Η κυβέρνηση αποδεικνύεται ανθεκτική ή μήπως η σημερινή αντιπολίτευση δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά; Στο ερώτημα αυτό συμπυκνώνονται ολοένα και περισσότερο οι προβληματισμοί και συζητήσεις του τελευταίου διαστήματος όχι μόνο στους πολιτικούς διαδρόμους αλλά και σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης.

Οι απαντήσεις που δίνονται ποικίλουν ανάλογα με την οπτική που βλέπει καθένας την κατάσταση καθώς και τα ταμπού που υπάρχουν ιδιαίτερα μέσα στα (μεν και τα δε) κομματικά γραφεία. Υπάρχουν ωστόσο και δεδομένα που δεν αμφισβητούνται και τα οποία σε κάθε περίπτωση τροφοδοτούν αυτή την περίοδο -κάτω από την επιφάνεια της δημόσιας ρητορικής- τις διεργασίες και ζυμώσεις. Δύο χρόνια ύστερα από τις εκλογές του 2019 η ΝΔ συνεχίζει να έχει την πολιτική κυριαρχία παρά τα προβλήματα και τη φθορά από τους χειρισμούς της σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς ή ακόμη και παρά τη στροφή της σε σχέση με κομβικές προεκλογικές της εξαγγελίες. Άλλοι το αποδίδουν στο απρόβλεπτο γεγονός της πανδημίας που όπως κάθε κρίση βοηθά έστω και βραχυπρόθεσμα την εκάστοτε κυβέρνηση, άλλοι στο ρόλο των δημοσκοπήσεων που αν και μειωμένης αξιοπιστίας και εγκυρότητας επηρεάζουν το κοινωνικό σώμα και άλλοι στην αφόρητη μονομέρεια της πλειονότητας των μέσων ενημέρωσης και ιδιαίτερα των τηλεοπτικών. Ενώ πάντως οι παράγοντες αυτοί ισχύουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, δεν αποτελούν επαρκή εξήγηση για την εικόνα και τις επιδόσεις της αντιπολίτευσης και δη της αξιωματικής. Ένας ισχυρός αντίλογος άλλωστε είναι ότι και παλαιότερα η διαπλοκή στα media και οι πειραγμένες μετρήσεις δεν διέσωσαν από την κατάρρευση κυβερνήσεις που είχαν χάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση. Ακόμη και το εφεύρημα της «καταλληλότητας για την πρωθυπουργία» που -όπως αφηγείται ο νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην δημοσκόπος Χρ. Βερναρδάκης- είχε επιβληθεί επί Σημίτη στις εταιρείες μετρήσεων, δεν εμπόδισε ως αντιπολίτευση τότε τη ΝΔ υπό την ηγεσία του Κ. Καραμανλή να έρθει σαρωτικά στην εξουσία με μια ευρύτατη μάλιστα κοινωνική αποδοχή. Επίσης ο καλπασμός του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 έως το 2015 δεν ανασχέθηκε από την εξοργιστική φιλομνημονιακή προπαγάνδα των καναλιών της εποχής. Μάλλον διευκολύνθηκε εκ του αποτελέσματος.

Παλαιότερα υπήρχε και το αξίωμα ότι μια καλή αντιπολίτευση βοηθά και την κυβέρνηση να γίνεται καλύτερη. Αν κρίνουμε από την απογοήτευση των πολιτών -ανεξάρτητα από την τελική πρόθεση ψήφου- για το σύνολο του κομματικού σκηνικού, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η απουσία σήμερα μιας ικανής αντιπολίτευσης επιτρέπει στην κυβέρνηση να δείχνει καθημερινά ολοένα και πιο αρνητικές όψεις της και να γίνεται -γιατί όχι;- χειρότερη. Μπορεί επίσης η πανδημία να είναι ένας πραγματικός λόγος που δεν θα «νομιμοποιούσε» εκλογές, αλλά ο βαθύτερος λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τις ζητά παρά τα όσα καταλογίζει στην κυβέρνηση δεν είναι αυτός.

Ενώ λοιπόν η αντιπολίτευση σηκώνει διαρκώς τους τόνους και οξύνει την κριτική της για διάφορα ζητήματα προς την κυβέρνηση, το ερώτημα στο οποίο ζητείται απάντηση είναι γιατί δεν διαφαίνεται -τουλάχιστον στον άμεσο ορίζοντα- αλλαγή συσχετισμών. Είναι ίσως ενδεικτικό ότι ακόμη και η απεργία της Πέμπτης για το εργασιακό νομοσχέδιο με τη στήριξη όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης όπως και η συγκέντρωση, αν και μεγαλύτερη από τις προηγούμενες, δεν δείχνει να είχε κάποια καταλυτική επίδραση στις εξελίξεις.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν έχουν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες μέσα στο εκλογικό σώμα, αν και αυτό συχνά ακούγεται περισσότερο ως άλλοθι. Μια προέκτασή του θα μπορούσε να παραπέμπει και στην παλαιότερη θεωρία περί «ώριμου φρούτου» αλλά ο κίνδυνος είναι να τραβήξει σε μάκρος χρόνου η διαδικασία της ...ωρίμανσης και της πτώσης.

Λιγότεροι είναι αυτοί και δη από τον αντικυβερνητικό χώρο που δεν διστάζουν να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και να αναζητήσουν τις αιτίες κατ' αρχάς στις μεταλλάξεις που έφερε ο μνημονιακός ιός εδώ και μια δεκαετία στη χώρα μας. Ως κυβέρνηση σήμερα η ΝΔ ακόμη και με την παρένθεση της πανδημίας εφαρμόζει στον οικονομικό και όχι μόνο τομέα την πολιτική που προσυπέγραψε και άσκησε με πλήρη υποταγή ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την κωλοτούμπα του 2015. Με τη σταδιακή ιδεολογική της μετάλλαξη η ΝΔ μετατοπίζεται διαρκώς επίσης προς τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ για κοινωνικά θέματα, τον «δικαιωματισμό», το μεταναστευτικό κλπ. Όσο για τα εθνικά θέματα, η σημερινή κυβέρνηση έχοντας απαρνηθεί τις παραδοσιακές κόκκινες γραμμές ανταγωνίζεται τον ΣΥΡΙΖΑ για την πιστότερη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον ελληνοτουρκικό διάλογο με φόντο την Χάγη. Ακόμη και στο μείζον ζήτημα των ημερών αναφορικά με τον εμβολιασμό ως «λύση» στο πρόβλημα του κορονοϊού ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως δείχνει βασιλικότερος του βασιλέως την ώρα που διεθνώς τα ερωτήματα και οι αβεβαιότητες από υγειονομικής, βιοηθικής και συνταγματικής πλευράς διαρκώς αυξάνονται.

Συμπληρωματικά η διαμάχη για τον έλεγχο του λεγόμενου «κεντρώου» χώρου, που μάλλον έχει αλλοιωθεί και παρερμηνευθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν, φαίνεται ότι λειαίνει ολοένα και περισσότερο τις διαφορές μεταξύ των δυο σημερινών μεγαλύτερων κομμάτων. Αυτό είναι εμφανές όταν κατακάθεται η σκόνη από τις συγκρούσεις για επιμέρους θέματα και κυρίως σε ο,τι αφορά τη διαχείριση και όχι την ουσία τους. Γι αυτό και η σεναριολογία περί πιθανής μελλοντικής συνεργασίας δεν προκαλεί σοκ ανάλογο με του 2012 όταν οι ως τότε προαιώνιοι αντίπαλοι, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, έκαναν την αρχή και μοιράστηκαν -υπό τις διαταγές της τρόικας -τα κυβερνητικά έδρανα.

Μαζί με αυτά τα μειονεκτήματα και την απουσία νέου ολοκληρωμένου αφηγήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα της ανανέωσης. Όσο κι αν αντιμετωπίζεται ως το μεγαλύτερο ταμπού, το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο την ευρύτερη ηγετική ομάδα -που μετά την τριπλή ήττα του 2019 δεν έχει αλλάξει- αλλά και τον ίδιο τον κ. Τσίπρα ο οποίος είναι μεν ο νεότερος σε ηλικία αρχηγός αλλά αποτελεί πλέον, ως αρχηγός κόμματος από το 2008, τον «δεινόσαυρο» της ελληνικής πολιτικής ζωής. Έτσι εξηγείται και θόρυβος που προκλήθηκε από την αμφίσημη απάντησή του στο πρόσφατο ερώτημα εάν θα αποχωρήσει ύστερα από μια ενδεχόμενη νέα εκλογική ήττα.

Το κυριότερο για πολλούς πάντως είναι ότι την ίδια ώρα που το σύστημα ερίζει για το κέντρο και προς τα αριστερά, οι συνθήκες που διαμορφώνονται πανευρωπαϊκά και όχι μόνο δείχνουν πως το παιχνίδι ανοίγει σε όλα τα μέτωπα από την άλλη πλευρά. Γι αυτό και το ζητούμενο είναι από πού μπορεί να προέλθει εναλλακτική λύση με νέα οραματική πολιτική σε κοινωνικό και εθνικό επίπεδο. Σε αυτή τη βάση, υπάρχουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι υπό τις καινούργιες συνθήκες -και όχι των περασμένων δεκαετιών- δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή άλλες «εξ αριστερών» δυνάμεις που μπορούν πλέον να ανατρέψουν τον κ. Μητσοτάκη. Η αλλαγή των ισορροπιών και η αποκαθήλωση από την εξουσία φαίνεται ότι θα προκύψει όταν και εάν εκδηλωθούν τεκτονικές ανακατατάξεις στα «δεξιά» του εκλογικού φάσματος.

 Ανδρέας Καψαμπέλης
 
Top