Μα πολύ πριν από τα δισεκατομμύρια και τις συστηματικές εμφανίσεις στις λίστες του Forbes, ο Breyer δεν ήταν παρά ένα παιδί ταλαντούχων μεταναστών, που είχαν περάσει τον Ατλαντικό μετά την Ουγγρική επανάσταση του 1956. Στην Αμερική, μεγάλωσε σε ένα σπιτικό με έμφαση στην τεχνολογία και από ότι φαίνεται, οι προσπάθειες του μηχανικού πατέρα του έπιασαν. Ο γιος του πήρε υποτροφίες από το Stanford και το Yale, διαλέγοντας το πρώτο.
Παράλληλα με τις σπουδές του, ο Breyer δούλεψε στην Hewlett Packard, ενώ έπειτα πέρασε και ένα καλοκαίρι απασχολούμενος από την Apple. Όπως τόσοι άλλοι επενδυτές, στα μέσα τις δεκαετίας του 80’ πήρε το MBA του από το Harvard και όδευσε κατευθείαν προς την Wall Street, μόλις λίγους μήνες μετά το κραχ του 1987.
Εκεί, δέχτηκε την πρόταση της Accel Partners, μία σχετικά καινούρια επενδυτική φίρμα στην οποία σχεδίαζε να μείνει, όπως λέει ο ίδιος, για δύο ή τρία χρόνια, προτού επιστρέψει στην Sillicon Valley. Τελικά, ο Breyer θα ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που έκαναν την Accel μία από τις κορυφαίες φίρμες Venture Capital στον κόσμο.
Πέρασαν δεκαοκτώ επιτυχημένα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων ο Breyer ανελίχθηκε στο εσωτερικό της εταιρείας. Το 2005, λοιπόν, μία συνάδελφος του μίλησε για ένα νεοσύστατο startup, κάτι για ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με 700.000 χρήστες και χωρίς κάποιο ανεπτυγμένο σχέδιο προς την κερδοφορία.
Πέρασαν δεκαοκτώ επιτυχημένα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων ο Breyer ανελίχθηκε στο εσωτερικό της εταιρείας. Το 2005, λοιπόν, μία συνάδελφος του μίλησε για ένα νεοσύστατο startup, κάτι για ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με 700.000 χρήστες και χωρίς κάποιο ανεπτυγμένο σχέδιο προς την κερδοφορία.
Πολλές από τις επενδύσεις του στην Κίνα έγιναν σε συνεργασία με την IDG Capital, μία τοπική φίρμα που είχε χρηματοδοτήσει την Baidu και την Tencent, δυο εξαιρετικά επιτυχημένες-και κερδοφόρες-εταιρείες. Ο Breyer θα συνέχιζε στο ίδιο μονοπάτι, κάνοντας επενδύσεις στην Didi Chuxing, την Uber της Κίνας και την Xiaomi. Αλλά οι σχέσεις του με την ευρύτερη περιοχή πήραν μία νέα πτυχή, όταν παντρεύτηκε την Angela Chao, με καταγωγή από την Ταϊβάν, που διατελεί χρέη CEO στον όμιλο Foremost, μία ιδιωτική ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα την Νέα Υόρκη.
Μάλιστα, η Angela είναι η μικρότερη αδερφή της Elaine Chao, της επιχειρηματία και πολιτικού που εργάστηκε στις κυβερνήσεις και των τεσσάρων τελευταίων Ρεπουμπλικάνων προέδρων, από τον Ronald Reagan, μέχρι τον Donald Trump. H Elaine διατέλεσε υπουργός Μεταφορών στην κυβέρνηση Trump και είναι παντρεμένη με τον Mitch McConnell, κάνοντας τον Breyer… μπατζανάκη με τον πιο ισχυρό εκλεγμένο Ρεπουμπλικάνο πολιτικό στην χώρα!
Οι επενδύσεις του Breyer, που συνήθως εστιάζουν στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και στις επιστήμες υγείας, τον έκαναν δισεκατομμυριούχο, με περιουσία που ξεπερνά τα 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Του έφεραν, επίσης και αρκετά βραβεία, όπως την κορυφαία θέση στην λίστα του Forbes για τους κορυφαίους τεχνολογικούς επενδυτές για τρία συνεχόμενα χρόνια. Και τώρα, οι επενδύσεις αυτές τον φέρνουν στα μέρη μας.
Η επένδυση στην Viva Wallet
Τώρα, μαζί με την Tencent, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και σύμφωνα με το TechCrunch, το fund με έδρα το Λονδίνο Hedosophia, η Breyer Capital επενδύει στην Viva Wallet. Η πανευρωπαϊκή Neobank, που παρέχει χρηματοοικονομικές και πιστωτικές υπηρεσίες πληρωμών προς επιχειρήσεις σε 23 ευρωπαϊκές χώρες, ανακοινώσε την εξασφάλιση επιπλέον χρηματοδότησης ύψους 80 εκατομμυρίων, κάτι που εξυπηρετεί το σχεδιασμό του Χάρη Καρώνη, Founder και CEO, για τα επόμενα βήματα της Viva Wallet.