουργίας του, δημιουργείται ένα status libertatis, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα άλλα δύο είδη δικαιωμάτων· μια νομική κατάσταση-πραγματικότητα, πάνω στην οποία τα άτομα, οι φορείς αυτών των δικαιωμάτων, στηρίζουν και κυρίως αναπτύσσουν τον ατομικό και κοινωνικό τους ρόλο· αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους, ασκούν την οικονομική ελευθερία τους, δομούν τη ζωή τους, αλλά και εμπεδώνεται με συγκεκριμένο τρόπο, η προστασία της αξίας του καθενός μας, ως ανθρώπου. Η αφαίρεση ή ο περιορισμός αυτών των δικαιωμάτων, σημαίνει ανατροπή δεδομένων για τη ζωή των ανθρώπων, στα οποία εύλογα στηρίχτηκαν υπό την εγγύηση των οργάνων της πολιτείας, τα οποία άλλωστε εξουσιοδότησαν προς τούτο. Ανατροπή, η οποία, ναι μεν επιτρέπεται, με την προϋπόθεση, όμως, ότι αφενός ο περιορισμός του συγκεκριμένου δικαιώματος δεν φτάνει μέχρι την προσβολή του πυρήνα του, ήτοι την εξαφάνισή του, τυπική ή ουσιαστική, αφετέρου, με το συγκεκριμένο περιορισμό, δεν πρέπει να θίγονται ούτε συνταγματικά δικαιώματα για τα οποία το σύνταγμα δεν επιφυλάσσει την εν μέρει ρύθμισή τους με κοινό νόμο· γι’ αυτά δε που υπάρχει επιφύλαξη, ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν πρέπει να θίγει ούτε τον πυρήνα αυτών, εξ’ αντανακλάσεως· δηλαδή, εκ του αποτελέσματος.

Τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, είναι οι προϋποθέσεις της πραγμάτωσης της ελευθερίας του ανθρώπου και κατ’ επέκταση της πραγμάτωσης της Λαϊκής Κυριαρχίας, λειτουργικά και ουσιαστικά. Εντάσσονται στις Βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γι’ αυτό είναι θεμελιώδεις πολιτικοί θεσμοί του [4].

ΤΜΗΜΑ Β΄

Ειδικότερα, η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ.1 Σ/75)

Η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, συνιστά τη βάση και την αφετηρία όλων των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, ήδη από τα πρώτα αμερικανικά συντάγματα. Ως προς την ευρωπαϊκή εμπειρία, η αρχή απετέλεσε νομική δεσμευτική ρήτρα, πολύ αργότερα, με αφορμή την οδυνηρή εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου εξαφανίστηκε κάθε έννοια ανθρώπινου δικαιώματος.

Στη Χώρα μας, αφορμή για τη συνταγματική υιοθέτηση της Αρχής, υπήρξε η επταετής δικτατορία του 1967. Έτσι, με το Σύνταγμα του 1975, υιοθετήθηκε η αρχή της αξίας του ανθρώπου στο άρθρο 2 παρ.1 αυτού, σύμφωνα με την οποία “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”. Ταυτόχρονα, καταστρώνονται σε στενή εννοιολογική σχέση και συνάρτηση με την ως άνω διάταξη και οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ.2 και 106 παρ.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες “Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται όπως νόμος ορίζει” και “η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.”, αντίστοιχα.

Το πλέγμα των ως άνω κανόνων δικαίου, ανώτατης τυπικής ισχύος, συνδιαμορφώνει ένα πρώτο περιεχόμενο της αρχής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Η δε ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των όρων “αξία του ανθρώπου” και “αξιοπρέπεια του ανθρώπου” στις αντίστοιχες διατάξεις, τελεί σε σχέση μείζονος-ελάσσονος: η αξία του ανθρώπου, είναι έννοια ευρύτερη της αξιοπρέπειάς του. Η “αξιοπρέπεια” αφορά κυρίως την κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης φύσης και όχι τη σωματική ή την πνευματική. Κατ’ αυτήν την έννοια, η αξιοπρέπεια προσδιορίζεται από τη στενότερη έννοια της τιμής και δεν αποδίδει το ευρύτερο περιεχόμενο της ανθρώπινης αξίας, καθόσον τιμή είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Συνεπώς, όχι μόνο είναι ορθότερη η χρησιμοποίηση στο άρθρο 2 παρ.1 του Σ/75 του όρου “αξία του ανθρώπου”, αλλά αφορά και ένα ευρύτερο κανονιστικό πλαίσιο το οποίο, από τη μια επηρεάζει τους όρους της εφαρμογής του, από την άλλη συνιστά θεμέλιό του. Και γιατί αυτό;

Η συμπερίληψη της αρχής στην παρ.1 του άρθρου 2, το οποίο (το άρθρο) συμπεριλαμβάνεται στο Α’ Τμήμα του Συντάγματος με τίτλο “Μορφή του Πολιτεύματος” (που το εν λόγω τμήμα συμπεριλαμβάνει μοναδικά δύο άρθρα, το δε 1ο αναφέρει ότι: 1. Το πολίτευμα της Ελλάδος είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. 2 Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η Λαϊκή Κυριαρχία. 3 Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.), προσδίδει, αναγκαστικά, στην αρχή αυτή, μια ιδιάζουσα και εξαιρετική λειτουργία: πρόκειται για έναν ερμηνευτικό κανόνα δικαίου, προφανώς όμως επιτακτικό καθόσον το Σύνταγμα επιτάσσει/διατάσσει, δεν εύχεται, ανώτατο ιεραρχικά και γι’ αυτό με καθολική δεσμευτική νομική ισχύ, που διατρέχει και οριοθετεί την ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία αλλά και τις αποφάσεις όλων των εξουσιών του Κράτους, σε συνάρτηση πάντα με την αρχή και τη λειτουργία της λαϊκής κυριαρχίας, τους σκοπούς της και τις συνταγματικές ωφέλειές της και μέσω των εξουσιών που αυτή έθεσε με το σύνταγμα, για λογαριασμό της και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Με άλλα λόγια, κάθε απόφαση (και η υλοποίησή της) των Εξουσιών των Κράτους (αλλά και κάθε τρίτου που ενεργεί εντός της έννομης τάξης του Κράτους), θα πρέπει, είτε να έχει ένα περιεχόμενο, αφενός τέτοιο που να είναι συμβατό με τα χαρακτηριστικά της φυσικής οντότητας άνθρωπος που καθορίζουν την αξία του, αφετέρου να μην τα θίγει επί μειώσεως, ή αδρανοποιήσεως, ή εξαφανίσεως τους.

Ο “σεβασμός”, αφορά, την αναγνώριση αυτών των χαρακτηριστικών ως υπαρκτών αλλά και την απόδοση σε αυτά ενός αξιακού/ηθικού περιεχομένου. Από την άλλη, η “προστασία”, γεννά ενεργητική υποχρέωση του υποκειμένου στο οποίο απευθύνεται, όχι μόνο η δράση του να μην προσβάλλει (κατά τον προαναφερόμενο τρόπο) αυτό το αξιακό περιεχόμενο, αλλά και να λαμβάνει μέτρα αποφυγής προσβολής του από οποιονδήποτε. Και επειδή, το ως άνω αξιακό περιεχόμενο (η αξία του ανθρώπου) συμπεριλαμβάνεται σε συνταγματική διάταξη και αναβιβάζεται έτσι σε έννομο αγαθό υπέρτατης αξίας, το οποίο μάλιστα κατά την ίδια επιταγή του νόμου “πρέπει να προστατεύεται από την Πολιτεία” πρωταρχικά, όχι μόνο βρίσκεται στην ανώτερη ιεραρχική σειρά του συνταγματικού καταλόγου των ατομικών -πρωτίστως- δικαιωμάτων, όχι μόνο όλες οι κρατικές εξουσίες πρέπει να απόσχουν από την προσβολή του όταν ενεργούν, αλλά η νομοθετική εξουσία πρέπει να θεσπίζει και μέτρα για την αποφυγή τής προσβολής του κατά τη λειτουργία όλων των παραγόντων της κοινωνίας. Και μάλιστα, τόσο η αναγνώριση όσο και η προστασία, είναι εξοπλισμένες με την ανώτατη τυπική ισχύ που έχουν οι συνταγματικές διατάξεις, ο δε ερμηνευτικός ρόλος της ρήτρας, διεισδύει και κρίνει κάθε άλλη διάταξη, κοινή ή ακόμα και συνταγματική, περί του αν θίγεται ή δεν προστατεύεται αυτό το υπέρτατο έννομο αγαθό, καθόσον η προστασία του από την Πολιτεία, αφενός είναι υποχρεωτική, αφετέρου πρώτη απ’ όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της. Έτσι, στον πυρήνα κάθε ατομικού, πολιτικού ή κοινωνικού δικαιώματος, στον πυρήνα κάθε απόφασης κρατικού οργάνου ή τρίτου, κάθε βιοτικής σχέσης ή ενέργειας οποιουδήποτε, βρίσκεται το πλέγμα παραδοχών που καθορίζουν εννοιολογικά “την αξία του ανθρώπου”, η οποία δεν πρέπει να μειώνεται ή να αδρανοποιείται ή να εξαφανίζεται.

Και ποιο είναι το νομικό περιεχόμενο “της αξίας του ανθρώπου”, που ο σεβασμός και η προστασία του αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας;  

Καταρχήν, η αρχή της αξίας του ανθρώπου με την αρχή της ισότητας καθώς και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος, αντίστοιχα), συμπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται: η αρχή της ισότητας και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, συνιστούν δύο γενικά (σε σχέση με τα υπόλοιπα ατομικά δικαιώματα) θεμελιώδη δικαιώματα, που προσδιορίζουν και συγκεκριμενοποιούν το περιεχόμενο της αρχής της αξίας του ανθρώπου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος, ενώ οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις περί των θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 4 παρ.2 έως 7, άρθρο 5 παρ.2 έως 4 και άρθρα 6 έως και 24) συνιστούν ειδικότερες περιπτώσεις εφαρμογής. Η υλοποίηση της αρχής του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό καθεστώς πλήρους ισότητας. Περαιτέρω, ο πυρήνας αυτής της αρχής, σε κάθε περίπτωση, ταυτίζεται με την έννοια της ελευθερίας, ενώ το περιεχόμενό της συμπυκνώνεται κυρίως στη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου και στον αποκλεισμό κάθε εξευτελιστικής μεταχείρισής του και αντιμετώπισής του ως αντικειμένου, μέσου ή εργαλείου και όχι ως φυσικής οντότητας που εγγενώς έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, της αυτοδιάθεσης, της ελεύθερης βούλησης, της επιλογής της υλοποίησής της, με αντίστοιχο ανάχωμα την αναγνώριση και το σεβασμό των ίδιων χαρακτηριστικών σε όλους τους ανθρώπους.

Πρόκειται, λοιπόν, για την αξία του ανθρώπου ως συγκεκριμένης και μοναδικής οντότητας που πραγματώνεται στον μεμονωμένο άνθρωπο και όχι ως αφηρημένης αξιοπρέπειας του είδους εν γένει, ή μόνο ως αξιοπρέπεια του προσώπου με ορισμένες ιδιότητες και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ακόμη και εάν η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ήθελε θεωρηθεί ότι δεν συνίσταται στην προσβολή συγκεκριμένου ανθρώπου, η διάγνωση της προσβολής γίνεται μέσω αυτής. Έτσι, “ο συγκεκριμένος τύπος” της προσβολής της αξίας του ανθρώπου, επαληθεύει ή όχι την αφηρημένη προσβολή αυτής, που καταγράφει η συνταγματική ρήτρα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η ελευθερία καθίσταται το κύριο περιεχόμενο τόσο της αξίας του ανθρώπου, όσο και της αξιοπρέπειας.[5]

Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, εφαρμογής ενός ειδικότερου δικαιώματος, το πρωταρχικό ερμηνευτικό κριτήριο και ένα από τα πρωταρχικά μη επιτρεπτά όρια προσβολής, συνιστά η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Ο κανόνας αυτός υπαγορεύει την εφαρμογή του ειδικότερου αυτού δικαιώματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην θίγεται η αρχή της αξίας του ανθρώπου, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την γενική αρχή της ισότητας και το γενικότερο δικαίωμα ελευθερίας που συγκαθορίζουν την ανωτέρω θεμελιώδη αρχή. Όλες, λοιπόν, αυτές οι περιπτώσεις εφαρμογής των επί μέρους δικαιωμάτων συνιστούν κατά μία έννοια ειδικότερες περιπτώσεις εφαρμογής της αρχής του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό και ειδικότερα διά μέσου της λήψης νομοθετικών μέτρων από τον κοινό νομοθέτη για την εφαρμογή και την προστασία των επί μέρους δικαιωμάτων κατ’ επιταγή πάντα του συντακτικού νομοθέτη, η ως άνω θεμελιώδης αρχή διαχέεται στο σύνολο της έννομης τάξης τόσο σε επίπεδο τυπικού νόμου όσο και σε επίπεδο απλής ατομικής διοικητικής πράξης.

Περαιτέρω, η περίπτωση του άρθρου 7 παρ.2 του Συντάγματος (τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απαγορεύονται και τιμωρούνται όπως νόμος ορίζει) συνιστά ειδικότερη έκφανση της αρχής του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, που και αυτή συνεισφέρει στον προσδιορισμό του νοηματικού περιεχομένου της αρχής αυτής. Τονίζεται, λοιπόν, ότι, στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του Συντάγματος, θεσπίζεται έμμεσα αλλά με σαφήνεια, ένα θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξίας. Βρίσκεται δε, σε νοηματική και λειτουργική συνάφεια με την διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 αλλά και με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ.2 του Συντάγματος (Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) που έτσι, από κοινού, καθορίζουν το νοηματικό και κανονιστικό νομικό περιεχόμενο της αρχής του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου.

Κατ’ ακολουθία λοιπόν των προαναφερομένων, το έννομο αγαθό της αξίας του ανθρώπου, συνταγματικά θεσπισμένο, υπέρτερο όλων και με την υποχρέωση της Πολιτείας να το προφυλάσσει ενεργητικά ως πρώτιστο καθήκον της, προσβάλλουν, χωρίς άλλο τι, τα βασανιστήρια, η ψυχολογική βία, ο εξευτελισμός του ανθρώπου όταν αντιμετωπίζεται ως “αντικείμενο”, μέσο ή εργαλείο για την επίτευξη ενός σκοπού, ακόμη και νόμιμου που μπορεί όμως να επιτευχθεί με άλλα μέσα. Προσβάλλεται, όμως, και όταν πρόκειται για παράνομη σωματική βία, κάκωση ή βλάβη της υγείας, για ψυχολογικό εξαναγκασμό σε παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως η απεμπόληση ενός δικαιώματος). Η προσβολή, λαμβάνει μεγαλύτερη νομική απαξία, όταν μέσω αυτής, προσβάλλεται και ένα επιπλέον θεμελιώδες ανθρώπινο συνταγματικά εγκαθιδρυμένο δικαίωμα ή ένα δικαίωμα που απορρέει ή υλοποιεί συνταγματική περίπτωση δικαιώματος, οπότε, αφενός οι ποινικές κυρώσεις είναι αυστηρότερες, η δε αστική αποζημίωση μεγαλύτερη. Η Πολιτεία, έχει πρωταρχική υποχρέωση να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου, πράγμα που σημαίνει ότι: και υποχρεούται να μη θίξει το δικαίωμα, και υποχρεούται να δέχεται ο πολίτης να απολαμβάνει όλα τα υπόλοιπα δικαιώματά του χωρίς έκπτωση από το συγκεκριμένο, και να θεσπίζει διατάξεις για την προστασία του, πρωτίστως στα πεδία εκείνα που δοκιμάζεται η ισχύς του, από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, είναι το πρωταρχικό από όλα τα θεμελιώδη συνταγματικά καθοριζόμενα δικαιώματα, συνιστά αναπόσπαστο θεμελιώδες στοιχείο τους, απολαμβάνει δε και τις τρεις προαναφερόμενες μορφές προστασίας.

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Υποχρεωτικός εμβολιασμός ιατρικού, παραϊατρικού, νοσηλευτικού, διοικητικού και υποστηρικτικού προσωπικού, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. (άρθρο 206 Ν.4820/2021) 

          1. Ο περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων της παρ.1 του άρθρου του άρθρου 5 του Σ/75 (ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας, δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνικοοικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας) σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, υπόκειται μόνο στην επιφύλαξη “της προσβολής δικαιώματος” τρίτου, από την άσκησή τους. Με άλλα λόγια, επιτρέπεται περιορισμός των ως άνω δικαιωμάτων με κοινό νόμο, όταν το άτομο, με ενέργειες ή παραλείψεις του που ανάγονται στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, από τη μια θίγει απευθείας (άλλο) έννομα θεσπισμένο δικαίωμα τρίτου, από την άλλη, όμως, το δικαιούται και ο περιοριζόμενος. Αυτό δηλαδή το δικαίωμα του τρίτου, θα πρέπει να αναγνωρίζεται και να δύναται να το απολαύσει και ο “περιοριζόμενος”, με τον ίδιο τρόπο, στην ίδια έκταση και με την ίδια ποιότητα, όπως και ο θιγόμενος και τώρα και “προστατευόμενος”, ενώ και ο προστατευόμενος θα πρέπει να υπόκειται στους ίδιους ακριβώς περιορισμούς. Δεν νοείται περιορισμός ατομικών δικαιωμάτων ενός ή πολλών, προκειμένου άλλη πληθυσμιακή ομάδα να απολαύσει ένα αγαθό (έστω έννομα με κοινό νόμο), η οποία όμως δεν υποβάλλεται στους ίδιους περιορισμούς με τους “περιοριζόμενους”. Διαφορετική προσέγγιση, αντίκειται ευθέως στις παρ.1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος (1.Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις).

Ο περιορισμός των ως άνω δικαιωμάτων (της παρ.1 του άρθρου 5 του Σ/75) σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 25 του Σ/75 (και εφόσον δεχθούμε ότι αυτά ανήκουν στα δικαιώματα που συνταγματικά επιτρέπεται ο περιορισμός τους με νόμο), ακριβώς επειδή πρόκειται για “περιορισμό” και όχι για εξαφάνιση ή κατάργηση ή πλήρη αναστολή αυτών των δικαιωμάτων, δεν μπορεί να φτάσει στην κατάργηση του “πυρήνα του δικαιώματος”, ήτοι να το καταστήσει ανενεργό, πρόσκαιρα ή διαρκώς. Μοναδική τέτοια συνταγματική πρόβλεψη, είναι αυτή του άρθρου 48 (κατάσταση πολιορκίας) η οποία μάλιστα “αφήνει απέξω” τα ως άνω δικαιώματα της παρ.1 του άρθρου 5 καθώς και τα δικαιώματα του άρθρου 4, των παρ.1 και 2 του άρθρου 22 καθώς και του άρθρου 18.

Περαιτέρω, αυτός ο περιορισμός, αφενός δεν θα πρέπει να μειώνει άλλα συνταγματικά δικαιώματα και εφόσον υφίσταται συνταγματική επιφύλαξη περιορισμού τους, καθόσον υπάρχουν συνταγματικώς εγκαθιδρυμένα δικαιώματα που είτε απαγορεύεται ο κοινός νομοθέτης “να τα αγγίξει” επί μειώσεώς τους (τις δε Βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και τον αριθμητικό κατάλογο του άρθρου 110 του Συντάγματος, ούτε ο αναθεωρητικός επί μειώσεώς τους), είτε επιτρέπεται να ανασταλεί η ισχύ τους πρόσκαιρα και μόνο υπό τις ίδιες εξαιρετικές προβλέψεις του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας άρθρου 48 και με την υλοποίηση των όσων ορίζονται σ’ αυτό· αόριστη επίκληση «κινδύνων» ή «απειλών», χωρίς την ενεργοποίηση του άρθρου 48, εννοείται ότι είναι συνταγματικώς αυθαίρετη και αβάσιμη).

Τέτοια, άλλα συνταγματικά δικαιώματα του ατόμου που δεν θα πρέπει ο “περιορισμός” των ως άνω ατομικών δικαιωμάτων να θίξει, ή συνταγματικές υποχρεώσεις του κράτους που δεν θα πρέπει να μειώσει, εκτός των άλλων είναι: α) το δικαίωμα στην εργασία και τις απολαβές που έχουν καθοριστεί είτε συμβατικά είτε νόμιμα μέσω της παροχής της από τον εργαζόμενο και ως προς τον εργαζόμενο (άρθρο 22 παρ.1), β) η υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την εργασία και να δημιουργεί συνθήκες απασχόλησης και όχι συνθήκες ανεργίας, αεργίας, υποαπασχόλησης ή “διαθεσιμότητας” χωρίς μισθό (άρθρο 22 παρ.2), γ) το πλέγμα όλων των δικαιωμάτων που καταγράφονται στο άρθρο 21 (προστασία οικογένειας), με κορωνίδες δ) “το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου” που συνιστούν πρωταρχική συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας κατά την παρ.1 του άρθρου 2 του Σ/75, αλλά και ε) την ενεργητική απόλαυση “της απόλυτης προστασίας της τιμής και ελευθερίας όλων όσων βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια.”, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 5 του Σ/75.

Ο εν λόγω “περιορισμός”, κατά τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 25 παρ.1 του Σ/75, θα πρέπει να διέπεται και από την “αρχή της αναλογικότητας”. Βάσει αυτής, σταθμίζεται και αξιολογείται η νομιμότητα των επιβαλλόμενων κρατικών περιορισμών στο πεδίο των ατομικών αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία και στην αμοιβή λόγω αυτής). Η γενική αρχή της αναλογικότητας περιέχει τρεις (3) επιμέρους ειδικότερες αρχές-στάδια, τα οποία και καθορίζουν, σωρευτικά εφαρμοζόμενα, αν παραβιάζεται η αρχή αυτή ή όχι. Πρέπει δηλαδή, να επιβεβαιώνονται όλα. Πρόκειται για τις αρχές: α) της καταλληλότητας, β) την αρχή της αναγκαιότητας και γ) την αναλογικότητα stricto sensu (με τη στενή έννοια)

Η “αρχή της καταλληλότητας”, επιβάλλει στον επιβαλλόμενο με νόμο περιορισμό, να είναι πρόσφορος σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· να μπορεί ο ίδιος ο περιορισμός να οδηγήσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και όχι ο εξαναγκασμός μέσω του επαπειλούμενου περιορισμού. Ελέγχεται δηλαδή η προσφορότητα των χαρακτηριστικών του περιορισμού, μοναδικά σε σχέση με το περιεχόμενο του επιδιωκόμενου σκοπού και όχι το αν ο περιορισμός, λόγω του εξαναγκαστικού και βλαπτικού περιεχομένου του για τον “περιοριζόμενο”, είναι “ικανός” να τον εξαναγκάσει να δεχθεί ή να υλοποιήσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η πρώτη περίπτωση πρέπει να συντρέχει αποδείξιμα, ενώ η δεύτερη πρέπει καταφανώς να απουσιάζει. Άσχετος και ακατάλληλος περιορισμός, που δεν μπορεί ευθέως να οδηγήσει στο αποτέλεσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, είναι αντισυνταγματικός και ανελεύθερος και χαρακτηριστικό φασίζουσας εξουσίας καθόσον, προφανώς και εάν απειλήσεις κάποιον με φυλάκιση, μπορείς να επιτύχεις την “οικειοθελή” αποχώρησή του από την εργασία του ή την “οικειοθελή” μείωση των αποδοχών του.

Επί τη βάσει της “αρχής της αναγκαιότητας”, ακόμη και εάν ο περιορισμός είναι κατάλληλος και πρόσφορος (κατά την προηγούμενη αρχή της καταλληλότητας), δεν θα πρέπει να είναι επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, μέτρο. Με άλλη διατύπωση, η αρχή μεριμνά ώστε ο περιορισμός με νόμο, να είναι όσο το δυνατόν ηπιότερος για τον θιγόμενο, σε στάθμιση μάλιστα, όχι μόνο των υπολοίπων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του που περιορίζονται, αλλά και σε σχέση με τα αποτελέσματα που επέρχονται λόγω του περιεχομένου του περιορισμού, στην ενεργή και ζώσα κατάσταση του θιγόμενου. Τα συνταγματικώς καθοριζόμενα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, δεν είναι “ρήτρες στα χαρτιά” που προορίζονται απλώς για αφηρημένη νομική αξιολόγηση και ιεράρχηση σε σχέση με την ωφέλεια που εγκαθιδρύει το καθένα από αυτά, αλλά συνθήκες μεταξύ των Οργάνων του λαού και του Λαού, που εκ του Συντάγματος οφείλουν να είναι ζώσες και ενεργές, προκειμένου να μπορούν πράγματι να καθορίσουν την ποιότητα της ζωής του και της Ελευθερίας του, και κατά τον τρόπο που ο ίδιος έχει αποφασίσει θέτοντας το συγκεκριμένο Σύνταγμα. Εγκαθιδρύουν μια πραγματική κατάσταση, νομικά εξοπλισμένη με την υπέρτατη δικαιική ισχύ, πάνω στην οποία οι άνθρωποι υλοποιούν την ατομική πολιτική και οικονομική τους ελευθερία, αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους και τον ατομικό και κοινωνικό τους ρόλο, πρωτίστως δε, δομούν τη ζωή τους πάνω σ’ ένα status libertatis που εγγυάται ενεργητικά το σεβασμό της αξίας του καθενός ως ανθρώπου. Η διάρρηξη αυτού του status, διαρρηγνύει την ίδια την κοινωνική ειρήνη, που με πολύ κόπο έχει επιτευχθεί. Αν, λοιπόν, ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα από τα επιβαλλόμενα μέτρα περιορισμού, τα τελευταία είναι αντισυνταγματικά. Προσήκον μέτρο περιορισμού, είναι αυτό που ενώ είναι κατάλληλο και πρόσφορο απευθείας να υλοποιήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό, συγχρόνως είναι και το ηπιότερο, σε σχέση με τη βλάβη που επιφέρει σε ενεστώτα χρόνο στην ενεργή και ζώσα ποιότητα της ζωής και της ελευθερίας του θιγόμενου.

Τέλος, ένας περιορισμός που επαληθεύει τις προαναφερόμενες δύο αρχές, ήτοι της “καταλληλότητας” και της “αναγκαιότητας”, πρέπει επιπλέον να τελεί σε μια “εύλογη σχέση” με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: ο περιορισμός, δεν θα πρέπει να επιφέρει περισσότερα και μεγαλύτερα -τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση- μειονεκτήματα ως προς την υλοποίηση των δικαιωμάτων του πολίτη (όχι μόνο του θιγόμενου), από τα πλεονεκτήματα που προσδοκά να επιφέρει με τον επιδιωκόμενο σκοπό και μέσω των περιορισμών που θέτει. Εν προκειμένω, η τρίτη αρχή (αναλογικότητα με τη στενή έννοια), επιβάλλει έναν τέτοιον περιορισμό στον περιορισμό, ώστε η προστασία του δημόσιου συμφέροντος να έχει τον πιο ήπιο αντίκτυπο σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της κοινωνικής ζωής, επί τη βάσει των θιγόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων του Πολίτη. Επομένως, εάν “αυτά που θίγονται” είναι περισσότερα και ζωτικότερης σημασίας από “αυτά που προστατεύονται”, η απαραίτητη σύμμετρη αναλογία σκοπού – επιπτώσεων, δεν υφίσταται και η εν λόγω αρχή παραβιάζεται. Μέσα σ’ αυτά, θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι, “το δημόσιο συμφέρον”, πρέπει πραγματικά να προστατεύεται από το μέτρο χάριν του οποίου τίθεται ο περιορισμός, συμπέρασμα που αξιολογικά και αντικειμενικά δεν είναι εύκολο να συναχθεί, ιδίως όταν ο τρόπος προστασίας του αγαθού, επιδέχεται διαφορετικές επιστημονικές εκτιμήσεις, ή το ίδιο το αγαθό διαφορετικές θεωρητικές, ιδεολογικές ή επιστημονικές ερμηνείες. Έτσι, ένα νόμιμο και γι’ αυτό κατά τεκμήριο αποδεκτό κριτήριο, είναι το εξής: όταν η επιβολή του μέτρου αφορά την προστασία ενός αγαθού, αφενός αυτό θα πρέπει να μπορεί να χαρακτηριστεί έννομο με τα ίδια κριτήρια που έχουν ισχύσει για αντίστοιχα όμοια έννομα αγαθά, αφετέρου για το ίδιο το μέτρο που επιβάλλεται για την προστασία του, να ισχύουν τα αντίστοιχα όμοιας/ανάλογης περίπτωσης. Σε περίπτωση “αμφιβολίας”, ισχύει “η αρχή υπέρ της ελευθερίας”, δηλαδή ο περιορισμός δεν επιβάλλεται, καθόσον μιλάμε για περιορισμό συνταγματικών δικαιωμάτων, και όχι τέτοιων που με κοινό νόμο μπορούν να αλλάξουν.

          2. Κατ’ ακολουθία λοιπόν των προαναφερομένων, οι διατάξεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 που επιβάλλουν υποχρεωτικό εμβολιασμό σε όλο το προσωπικό των ιδιωτικών και δημόσιων μονάδων φροντίδας ηλικιωμένων, των ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων κλπ, για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας κατά του κορωνοϊού covid-19 (παρ.1.α και 1.β), εκτός αυτών που έχουν νοσήσει από covid-19 και για διάστημα έξι μηνών από τη νόσηση ή αυτών που έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν τον εμβολιασμό τους (επί τη βάσει ειδικής λίστας εξαιρέσεων που προσδιορίζει η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, οι δε λόγοι εγκρίνονται από τριμελείς επιτροπές ανά υγειονομική περιφέρεια) (παρ.4), με τα συγκεκριμένα εμβόλια για τα οποία χορηγούνται τα πιστοποιητικά της παρ.5 του άρθρου 2 (ήτοι τέτοια που εφευρέθηκαν κατά το διάστημα 2/2020 έως και 2/2021 κατά του covid-19, έκτοτε δε έλαβαν νέου και μοναδικού τύπου προσωρινή άδεια από τον ελληνικό ΕΟΦ και τον αντίστοιχο της ΕΕ, άρχισε η παραγωγή τους και η διάθεσή τους από τον 2/2021), και που οι ως άνω εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν υποβληθεί στην πρώτη δόση (ή στη μοναδική δόση ανάλογα προφανώς με τον τύπο του εμβολίου) έως την 16.08.2021 ήτοι όλο το προσωπικό των ιδιωτικών, δημόσιων και δημοτικών μονάδων φροντίδας ηλικιωμένων και φροντίδας ατόμων με αναπηρία (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό προσωπικό) και έως και την 01.09.2021 όλο το προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό) που απασχολείται σε ιδιωτικές, δημόσιες και δημοτικές δομές υγείας (διαγνωστικά κέντρα, κέντρα αποκατάστασης, κλινικές, νοσοκομεία, δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μονάδες νοσηλείας, Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας και Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας) (παρ.6), στη δε συνέχεια να ολοκληρώσουν τον εμβολιαστικό κύκλο και ενώ για την εφαρμογή των παρ.1 και 2 (η πραγματοποίηση του εμβολιασμού) αυτή θα πιστοποιείται μέσω της έκδοσης των πιστοποιητικών που καταγράφονται στην παρ.5, τα πιστοποιητικά θα επιδεικνύονται μάλλον στον εργοδότη ή στον υπεύθυνο του αντίστοιχου δημόσιου τομέα, (καθόσον ο νόμος δεν αναφέρει, ενώ ουδεμία μνεία υφίσταται για την επίδειξη πιστοποιητικού απαλλαγής από τον εμβολιασμό σύμφωνα με την παρ.4), και που στην περίπτωση παράλειψης από τους εργαζόμενους υποβολής στην ως άνω ιατρική πράξη/εμβολιασμό, οι μεν εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, θα τεθούν σε αναστολή των καθηκόντων τους χωρίς την καταβολή των αποδοχών τους, ο δε χρόνος αναστολής δεν θα λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας (παρ.6.α), για τους δε εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα ο εργοδότης υποχρεούται να μην κάνει δεκτή την παροχή εργασίας απαλλασσόμενος συγχρόνως της υποχρέωσης καταβολής του μισθού τους, στο δε εργοδότη που απασχολεί ανεμβολίαστο προσωπικό επιβάλλονται διοικητικά πρόστιμα 10.000 ευρώ ανά περίπτωση και έως 50.000 ευρώ, σε περίπτωση υποτροπής έως 200.000 ευρώ (παρ.6.β), επί τη βάσει των προαναφερομένων, είναι καταφανώς αντισυνταγματικές.

(1) Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, καταρχάς, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός γιατρών υγειονομικών και λοιπού προσωπικού με τα συγκεκριμένα εμβόλια, που δεν έχουν τύχει ίσης νομικής ισχύος άδεια όπως όλα τα υπόλοιπα εμβόλια που κυκλοφορούν έως τώρα, γίνεται υπό την αόριστη επίκληση της επιτακτικής προστασίας της δημόσιας υγείας, χωρίς όμως να αναφέρεται από τι και πώς προσβάλλεται το αγαθό της δημόσιας υγείας, ώστε να μπορεί να συσχετιστεί και να προκύψει αιτιολογημένα η πρόσφορη προστασία της, μέσω του υποχρεωτικού εμβολιασμού, με τα συγκεκριμένα εμβόλια και μόνο μιας πληθυσμιακής ομάδας. Η “επίκληση” είναι αόριστη και γι’ αυτό αυθαίρετη.

Από την άλλη, είναι πασίδηλο γεγονός ότι, τα εν λόγω εμβόλια, κυκλοφορούν με προσωρινή άδεια[6], ακριβώς λόγω του ότι δεν έχει εξακριβωθεί και καθοριστεί επιστημονικά, τόσο η αποτελεσματικότητα του σκοπού τους, δηλαδή η προστασία του εμβολιαζόμενου από τη νόσο αλλά και η αποτροπή της μετάδοσής της σε τρίτους απ’ αυτόν, έχουν δε άγνωστες παρενέργειες, τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά τους, όσο και ως προς το “βάθος χρόνου” που μπορούν να τις επιφέρουν[7]. Περαιτέρω, είναι ήδη διαπιστωμένο και πανθομολογούμενο γεγονός, ότι ο εμβολιασμένος με ένα από τα εν λόγω εμβόλια, και νοσεί από την νόσο ως προς την οποία εμβολιάστηκε για να μη νοσήσει, αλλά και μεταδίδει τη νόσο. Και “όλα αυτά”, ενόψει “μιας προστασίας” (με το όποιο περιεχόμενο), που κατά την Πολιτεία, τις φαρμακευτικές εταιρείες που τα εφηύραν αλλά και τους επιστήμονες που υποστηρίζουν τον εμβολιασμό με αυτά, διαρκεί, το μέγιστο, 6-8 μήνες και ενώ δεν υπάρχει ακόμη καμιά πρόβλεψη για το εάν είναι δυνατή ιατρικά (τόσο από άποψη προσφορότητας κατά της νόσου όσο και σε σχέση με την ασφάλεια της υγείας του εμβολιαζόμενου), εκ νέου εμβολιασμός[8]. Τα ως άνω, καταρχήν, καθιστούν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως την προσφορότητα του συγκεκριμένου υποχρεωτικού εμβολιασμού, αφού αυτή καθ’ αυτή η υποχρέωση ανοχής μιας επέμβασης στο σώμα του προσώπου, μιας πράξης που επεμβαίνει στην ίδια την υλική υπόσταση του ανθρώπου με ένα φάρμακο και υπό την απειλή της οποιασδήποτε κύρωσης, δεν μπορεί να διαγνωστεί εάν έχει: α) την οποιαδήποτε ωφέλεια για τον εξαναγκαζόμενο αλλά και για τους τρίτους, β) σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει ωφέλεια, αυτή δεν μπορεί να λάβει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, ώστε να μπορέσει να σταθμιστεί σε σχέση με την αναγκαστική προσβολή στο σώμα του ανθρώπου. Με μια κουβέντα, δεν νοείται επέμβαση στο σώμα ενός ανθρώπου με ποινή επί αρνήσεώς του (και μάλιστα επέμβαση που στοιχειοθετεί ιατρική πράξη με το χαρακτηριστικό της χορήγησης φαρμάκου με άγνωστα εν πολλοίς αποτελέσματα για την υγεία του), χωρίς να μπορεί να σταθμιστεί εάν πράγματι προκύπτει ωφέλεια για την κοινωνία ή, αν προκύπτει, τι χαρακτηριστικά έχει.

(2) Η δημόσια υγεία, που η προστασία της είναι συνταγματικό καθήκον της Πολιτείας, προστατεύεται μόνο μέσω καθολικών και ασφαλών επιστημονικά ενεργειών, τέτοιων που τα αποτελέσματά τους, αφορούν και προσφέρονται σε όλους τους ανθρώπους που διαβιούν στην επικράτειά της. Η υλοποίηση αυτής της “προστασίας”, ενεργείται ήδη μέσω ενός “συστήματος δημόσιας υγείας”. Η δημόσια υγεία προστατεύεται μέσω του “δημοσίου συστήματος υγείας”. Αν, λοιπόν, η Πολιτεία έχει αποτύχει να προστατεύσει τη δημόσια υγεία μέσω του “δημόσιου συστήματος υγείας”, που μοναδικά η ίδια έχει την ευθύνη του, η λήψη “άλλων έκτακτων και μάλιστα επαχθών μέτρων”, τα καθιστά αυτά ήδη ανομιμοποίητα, καθόσον η Πολιτεία ήδη δεν έχει υλοποιήσει ένα συνταγματικό καθήκον της.

(3) Το δε μέτρο της υποχρεωτικής αργίας/διαθεσιμότητας χωρίς μισθό για τις ως άνω ομάδες των συμπολιτών μας σε περίπτωση που δεν εμβολιασθούν, εξαφανίζει (και όχι απλώς περιορίζει) μια σειρά συνταγματικών δικαιωμάτων τους: α) το δικαίωμα να αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να συμμετέχουν στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας (παρ.1 άρθρου 5 του Σ/75, β) το δικαίωμα στην εργασία και τις απολαβές που έχουν ήδη καθοριστεί και λαμβάνονται βάσει αυτής (άρθρο 22 παρ.1), γ) το κράτος παραβιάζει ενεργά και επιλεκτικά την υποχρέωσή του να προστατεύει την εργασία τους και να μην δημιουργεί συνθήκες ανεργίας, αεργίας, υποαπασχόλησής τους ή “διαθεσιμότητάς” τους χωρίς μισθό (άρθρο 22 παρ.2), δ) δεν προστατεύει τις οικογένειές τους καθόσον εξαθλιώνοντας αυτούς οικονομικά εξαθλιώνει και μέλη των οικογενειών τους (όπως τα παιδιά τους, το σύζυγο ή τη σύζυγο που δεν εργάζεται, και ενώ η ανεργία κυμαίνεται πάνω από 20%). Επιπλέον αποτέλεσμα των προαναφερομένων είναι, οι συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων/πολιτών, να μην απολαμβάνουν σεβασμό και προστασία της αξίας τους ως ανθρώπινες οντότητες (παρ.1 του άρθρου 2 του Σ/75), αλλά και να θίγεται η τιμή τους ως ανθρώπων αλλά και ως επαγγελματιών ή επιστημόνων, αφού σπρώχνονται με τη βία να ενεργήσουν κατά συγκεκριμένο τρόπο, προκειμένου να μη χάσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Αντιμετωπίζονται από τον κοινό νόμο, ως αντικείμενα, εργαλειοποιούνται και πρέπει: είτε να υποκύψουν εξευτελιζόμενοι, είτε να καταστραφούν. Προφανώς, μια τέτοια κατάσταση, θίγει και την κατάσταση ελευθερίας που συνταγματικά πρέπει να απολαμβάνουν.

(4) Συγχρόνως, ο εν λόγω “περιορισμός” (στην ουσία, η ήδη κατάλυση των ως άνω δικαιωμάτων), δεν διέπεται και από την “αρχή της αναλογικότητας”, κατά τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 25 παρ.1 του Σ/75. Συγκεκριμένα: 1) ο επιβαλλόμενος με τον κοινό νόμο “περιορισμός”, δεν είναι πρόσφορος σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, καθόσον η διαθεσιμότητα από την εργασία και χωρίς αποδοχές του μη εμβολιαζόμενου, δεν είναι ικανή να αποτρέψει την περίπτωση μη νόσησής του και της μη μετάδοσης της νόσου σε τρίτους, καθόσον αυτός, όπως όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός, συνεχίζει να διαβιώνει στην κοινότητα υπό τους περιορισμούς που ισχύουν για όλους τους άλλους, περιορισμοί οι οποίοι, μέχρι τώρα έχουν καταστεί απρόσφοροι να αποτρέψουν τόσο τη νόσηση όσο και τη μετάδοση, όπως αποδεικνύεται και εκ του πράγματος. 2) Οι τρίτοι που επισκέπτονται τους χώρους στους οποίους πρέπει υποχρεωτικά να είναι εμβολιασμένο το προσωπικό τους, ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι τους επισκέπτονται μόνο ευπαθείς ομάδες (αυθαίρετη παραδοχή, καθόσον τα νοσοκομεία τα επισκεπτόμαστε όλοι μας), δεν υποχρεώνονται να απέχουν από το να επισκεφθούν ή να παραβρεθούν σε όλους τους υπόλοιπους χώρους της κοινωνικής ζωής, στους οποίους διαβιούν και ανεμβολίαστοι. Άρα, ακόμη και εάν ο εν λόγω επισκέπτης προστατεύεται στους χώρους που ορίζει ο νόμος, δεν προστατεύεται σε όλους τους υπόλοιπους. 3) Εξάλλου, ο τρίτος προστατευόμενος επισκέπτης, πλην αυτών που φιλοξενούνται στις δομές της παρ.1.α του άρθρου 2 από την 01.08.2021 και εφεξής (που σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται τα νοσοκομεία, ιατρεία, κλινικές, δομές πρωτοβάθμιας βαθμίδας υγείας κλπ), δεν υποχρεούται σε εμβολιασμό. Άρα, αν ο σκοπός του συγκεκριμένου υποχρεωτικού εμβολιασμού με τα συγκεκριμένα εμβόλια και στο προσωπικό των συγκεκριμένων χώρων, είναι η αποφυγή μετάδοσης της νόσου σ’ αυτούς που τους επισκέπτονται, το μέτρο πάλι δεν επιτυγχάνει τον σκοπό του, καθώς ο τρίτος επισκέπτης, μπορεί να κολλήσει τη νόσο, από άλλον τρίτο νοσούντα επισκέπτη που επισκέπτεται το χώρο ή που έχει επισκεφθεί το χώρο. 4) τέλος, κατά γενική πλέον επιστημονική και εμπειρική παραδοχή, “ο εμβολιασμένος και νοσεί και μεταδίδει τη νόσο”.[9]

Κατά ακολουθία λοιπόν των προαναφερομένων, ο εν λόγω περιορισμός, καταφανώς δεν μπορεί να οδηγήσει στον επιδιωκόμενο σκοπό (μη νόσηση και μη μετάδοση της νόσου από τον περιοριζόμενο). Ασκεί, απλώς, μια επαχθέστατη βία, προκειμένου, μια πληθυσμιακή ομάδα να υποχρεωθεί στην ανοχή μιας πράξης, που πολλαπλώς θίγει συνταγματικά της δικαιώματα. Κατά συνέπεια, το μέτρο, δεν είναι ούτε “κατάλληλο” κατά την έννοια της συνταγματικής επιταγής.

(5) Και ενώ ο περιορισμός δεν είναι ούτε κατάλληλος ούτε πρόσφορος, είναι και επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι μέσω του εν λόγω περιορισμού μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός (αποφυγή μετάδοσης της νόσου από το προσωπικό, σ’ αυτούς που επισκέπτονται τα νοσοκομεία και λοιπούς χώρους που ορίζει η διάταξη). Πριν την αργία και τη διαθεσιμότητα χωρίς μισθό, θα μπορούσαν να προηγηθούν συνεχείς διαγνωστικοί έλεγχοι στο προσωπικό και μόνο αν νοσούν να τίθενται σε διαθεσιμότητα λαμβάνοντας τις αποδοχές τους καθόσον, το ζητούμενο είναι εάν νοσούν να μην έλθουν σε επαφή με τρίτους και όχι να μην λάβουν το μισθό τους και να εξαθλιωθούν βιοτικά και ηθικά προκειμένου να εμβολιαστούν και ενώ, όντας εμβολιασμένοι, μπορούν τελικά να μεταδώσουν τη νόσο.

Ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ο εν λόγω εμβολιασμός, είναι απόλυτα ασφαλής για τον εμβολιαζόμενο, τουλάχιστον κατά τα ίδια κρατούντα για τα λοιπά εμβόλια (και έστω κατά παρέκκλιση του ότι όλα τα υπόλοιπα εμβόλια για να διατεθούν, πέρασαν προηγουμένως δοκιμές δεκαετιών), ότι αποτρέπουν τη νόσηση και τη μετάδοση (κατά τα ίδια κρατούντα για τα λοιπά εμβόλια), ότι οι παρενέργειές τους για τους εμβολιαζόμενους πάλι είναι ανάλογα ίδιες με τα άλλα εμβόλια, θα μπορούσε, ίσως, ο εμβολιασμός να καταστεί υποχρεωτικός στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα, επί μιας ήπιας και αυξανόμενης διοικητικής ποινής, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Και βέβαια, αφού η Πολιτεία από πλευράς της έχει εξαντλήσει τις υποχρεώσεις της για την προστασία της δημόσιας υγείας, τουλάχιστον στην υπό κρίση περίπτωση: αφήνοντας αρχικά στην “άκρη” την υποχρέωση της Πολιτείας για ισχυρή και ποιοτική διάθεση πρωτοβάθμιας υγείας, τόσο από υλικοτεχνικής απόψεως όσο και προσωπικού (ώστε να μην γεμίζουν άσκοπα τα νοσοκομεία), την υποχρέωση παροχής “γιατρού στο σπίτι” (μιας παροχής που η “φτωχή και ανήμπορη” Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών, μαζί με την πρωτοβάθμια υγεία, παρείχε με επιτυχία) καθόσον ο αντίλογος θα συνίστατο στο ότι “αυτά τα μέτρα θέλουν χρόνο”, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο το ότι, η Πολιτεία, θα έπρεπε συνέχεια και αδιάλειπτα να απολυμαίνει τουλάχιστον τους δημόσιους κλειστούς υγειονομικούς χώρους, να ενεργεί η ίδια συνεχώς tests σε κάθε υποψήφιο επισκέπτη (που παρέχει προς τούτο χρόνο η “περίπτωση”, εξαιρούνται δηλαδή τα “επείγοντα περιστατικά” που χρήζουν άμεσης ιατρικής φροντίδας), εν γένει δε να έχει λάβει όλα τα ενδεδειγμένα ιατρικά μέτρα πρόληψης μετάδοσης της νόσου.

(6) Τέλος, ο εν λόγω περιορισμός που δεν επαληθεύει τις προαναφερόμενες δύο αρχές, ήτοι της “καταλληλότητας” και της “αναγκαιότητας”, δεν τελεί ούτε σε μια “εύλογη σχέση” με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: ο περιορισμός, δηλαδή ο εκβιασμός περί αργίας/διαθεσιμότητας και μάλιστα χωρίς μισθό, αν δεν δεχθείς τον εμβολιασμό, έχει μεγαλύτερη σε έκταση και σε ένταση μειονεκτήματα, ως προς την υλοποίηση δικαιωμάτων όλων των πολιτών: α) η ποιότητα “του εν ενεργεία συστήματος δημόσιας υγείας”, μειώνεται, καθώς στη θέση εμπειρότατου επιστημονικού προσωπικού, αυτού που τυχόν αρνηθεί να εμβολιαστεί, καλείται τουλάχιστον άπειρο προσωπικό, που θα εργαστεί ευκαιριακά, εκ του νόμου για μικρό και περιορισμένο χρόνο, με μικρότερες απολαβές, χωρίς να γνωρίζει τις επιστημονικές υποδομές και τις λειτουργίες τού “χώρου” και χωρίς να μπορέσει τελικά να επιτύχει και τον απαιτούμενο βαθμό συνεργασίας με το λοιπό προσωπικό, στοιχεία όλα απαραίτητα για μια τέτοιου είδους προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, προς αντιμετώπιση της νόσου. Αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ο κλυδωνισμός και η περαιτέρω μείωση της ποιότητας παροχής φροντίδας υγείας, τόσο στο δημόσιο σύστημα υγείας, όσο και στο πανάκριβο ιδιωτικό, όπου ο ασθενής απευθύνεται με την πεποίθηση ότι θα τύχει καλύτερης φροντίδας. β) Από την άλλη, δημιουργείται ένα προηγούμενο αυθαίρετων και παράνομων επιβολών σε ομάδες της κοινωνίας, οι δε πολίτες συνηθίζουν στους εκβιασμούς προκειμένου να κρατήσουν τις δουλειές τους και να μην εξαθλιωθούν. Για το σύνολο του Κόσμου της εργασίας και της επιστήμης, εισάγεται ένα νέο κριτήριο: δεν έχει σημασία η επιστημονική ή η επαγγελματική σου επάρκεια, αλλά το πόσο υποτακτικός είσαι στην εργοδοσία, δημόσια ή ιδιωτική. Η ισχύς των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γίνεται αντικείμενο συναλλαγής. Τα απολαμβάνουν, μόνο όσοι είναι ή εν τέλει γίνονται “συνεργάσιμοι”. Μόνο όσοι είναι διατεθειμένοι να απολέσουν την αξιοπρέπειά τους, την ατομική και επαγγελματική τιμή τους, την ελευθερία τους, το δικαίωμα αυτοδιάθεσής τους. Ο άνθρωπος, ο εργαζόμενος, ο επιστήμονας, είναι αναλώσιμοι. Αντιμετωπίζονται ως “πράγματα”. “Ό,τι δεν συμφωνεί μαζί μας, καταστρέφεται”, “το πετάμε”. Μια κοινωνία, όπου ο άνθρωπος δεν έχει αξία. Υπέρτατη αξία έχουν οι προτεραιότητες και οι επιλογές της εξουσίας, με το όποιο περιεχόμενο και το οποιοδήποτε πρόσχημα.

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Σχετικά με το άρθρο 205 ν. 4820/2021

Οι διατάξεις του άρθρου 205 ορίζουν ότι οι εμβολιασμένοι εργαζόμενοι οφείλουν έως και την 31-12-2021 να επιδεικνύουν στον εργοδότη ψηφιακό πιστοποιητικό ή βεβαίωση εμβολιασμού ή νόσησης-θετικού διαγνωστικού ελέγχου.

Ένα πρώτο ζήτημα αφορά τις κυρώσεις ή αρνητικές έννομες συνέπειες για τον εργαζόμενο, που δεν θα επιδείξει το σχετικό πιστοποιητικό, είτε ρητά αρνούμενος είτε  αδιαφορώντας για την τήρηση αυτού του μέτρου. Η διάταξη δεν ορίζει ρητώς κάποια συνέπεια οποιουδήποτε τύπου. Φαίνεται να είναι ατελής διάταξη, διάταξη χωρίς κυρώσεις. Ενδεχομένως, όμως, από την μη προσκόμιση να μπορεί ο εργοδότης να συναγάγει τεκμήριο ότι ο εργαζόμενος δεν έχει διαγνωσθεί θετικός και ταυτόχρονα δεν έχει εμβολιασθεί. Ποιες εξουσίες αποκτά ο εργοδότης πάνω στον εργαζόμενο, που δεν έχει ανταποκριθεί σε αυτήν την υποχρέωση;

Επίσης, τίθεται ένα ζήτημα για την υποχρέωση του εργοδότη, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα. Πρέπει να έχει υπάρξει κλήση προς τον εργαζόμενο να το προσκομίσει ή θεωρείται υποχρέωση εκ του νόμου, οπότε παρέλκει αυτή η υποχρέωση του εργοδότη; Επίσης, αν ο εργοδότης δεν τηρήσει το μέτρο, υπόκειται σε κύρωση, και αν ναι, σε ποιαν;

Κατά τον τρόπο αυτόν, ο εργοδότης είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα έχει την πρακτική ευχέρεια να κατατάξει το προσωπικό σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που έχουν προσκομίσει το ψηφιακό πιστοποιητικό ή σχετική βεβαίωση, και σε αυτούς που δεν το έχουν.  

          1. Ζητήματα τίθενται κατ’ αρχάς σε σχέση με την τήρηση και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από τον εργοδότη, δημόσιο ή ιδιωτικό σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων (ν.4624/2019, Κανονισμός Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2016/679 περί GDPR,  άρθρο 7 ν. 2472/1997, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει).

  • Κατά κανόνα δεν επιτρέπεται η τήρηση και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και η δημιουργία αρχείου βάσει αυτών. Τα ευαίσθητα δεδομένα υπάγονται στους ορισμούς του άρθρου 2 ν.2472/1997 και σαφώς περιλαμβάνουν και τα δεδομένα υγείας (άρθρο 44 περ. ιγ ν. 4624/2019 περί ΓΚΠΠΔ/ GDPR) όπως και τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα – Δεδομένα υγείας: Δεδομένα που σχετίζονται με την κατάσταση σωματικής ή ψυχικής υγείας του προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του·
  • Βεβαίως ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 22 παρ.1 και 2 ν. 4624/2019, η οποία εισάγει εξαιρέσεις από την γενική ρύθμιση ως προς τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, η οποία και απηχεί/αντανακλά και εφαρμόζει την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ΓΚΠΠΔ). Μια από τις εξαιρέσεις αυτές αφορά την προστασία δημοσίου συμφέροντος που σχετίζεται με την δημόσια υγεία -22 παρ. 1 γ’, 22 παρ. 2 α’.
  • Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, αν βάσει της πανδημίας του covid 19 και των μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισής της, μπορεί ο κάθε εργοδότης να έχει αρχείο και να επεξεργάζεται δεδομένα τέτοιας φύσης όπως οι ιατρικές παρεμβάσεις (εμβολιασμός) ή η κατάσταση υγείας του (προηγούμενη θετική διάγνωση ή νόσηση) και η βάσει αυτών τεκμαιρόμενη κατάσταση της υγείας του.
  • Είναι η τήρηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων στην περίπτωση αυτήν απολύτως απαραίτητη, όπως ορίζεται στο άρθρο 22 παρ. 2 ν. 4624/2019; Συμβάλλει αυτή η αρχειοθέτηση και επεξεργασία κατά τρόπο πρόσφορο, αναγκαίο και αναλογικό στην μη μετάδοση της νόσου ή αποτελεί δυσανάλογο περιορισμό των δικαιωμάτων των υποκειμενικών φορέων των προσωπικών δεδομένων; Μπορεί, έτσι, να προσβληθεί το δικαίωμα στον σκληρό του πυρήνα και να παραβιασθεί; Αυτό πρέπει να ελεγχθεί και βάσει των πρόσφατων ιατρικών δεδομένων, κατά τα οποία ο εμβολιασμένος και αυτός μπορεί να νοσήσει, ακόμη και σοβαρά, ή και να μεταδώσει τον ιό. Χρειάζεται η ορθή συνταγματική στάθμιση μεταξύ αντιθέτων εννόμων αγαθών, που χρήζουν και απολαμβάνουν συνταγματική προστασία.
  • Υφίσταται ναι ή όχι κίνδυνος διάδοσης ή κυκλοφορίας ευρύτερα αυτών των ευαίσθητων κοινωνικών δεδομένων και προσωπικού στιγματισμού των φορέων τους (στην περίπτωση του μη εμβολιασμού);
  • Υφίσταται σε όλες τις επιχειρήσεις πράγματι ΥΠΔ (Υπεύθυνος Προσωπικών Δεδομένων), όπως ορίζει ο ΓΚΠΠΔ και ο νόμος; Αν όχι, ποιος θα συγκεντρώσει τα δεδομένα και θα είναι υπεύθυνος για την τήρηση αρχείου και την τυχόν επεξεργασία τους; Αυτός που θα τα συγκεντρώσει έχει τα υφιστάμενα προσόντα που ορίζει ο νόμος; Ή θα το κάνουν άτομα άσχετα, απληροφόρητα και αναρμόδια;
  • Οφείλει ναι ή όχι ο εργοδότης στην τήρηση και επεξεργασία αυτών των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων να έχει την ρητή προγενέστερη συναίνεση του εργαζόμενου, τον οποίον να έχει πληροφορήσει σχετικώς;

          2. Ζητήματα και συνέπειες από την διάκριση αυτών των δύο κατηγοριών εργαζομένων

Στα πλαίσια του ατομικού εργατικού δικαίου, ιδίως όπως έχει διαμορφωθεί μετά τον ν. 4808/2021, μπορεί, ενδεχομένως, να θεωρηθεί ότι από τη μη προσκόμιση του πιστοποιητικού συνάγεται κατά τεκμήριο ο μη εμβολιασμός αυτού που δεν το προσεκόμισε.

Στην περίπτωση αυτήν μπορεί, ενδεχομένως, ο εργοδότης α) να υποβαθμίσει εργασιακά τον εργαζόμενο, πχ αναθέτοντάς του μόνο καθήκοντα που δεν τον φέρνουν σε επαφή με κοινό ή και β) να καταγγείλει την εργασιακή σχέση, καταγγελία ούτως ή άλλως αναιτιώδης, βάσει της εκτίμησης πάντοτε ότι ο μη εμβολιασμός του εργαζόμενου εκθέτει σε κίνδυνο υγείας τους λοιπούς εργαζόμενους, τον ίδιο, αλλά και τους πελάτες της επιχείρησης και, άρα, διακυβεύει την κατάσταση υγείας μέσα στην επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή, η κατηγοριοποίηση των εργαζομένων βάσει της προσκόμισης ή μη του πιστοποιητικού μπορεί να οδηγήσει σε μια άνιση ή διακριτική (κατά διάκριση) ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος σε βάρος των πράγματι ή κατά τεκμήριο ανεμβολίαστων εργαζομένων.

Κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του ν. 4808/ 2021, απαγορεύεται η απόλυση και είναι άκυρη [10] αν επιτελέσθηκε βάσει δυσμενούς διάκρισης για τους λόγους που αναφέρονται στην διάταξη και συνδέονται με την σχετική ΔΣ για την αποτροπή των διακρίσεων στην σχέση εξαρτημένης εργασίας ή γίνεται λόγω ενάσκησης νομίμου δικαιώματος από τον εργαζόμενο. Σύμφωνα με την γενική αρχή ότι το μείζον περιέχει και το έλασσον, είναι παράλογο να θεωρηθεί ότι δεν είναι θεμιτό να απολυθεί κάποιος για τις ιδεολογικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις του, ενώ μπορεί να απολυθεί για την κατάσταση υγείας του ή την αποδοχή ή μη ιατρικών παρεμβάσεων στο σώμα του, πράγμα που σχετίζεται και προσδένεται πολύ στενότερα με τον πυρήνα της προσωπικότητάς του από ό,τι οι φιλοσοφικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις. Το επιπλέον δεν μπορεί να μην εμπεριέχει και το στοιχειώδες. Τι είδους στάθμιση εννόμων αγαθών θα ήταν αυτή, όπου απαγορεύεται να απολυθείς γιατί είσαι «βουδιστής» ή «αναρχικός» ή «φυτοφάγος», αλλά επιτρέπεται να απολυθείς για τη σωματική σου κατάσταση, γιατί είσαι ανεμβολίαστος ή ανάπηρος; Επιπλέον, κατ’ αναλογίαν της μη απόλυσης κάποιου για την αναπηρία του, είναι λογικό να συναχθεί ότι δεν μπορεί να απολυθεί κάποιος επειδή, και μάλιστα υποθετικά, είναι πιο «μολυσματικός» ή πιο επικίνδυνος για την υγεία των άλλων, και γενικότερα για τη σωματική ή τη βιολογική του κατάσταση.

Επιπλέον, η μη αποδοχή καταναγκαστικής ιατρικής επέμβασης ή γενικότερα πράξης που αφορά την σωματική ελευθερία και αυτοκαθορισμό συνιστά κατά το άρθρο 5 παρ. 1 ,2 και 5 Σ και την αρχή της προστασίας και σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (2 παρ.1 Σ) αυτονόητη άσκηση νομίμου και μάλιστα κατά το Σύνταγμα προστατευόμενου δικαιώματος. Άρα, δεν μπορεί να οδηγεί σε απώλεια της εργασιακής θέσης, ακόμη και με την έννοια του άρθρου 66 παρ.1 β’ και όχι μόνο του στοιχείου α’ (δυσμενής διάκριση). Η για αυτόν τον λόγο απόλυση πρέπει να θεωρείται ευθέως παράνομη και άκυρη με την έννοια του άρθρου 66 παρ. 1 ν. 4808/21 και σε κάθε περίπτωση καταχρηστική κατά την έννοια της παρ. 3.

Επίσης, η άρνηση των διακρίσεων και η εφαρμογή της αρχής της ισότητας στο ατομικό εργατικό δίκαιο και στη σχέση εξηρτημένης εργασίας δεν απορρέει μόνο από τις ΔΣ και τον ν. 4808/2021, στον βαθμό που απαγορεύει τις εκ των ΔΣ διακρίσεις, αλλά και ευθέως από το άρθρο 4 παρ.1 Σ (γενική αρχή της ισότητας, δικαίωμα στην ίση μεταχείριση και απαράδεκτο, κατ’ αρχάς, των δυσμενών διακρίσεων).

Η άρνηση των διακρίσεων, όπως και η εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας είναι γνωστό ότι δεν είναι απόλυτη και επιδέχεται ορισμένες κάμψεις ή εξαιρέσεις. Η αναλογική εφαρμογή της αρχής της ισότητας (όμοια μεταχείριση των ομοίων και μη όμοια των ανομοίων) αλλά και ειδικά αιτιολογημένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος μπορεί να οδηγούν και σε ορισμένες επιτρεπτές κάμψεις της αρχής της ισότητας[11]. Ή σε ορισμένες μορφές επιτρεπτών διακρίσεων. Θα πρέπει, όμως, η άνιση ρύθμιση: α) να ακολουθεί γενικά, αφηρημένα και αντικειμενικά κριτήρια και όχι «προσωποποιημένα» β) να μην οδηγεί σε έκδηλη άνιση μεταχείριση, όπως έχει δεχθεί γενικότερα και η νομολογία του ΣτΕ[12] γ) να στηρίζεται σε ειδικά αιτιολογημένο γενικό και δημόσιο συμφέρον .

Με βάση το ισχύον δίκαιο, αλλά και τα ως τώρα υγειονομικά και επιστημονικά δεδομένα, προκύπτουν τα εξής ζητήματα:

  • Ιδίως η έννομη συνέπεια της απόλυσης λόγω μη υπαγωγής του εργαζομένου σε ιατρική επέμβαση είναι εξαιρετικά έντονο, δυσανάλογο και ακραίο μέτρο. Δεν τηρεί τους κανόνες «περιορισμών των περιορισμών» των συνταγματικών δικαιωμάτων.
  • Η χρησιμότητα του εμβολιασμού, με βάση τα ως τώρα δεδομένα, ιδίως τα πρόσφατα, όσον αφορά ειδικά τη μη μετάδοση του ιού (άλλο το ζήτημα της σοβαρότητας νόσησης, που αφορά, όμως, αυτόν που δεν εμβολιάζεται και μόνο) δεν είναι σαφής ούτε δεδομένη –μάλλον, το αντίθετο ισχύει. Συνεπώς, πού έγκειται η προσφορότητα στην κάμψη της αρχής της ισότητας και του δικαιώματος στην ίση μεταχείριση;
  • Επιπλέον, η απόλυση ή και η έντονη πρακτική υποβιβασμού, όταν σχετίζεται με το ζήτημα του εμβολιασμού, μπορεί να ενισχύσει τον κοινωνικό στιγματισμό του εργαζόμενου, πλήττοντας σοβαρά το δικαίωμα στην προστασία της αξίας του και στην αξιοπρεπή του διαβίωση.
  • Τέλος, άξιο προσοχής είναι και το θέμα αν κάποιος αρνείται να προσκομίσει το πιστοποιητικό, ανεξαρτήτως αν είναι εμβολιασμένος ή όχι. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν αυτή η άρνηση συνιστά άρνηση εκτέλεσης συμβατικών υποχρεώσεων από την πλευρά του εργαζόμενου ή μορφή αντίθεσής του στο διευθυντικό δικαίωμα.
  • Κατά πρώτον, το διευθυντικό δικαίωμα είναι ένα πλαίσιο άσκησης ιδιωτικής εξουσίας, το οποίο απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας. Η σύμβαση εργασίας δεν περιέχει όρους ή προϋποθέσεις που σχετίζονται με την κατάσταση υγείας του εργαζόμενου. Ούτε και θα μπορούσε να περιέχει.
  • Κατά δεύτερον, το διευθυντικό δικαίωμα έχει σαφή όρια: δεν μπορεί να φτάνει στην άρση του ατομικού και μάλιστα του σωματικού αυτοκαθορισμού του εργαζόμενου. Δεν μπορεί να φτάνει καν στην υποχρεωτική ενημέρωση από τον εργαζόμενο για ιατρικές επεμβάσεις στο σώμα του ή για την κατάσταση τυχόν νόσησης ή μη κλπ δηλαδή σε έκθεση του σωματικού του αυτοκαθορισμού αλλά και της ιδιωτικότητάς του, της ιδιωτικής του σφαίρας (privacy). Το ότι τίθενται με διάταξη νόμου τέτοιες απαιτήσεις σε βάρος του εργαζομένου είναι πρωτοφανές και δεν έχει, τουλάχιστον στο ελληνικό δίκαιο, κανένα νομικό προηγούμενο. Τόσο το δικαίωμα στον ατομικό σωματικό αυτοκαθορισμό (από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 και 5 παρ. 5 Σ και της γενικής αρχής της προστασίας και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Σ) όσο και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα ή στην ιδιωτική ζωή κατά το άρθρο 9 παρ.1 εδ. β’ Σ δεν επιτρέπουν να καταστεί ο εργοδότης και μάλιστα έναντι αμφίβολου ή ανύπαρκτου πλεονεκτήματος για τη δημόσια υγεία αποδέκτης στοιχείων που αφορούν την σωματική κατάσταση, την κατάσταση υγείας ή την πραγματοποίηση ή μη ιατρικών επεμβάσεων στο σώμα του εργαζόμενου.

Υποσημειώσεις:

[1]  Ρήγα Φεραίου, Το Πολίτευμα, άρθρο 21: “Αι δημόσιαι συνδρομαί και ανταμοιβαί είναι ιερόν χρέος της πατρίδος. Το κοινόν χρεωστεί μια βοήθειαν εις τους δυστυχείς εγκατοίκους, τόσον είς το να τους προμηθεύει να έχουν ή να εργάζονται, όσον και να δώση τρόπον ζωής εις εκείνους όπου δεν μπορούν πλέον να δουλεύουν. Ήγουν ένας γεωργός μη έχοντας βόδια κάθεται αργός, η πατρίς έχει χρέος να τον δώση και να τον προσμένη ώστε να την πληρώση. Ένας εσακατεύθη εις τον υπέρ της πατρίδος πόλεμον αύτη πρέπει να τον ανταμείψει και να τον τρέφη όσο ζη.”

[2]  Σύνταγμα της Επιδαύρου, παρ. η΄ “Όλαι αι εισπράξεις πρέπει να διανέμωνται δικαίως, εις όλας τας τάξεις και κλάσεις των κατοίκων, καθ΄ όλην την έκτασιν της Ελληνικής Επικράτειας. Καμμία δε είσπραξις δεν γίνεται άνευ προεκδοθέντος νόμου.”

[3]  Α. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄, Ατομικές ελευθερίες, σ.25.

[4]  Βιβλιογραφία, εκτός των άλλων, για τα εν λόγω θέματα – Δημήτρη Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Γ΄, Θεμελιώδη δικαιώματα I Γενικό μέρος – Α. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, α΄, Ατομικές ελευθερίες, 1981.

[5]   Με στοιχεία από τη Διπλωματική Μελέτη του Πασχάλη Ρουμελιώτη με τίτλο: “Η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου δια μέσου της ελληνικής και αλλοδαπής θεωρίας και νομολογίας.”

[6]   Αναφέρεται η άδεια του ΕΟΦ και της ΕΕ με την ένδειξη ότι είναι “προσωρινή”.

[7]   Μπορεί να γίνει αναφορά σε ανάλογες επιστημονικές θέσεις

[8]  Σχετική αναφορά από επιστήμονες ή και τις ίδιες τις οδηγίες των συγκεκριμένων εμβολίων.

[9]  Μπορούν να επαναληφθούν ανάλογες αναφορές (καλό είναι με τη μορφή υποσημείωσης)

[10]   Και μάλιστα με την πλήρη έννοια και της υποχρέωσης επαναπρόσληψης.

[11]   Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδόσεις Αντώνη Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 118-122.

[12]   Οπ.π. σελ. 120, υποσημ.12. Παραπομπή και στην σχετική νομολογία του ΣτΕ.

Φώτης Μαζαράκης, δικηγόρος, επικεφαλής του ΤΟΜΕΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ του ΕΠΑΜ,
Δημήτρης Μπελαντής, δικηγόρος
Αριστείδης Κωνσταντάκης, δικηγόρος

"hereticalideas"

 
Top