Τη μεγαλύτερη άνοδο των τελευταίων 10 ετών σημειώνουν οι τιμές των τροφίμων παγκοσμίως, καθώς μέσα στον Μάιο έκαναν πραγματικό άλμα 40% και όπως τονίζει η Υπηρεσία Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), που έδωσε χθες τα στοιχεία στη δημοσιότητα, ήταν ο 12ος συναπτός μήνας ανόδου των τιμών του κόστους των τροφίμων. 

Η θεαματική αύξηση εγκυμονεί τον κίνδυνο μεγάλης επιτάχυνσης του πληθωρισμού ειδικότερα σε φτωχές χώρες, τις εξαρτημένες από τις εισαγωγές. Παράλληλα, περιπλέκει περαιτέρω τα διλήμματα των κεντρικών τραπεζών που έχουν να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, ενώ προσπαθούν ακόμη να στηρίξουν τις οικονομίες τους με μια άκρως αναπτυξιακή νομισματική πολιτική.

Ανάμεσα στους παράγοντες που συνέδραμαν στην αύξηση των τιμών ήταν η ξηρασία στις χώρες της Νότιας Αμερικής, καθώς κατέστρεψε τη σοδειά μεγάλου φάσματος βασικών ειδών διατροφής από το καλαμπόκι και τη σόγια μέχρι τον καφέ και τη ζάχαρη. Την κατάσταση επιδεινώνουν, άλλωστε, οι παραγγελίες-ρεκόρ της Κίνας που εισάγει μεγάλο όγκο σιτηρών, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος για τις βιομηχανίες παραγωγής ζωοτροφών. Σε ό,τι αφορά τα διαφόρων ειδών έλαια που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί στα ύψη εξαιτίας της μεγάλης ζήτησης για βιοκαύσιμα. Οπως τονίζει η FAO, ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων επιταχύνθηκε το 2020 στο 6,3% από το 4,6% στο οποίο βρισκόταν ήδη το 2019 και η αιτία ήταν βέβαια οι ρωγμές που προκάλεσε η πανδημία στην εφοδιαστική αλυσίδα, πλήττοντας, έτσι, την παραγωγή αλλά και τη διανομή των τροφίμων.

Η εκτίναξη των τιμών των τροφίμων θυμίζει ανάλογα επεισόδια στην παγκόσμια αγορά που το 2008 και το 2011 προκάλεσαν κοινωνικές εκρήξεις σε πάνω από 30 χώρες. Μιλώντας στο Bloomberg ο Αμπντολρέζα Αμπασιάν, οικονομολόγος της Υπηρεσίας Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, τόνισε πως «έχουμε πολύ μικρά περιθώρια για να αντιμετωπίσουμε ένα πλήγμα στην παραγωγή αλλά και πολύ μικρά περιθώρια για μια απρόβλεπτη εκτίναξη της ζήτησης σε οποιαδήποτε χώρα». Οπως εξήγησε ο ίδιος, οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να οδηγήσει τις τιμές σε περαιτέρω άνοδο και αυτό θα αποτελεί σοβαρό λόγο ανησυχίας. Σημαντικός παράγοντας που βοήθησε στην εκτίναξη των τιμών ήταν η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, κυρίως όμως σε συνδυασμό με την άνοδο των μεταφορικών.

 Η θεαματική αύξηση των τιμών εγκυμονεί τον κίνδυνο μεγάλης επιτάχυνσης του πληθωρισμού, ειδικότερα σε φτωχές χώρες εξαρτημένες από τις εισαγωγές (φωτ. Α.Ρ.).

Η ενίσχυση των τιμών των πρώτων υλών υπήρξε δυσβάσταχτη για ορισμένες βιομηχανίες όπως, για παράδειγμα, η Nestle και η Coca-Cola, εκπρόσωποι των οποίων δήλωσαν στους Financial Times ότι δεν έχουν εναλλακτική και αναγκαστικά θα μεταβιβάσουν το αυξημένο κόστος στις τιμές καταναλωτή. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα η Ελεν Ντίκινσον, διευθύνουσα σύμβουλος της BRC, προειδοποίησε πως υπάρχουν ακόμη πολλοί παράγοντες που μπορούν να εξωθήσουν σε περαιτέρω άνοδο τις τιμές των τροφίμων. Οικονομολόγοι και αναλυτές της αγοράς προβλέπουν, άλλωστε, πως η άρση των περιοριστικών μέτρων και η επιστροφή των πελατών στα εστιατόρια θα δώσει περαιτέρω ανοδική ώθηση στις τιμές των τροφίμων. Στο μεταξύ, το πρόβλημα της πείνας ανά τον κόσμο έχει επιδεινωθεί δραματικά, καθώς η πανδημία επιτείνει τις ανισότητες στη διάθεση των τροφίμων εν μέσω ακραίων καιρικών φαινομένων και πολιτικών κρίσεων.

Οι περιοχές που αναμένεται να δεχθούν βαρύ πλήγμα σε περίπτωση περαιτέρω αυξήσεων των τιμών είναι οι χώρες της Δυτικής Αφρικής. Χώρες όπως η Νιγηρία, για παράδειγμα, εμφανίζουν ήδη πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων 23%, που σύμφωνα με το πρόγραμμα τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών είναι ο υψηλότερος των τελευταίων 15 ετών. Το εν λόγω πρόγραμμα προειδοποίησε για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πλέον ευάλωτες χώρες και συμπεριέλαβε ανάμεσά τους τον Λίβανο, όπου ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων εκτοξεύθηκε πέρυσι στο 400% εξαιτίας μιας εξαιρετικά αρνητικής συγκυρίας αποτελούμενης από την πανδημία, μια νομισματική κρίση και τα παρεπόμενα της έκρηξης στη Βηρυτό. Στη χώρα της Μέσης Ανατολής παραμένει ακόμη και σήμερα ο πληθωρισμός στο 200% όπως, άλλωστε, και στη Συρία και στο Σουδάν.
BLOOMBERG, REUTERS, FAO, FT
 
Top