«Σήμερα είμαι μινκ...»
«Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για την αγένεια, αλλά δεν έχω όνομα ώστε να σας συστηθώ κατά πως πρέπει. Μόνο τα ζώα συντροφιάς έχουν αυτή την πολυτέλεια. Εγώ είμαι ζώο εκτροφής, μινκ. Γεννήθηκα σε ένα κλουβί διαστάσεων 30x45x90, όπως ορίζουν οι προδιαγραφές. Εδώ θα περάσω όλη μου τη ζωή.
Οι πρόγονοί μου εξερευνούσαν δάση, κολυμπούσαν σε λίμνες και ποτάμια – εκτός από δεινοί θηρευτές είμαστε και εξαιρετικοί κολυμβητές, λένε τα βιβλία για το είδος μας. Δεν ξέρω πώς είναι να βρίσκεσαι μέσα στο νερό, δεν έχω καν τη δυνατότητα να πατάω στο έδαφος. Τα κλουβιά μας είναι τοποθετημένα σε ύψος, για να διευκολύνεται ο καθαρισμός των χώρων από τα απόβλητά μας.
Ζόρικο πράγμα ο εγκλεισμός. Οι περισσότεροι από τους “συγκρατούμενούς” μου δεν τον αντέχουν. Λόγω του έντονου στρες παρουσιάζουν ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, όπως λέτε εσείς οι άνθρωποι. Τρελαίνονται. Αυτοτραυματίζονται ή δαγκώνουν τους διπλανούς τους. Μινκ χωρίς αυτιά ή χείλη δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στις φάρμες. Οι εκτροφείς δεν ενοχλούνται. Αυτά τα κομμάτια του σώματός μας, άλλωστε, δεν τους είναι χρήσιμα.
Για το μέλλον μου δεν έχω ψευδαισθήσεις. Οταν αποκτήσω το μέγεθος που πρέπει, που εξασφαλίζει όσο το δυνατόν περισσότερη και καλής ποιότητας πρώτη ύλη για τη γουνοποιία, θα θανατωθώ. Δεν ξέρω αν ο εκτροφέας μου θα επιλέξει την ηλεκτροπληξία (με καλώδια μέσω του ορθού μου) ή το μονοξείδιο του άνθρακα. Το ίδιο μου κάνει. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Θα είναι για μένα η μοναδική στιγμή ελευθερίας που θα έχω βιώσει. Και, ταυτόχρονα, το καλύτερο δώρο που θα μου έχει κάνει το ανθρώπινο είδος. Γιατί θα έχω ζήσει μαρτυρικά και λάθρα, σαν να ήμουν αόρατο. Ορατό –και επιθυμητό για κάποιους– θα είναι μόνο το κουφάρι μου. Είδος πολυτελείας, για το οποίο θα πληρώσουν αδρά…».
Αντί υστερόγραφου: Aυτά θα μας έλεγε ένα μινκ, εάν μπορούσε. Στην Κοζάνη άρχισε η θανάτωση χιλιάδων ζώων, καθώς διαπιστώθηκε πως αρκετά είναι μολυσμένα· οι άνθρωποι τους μετέδωσαν τον κορωνοϊό. Η Καστοριά πιθανότατα θα ακολουθήσει με αντίστοιχα πογκρόμ. Η εκτροφή και θανάτωση ζώων για τη ματαιοδοξία μας και μόνο –συγχωρήστε με, αγαπητοί γουνοποιοί, αλλά περί αυτού πρόκειται– είναι σύμπτωμα μιας άλλης νόσου, κοινωνικής, την οποία θα πρέπει κάποια στιγμή να έχουμε τα κότσια να αντιμετωπίσουμε.