Στα εξήντα ένα του χρόνια, ο Τζον Μακάλις δεν μου «γέμισε» το μάτι όταν τον είδα για πρώτη φορά από κοντά σε ένα ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης. Θύμιζε έντονα θαμώνα μιας εγγλέζικης παμπ, μόνο που αυτό δεν έχει καμία σχέση με την μυθιστορηματική του ζωή, στην οποία έχει δει και έχει κάνει πάρα πολλά. Ο Τζον δεν ήταν απλά ένας πρώην SAS (πρόκειται για την ελίτ των βρετανικών ειδικών δυνάμεων), αλλά ο άνθρωπος που έχει σκοτώσει πάνω από εκατό άτομα-στην πλειοψηφία τους τρομοκράτες-και έχει παρασημοφορηθεί πέντε φορές με μετάλλια ανδρείας. Είναι αυτός που μαζί με την ομάδα του έδωσαν τέλος στην κατάληψη της Ιρανικής πρεσβείας στο Λονδίνο το 1980, σε μια επιχείρηση που κράτησε δεκαεννιά λεπτά και οδήγησε στην απελευθέρωση των ομήρων. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι η φάτσα του υπάρχει σε όλες σχεδόν τις συνέχειες του «Call of Duty», έστω και αν στο παιχνίδι αναφέρεται ως λοχαγός Πράϊς.

Ήταν ο συνιδρυτής και επιχειρησιακός διευθυντής του NNK Group, που ειδικεύεται στην ασφάλεια υψηλών προσώπων και όχι μόνο, το οποίο στελεχώνεται από πρώην στελέχη των SAS, και έχει γραφεία και στην Ελλάδα. Τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε σχεδόν μόνιμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκπαιδεύοντας κατά καιρούς την αντιτρομοκρατική μονάδα του Λιμενικού, αστυνομικούς και σωματοφύλακες. Μιλήσαμε σχεδόν για όλα, αφού ακόμα και τότε ο Μακάλις κρατούσε μόνο για τον ίδιο επιχειρήσεις από τις οποίες κινδύνευε να μην βγει ποτέ ζωντανός και νύχτες που οι σφαίρες σε κάποια συνοικία του Μπέλφαστ έπεφταν σαν το χαλάζι.


Η δράση του στο Μπέλφαστ

Όταν ένας Έλληνας εφοπλιστής ενδιαφέρθηκε να μάθει πόσο θα του κόστιζε η πρόσληψη τεσσάρων πρώην SAS για την φύλαξή του, ο Τζον του είπε ότι θα έπρεπε να πληρώσει οχτώ χιλιάδες ευρώ τον μήνα για τον ένα, αφήνοντας τον άναυδο. «Κάποιοι άνθρωποι νομίζουν ότι οι σωματοφύλακες είναι για να κουβαλάνε τα ψώνια της γυναίκας τους στο σπίτι η να την συνοδεύουν όταν πηγαίνει στο κότερο. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος δικός μου να κάνει αυτή τη δουλειά» μου είχε επισημάνει ο Σκωτσέζος θρύλος των SAS, πριν αρχίσει να ξετυλίγει κεφάλαια της μυθιστορηματικής του ζωής. «Ήμουν στο στρατό ήδη τέσσερα χρόνια, όταν μπήκα στην επιλογή για τους SAS. Ήταν το 1977 και θυμάμαι ότι αρχικά ήμασταν διακόσια πενήντα άτομα. Μετά από λίγες εβδομάδες κάθε πρωί στην αναφορά, έβλεπα ότι κάποιοι έλειπαν».

Η εκπαίδευση ήταν υπέρ του δέοντος σκληρή για την ελίτ του Βρετανικού στρατού και κάποιοι απλά δεν άντεξαν. «Θυμάμαι ότι μια συγκεκριμένη εβδομάδα ξεκινήσαμε να κάνουμε από τη Δευτέρα πορείες. Η πρώτη ήταν τριάντα χιλιόμετρα με πλήρη εξοπλισμό και τριάντα κιλά πρόσθετο βάρος. Την Τρίτη τα χιλιόμετρα έγιναν σαράντα, την Τετάρτη πενήντα και την Πέμπτη εξήντα, όμως η χειρότερη μέρα ήταν η Παρασκευή. Έπρεπε να διανύσουμε ογδόντα χιλιόμετρα με εξήντα κιλά πρόσθετο βάρος μέσα σε είκοσι ώρες και φυσικά να είμαστε έτοιμοι για επιχειρησιακή δράση όταν τελειώναμε την πορεία. Πολλοί απλά σωριάστηκαν κάτω και κόπηκαν εκείνη τη μέρα».

Τελειώνοντας την βασική εκπαίδευση ο Μακάλις θα βρεθεί στο ταραγμένο Μπέλφαστ, με τον IRA την εποχή εκείνη να χτυπάει συνεχώς στόχους. Θα λάβει μέρος σε δεκάδες επιχειρήσεις εναντίον τρομοκρατών, για κάποιες από τις οποίες μπορεί να μιλήσει. «Θυμάμαι ένα βράδυ που είχαμε την πληροφορία ότι ο IRA θα τοποθετούσε βόμβα σε ένα ταχυδρομείο. Ξέραμε το σημείο και είχαμε ακροβολιστεί έξι SAS περιμένοντας. Έφτασαν τέσσερα άτομα και επειδή υπήρχε ένας σχετικά ψηλός μαντρότοιχος, οι δύο τρομοκράτες ένωσαν τα χέρια τους για να ανέβει ο τρίτος. Μόλις άπλωσε τα χέρια του αρχίσαμε να πυροβολούμε. Το πόδι του κόπηκε και ο υπόλοιπος έφυγε από την άλλη πλευρά ουρλιάζοντας. Οι άλλοι τρεις σκοτώθηκαν επί τόπου»

Ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη των SAS στην Ιρλανδία. Η συνεργασία τους με την MI6 (πρόκειται για την Υπηρεσία Πληροφοριών της Βρετανίας) ήταν άψογη και ο Τζον έλαβε μέρος σε δεκάδες επιχειρήσεις. Για κάποιες από αυτές-σε μια ειδικά οι πιθανότητες να χάσει την ζωή του ήταν 80%- παρασημοφορήθηκε από την ίδια τη βασίλισσα Ελισάβετ.




Το θρίλερ με την Ιρανική πρεσβεία στο Λονδίνο και η Νταϊάννα.

Τον Μάιο του 1980 τρομοκράτες καταλαμβάνουν την πρεσβεία του Ιράν στο Λονδίνο, κρατώντας εικοσιένα ομήρους. Ζητούν την απελευθέρωση κρατουμένων από το καθεστώς του Χομεϊνί και οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούν πουθενά. «Είμαστε από την πρώτη στιγμή σε επιφυλακή» μου είπε ο Τζον και συνέχισε. «Όταν η πρωθυπουργός κ . Θάτσερ έδωσε την διαταγή να εμπλακούμε εγκατασταθήκαμε αρχικά σε μια στρατιωτική βάση κοντά στο κτήριο της πρεσβείας».

Ο Μακάλις και οι υπόλοιποι ετοιμάζουν σχέδιο επίθεσης και αναλαμβάνουν δράση όταν οι τρομοκράτες εκτελούν έναν όμηρο και αφήνουν το πτώμα του στην είσοδο της πρεσβείας. Ο Τζον είναι αυτός που θα τοποθετήσει τα εκρηκτικά ανατινάζοντας ένα παράθυρο σε όροφο του κτηρίου, πριν μπει μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους του μέσα την πρεσβεία. Ταυτόχρονα άλλες ομάδες των SAS εισβάλλουν από το ισόγειο και άλλους ορόφους. Ψάχνουν τους τρομοκράτες σε κάθε δωμάτιο, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο πυροβολισμών και εκρήξεων. «Ανοίξαμε μια πόρτα και ρίξαμε δύο φωτιστικές βόμβες. Τότε είδα ένα τρομοκράτη πληγωμένο στο πόδι να κάνει μια κίνηση. Τον γάζωσα με μια ριπή». Τον ρώτησα αν ένοιωσε τίποτα. «Όχι. Έκανα τη δουλειά μου» θα μου πει για μια επιχείρηση που τελείωσε σε δεκαεννιά λεπτά και εκτόξευσε την φήμη των SAS σε όλο τον κόσμο.

Το ίδιο βράδυ η Μάργκαρετ Θάτσερ θα τους επισκεφτεί στη μονάδα που βρίσκονταν μαζί με τον σύζυγό της Ντένις, για να τους συγχαρεί από κοντά. Παρακολουθούν μαζί το δελτίο του BBC στο οποίο η επιχείρηση είναι πρώτο θέμα, μόνο που το κεφάλι της πρωθυπουργού κρύβει την οθόνη. Ο Μακάλις αυθόρμητα θα μιλήσει σαν γνήσιος Σκωτσέζος: «Κα Θάτσερ μπορείτε να μετακινήσετε το γαμ….ο το κεφάλι σας;» θα της πει και η πρωθυπουργός ατάραχη από την αθυροστομία του θα απαντήσει: «Βεβαίως».

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Τζον γνώρισε από κοντά την Νταϊάννα και τον Κάρολο. «Μας είχαν επισκεφτεί στο Χέρερφορντ όπου ήταν η βάση μας και είχαν συμμετάσχει μάλιστα σε μια άσκηση. Ο πρίγκιπας πέταξε ένα ελικόπτερο και η πριγκίπισσα οδήγησε ένα τζιπ. Είχε μάλιστα και ένα μικρό ατύχημα, όταν μια φωτοβολίδα έσκασε κατά λάθος πάνω από το κεφάλι της. Κάηκε ελαφρά, αλλά το αντιμετώπισε με χιούμορ κι εγώ της έκανα ένα μικρό κούρεμα για να κόψω τις καμένες τρίχες!».

Οι πρωθυπουργοί και οι σεΐχηδες

Στα χρόνια της θητείας του ο Μακάλις επιστρατεύθηκε ουκ ολίγες φορές. Φύλαξε τρεις πρωθυπουργούς της Αγγλίας ενώ όταν αποστρατεύθηκε ανέλαβε την προστασία σεΐχηδων από τη Σαουδική Αραβία, που αγόραζαν σπίτια στις ακριβότερες περιοχές του Λονδίνου. Δεν ήταν όμως κάτι που τον γέμιζε. Η εταιρία που έφτιαξε του έδωσε την ευκαιρία να κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε. Να εκπαιδεύει αστυνομικούς, σώματα ασφαλείας αλλά και σωματοφύλακες διαθέτοντας μοναδικές ικανότητες και μια θητεία που ελάχιστοι στον κόσμο έχουν κάνει. Στην ερώτηση αν κοιμάται ήσυχα η απάντηση ήταν αυτή που περίμενα: «Με ρωτάς διακριτικά αν έχω εφιάλτες; Όχι, κοιμάμαι πολύ ήσυχα και δεν με επισκέπτονται αυτοί που σκότωσα». Ο Τζον δεν πληγώθηκε ποτέ σε καμία επιχείρηση, ο γιος του όμως δεν είχε την ίδια τύχη. 

Σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν όταν πάτησε μια νάρκη. «Δεν το έμαθα πρώτος. Η γυναίκα του πήρε την κόρη μου και αυτή μου τηλεφώνησε. Θυμάμαι ότι ήμουν σε μια συνάντηση και δεν το σήκωσα γι’ αυτό μου έστειλε μήνυμα να την πάρω τονίζοντας μου ότι είναι επείγον. Κατάλαβα αμέσως ότι κάτι κακό είχε συμβεί».

Στην κηδεία του αδικοχαμένου παιδιού του ήταν ίσως η μόνη φορά που ο Μακάλις έκλαψε. «Ήταν πολύ καλός στρατιώτης και ήθελε να πάει στους SAS, αλλά δεν πρόλαβε»

Στη Θεσσαλονίκη όπου ζούσε σχεδόν μόνιμα τον τελευταίο χρόνο, εξακολουθούσε να ξυπνάει πρωί, να πίνει περίπου είκοσι καφέδες την ημέρα και να καπνίζει σαν φουγάρο. Κοιτώντας τον σε μια περιοχή έξω από την πόλη να κρατάει το πιστόλι είδα το τατουάζ που κοσμούσε το δεξί του χέρι. Στα τέσσερα δάχτυλα που αγκαλιάζουν τη λαβή του όπλου σχηματιζόταν η λέξη love, δηλ. αγάπη. Η αντίθεση ήταν εμφανής. 
Από την στιγμή που πυροβόλησε άδειασε τον γεμιστήρα σε περίπου μισό λεπτό πάνω σε ένα χάρτινο στόχο και όλες οι σφαίρες περνάνε από την πρώτη τρύπα με χειρουργική ακρίβεια. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Σκέφτηκα μηχανικά τότε ότι είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο, που αν κάποιος κακοποιός τον συναντούσε στο δρόμο θα τον θεωρούσε έναν ηλικιωμένο τουρίστα, τον οποίο μπορούσε να ληστέψει εύκολα.

Δεν ήθελα να ξέρω τι θα του συνέβαινε…

Υ.Γ.: Ο Τζον «έφυγε» στον ύπνο του μια Παρασκευή πριν από εφτά χρόνια και τέσσερις μήνες. Οι δικοί του είπαν ότι πέθανε από την «πληγωμένη» του καρδιά, που δεν μπόρεσε να αντέξει τον χαμό του γιου του. Νοιώθω τυχερός που τον γνώρισα πριν «φύγει» για το πιο μοναχικό ταξίδι που κάνει ο άνθρωπος στην ζωή του.


 
Top