Στις 27 Νοεμβρίου του 1945, το Β’ Δικαστήριο Δοσιλόγων απάλλαξε τον Νικόλαο Μπουραντά από όλες τις κατηγορίες εναντίον του, σκορπώντας κύμα αγανάκτησης, σε όλη τη χώρα, ακόμα και μέσα στο ίδιο το υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
Παρόλες τις μαρτυρίες, παρόλα τα αδιάσειστα στοιχεία για τη συνεργασία του με τους Γερμανούς, ο αρχηγός της μηχανοκίνητης ομάδας της Αστυνομίας Πόλεως, αθωώθηκε. Περιβόητος για τον ενεργό προδοτικό του ρόλο στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, ο Μπουραντάς όχι μόνο θα αφηνόταν ελεύθερος αλλά λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν και αστυνομικός διευθυντής Αθηνών. Το 1950 θα εκλεγόταν και βουλευτής Αττικοβοιωτίας με το κόμμα της ‘Ελληνικής Αναγέννησης’, του Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, συνεργάτη του Μεταξά, που βασάνιζε τους συλληφθέντες αναγκάζοντάς τους να πίνουν ρετσινόλαδο.
Ο “αρχιβασανιστής” -σύμφωνα και με τον Περικλή Κοροβέση- Νικόλαος Μπουραντάς, ήταν ο επικεφαλής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων επί Κατοχής. Αποτελούταν από 700 άντρες, γνωστοί ως ‘Μπουραντάδες’, οι οποίοι πολλοί συχνά συνεργάζονταν με τους Ταγματασφαλίτες και τους Γερμανούς για την “τήρηση της τάξης”.
Η μονάδα του, είχε πάρει μέρος σε δεκάδες επιχειρήσεις εναντίον αντιστασιακών, με τη δράση της να τρομοκρατεί κυρίως την Καισαριανή, τον Βύρωνα και την Καλλιθέα. Πολλούς απ’ τους συλληφθέντες τους παρέδιδαν απευθείας στους Γερμανούς για εκτέλεση. Στις 17 Αυγούστου του 1944 θα έπαιρνε μέρος στο Μπλόκο της Κοκκινιάς -μόνο εκείνη τη μέρα εκτελέστηκαν 350 άνθρωποι-, μαζί με τους επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνταγματάρχη Ιωάννη Πλυντζανόπουλου και ταγματάρχη, Γιάννη Σγουρού.
Συνελήφθη με το τέλος της Κατοχής και στις 20 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη-παρωδία που θα τον επέστρεφε στην κοινωνία αμόλυντο και πατριώτη. “Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο, βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα”, θα πει κατά την απολογία του.
Ακολουθούν έξι μαρτυρίες εναντίον του -μία εκ των οποίων ανήκει στον Μανώλη Γλέζο- όπως ακούστηκαν στο δικαστήριο και όπως τις κατέγραψε στο σπουδαίο βιβλίο του, ‘Οι Δωσίλογοι της Κατοχής’, ο Νίκος Καρκάνης:
1. Κούλα Μπακοπούλου
Κατέθεσε πως στις 4 Δεκέμβρη του 1943 ύστερα από μια διαδήλωση, “μπουραντάδες” μπήκαν μέσα στο σπίτι της και έπιασαν τον άντρα της. Τους λήστεψαν και στη συνέχεια στα κρατητήρια βασάνισαν τον άντρα της. “Τον πυροβολούσαν στα πόδια, του έβγαλαν τα μαλλιά και του κατέστρεψαν το ένα μάτι”. Στη συνέχεια τον παρέδωσαν στους Γερμανούς, οι οποίοι και τον εκτέλεσαν σχεδόν μετά από έναν μήνα.
2. Ελένη Κοτσαμπάσογλου
Κατέθεσε πως όταν πήγε στην Ασφάλεια να ρωτήσει για τον αδελφό της, ο Μπουραντάς της είπε κυνικά “Τους παρέδωσα στους Γερμανούς. Είναι εκτελεσμένος, να του κάνεις κόλλυβα”.
Ο ίδιος αδελφός της, ο οποίος γλίτωσε τελικά, κατέθεσε ότι πιάστηκε σε μια διαδήλωση στο Παγκράτι, και ότι ο Μπουραντάς κατά την ανάκρισή του, τον έδερνε με μια σιδερογροθιά και τού ζήτησε να καρφώσει και τους υπόλοιπους διαδηλωτές.
Στη συνέχεια τον παρέδωσε στους Γερμανούς μαζί με άλλους τέσσερις κρατούμενους. Από εκείνους εκτελέστηκε ο ένας. Πριν την παράδοσή του, τον είχε πιέσει, λέγοντάς του “Έλα να σε κάνουμε δικό μας, αλλιώς θα σε φάει το χώμα της Καισαριανής”.
Κατέθεσε ότι πιάστηκε από τους μπουραντάδες στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, μαζί με τον γιο του και άλλους δύο. Τους οδήγησαν όλους στο 5ο αστυνομικό Τμήμα και την άλλη μέρα ένας Γερμανός ξεχώρισε 50 άτομα, μεταξύ των οποίων και τον γιο του, τους πήραν και τους εκτέλεσαν. Εκείνον τον έστειλαν στο Χαϊδάρι από όπου μετά από ένα μήνα, βγήκε.
4. Σπ. Λιναρδάτος
Ο άνθρωπος αυτός κατέθεσε ότι στις 3 Ιουνίου του ‘44 ο αστυνόμος Στασινόπουλος τον έπιασε μαζί με έναν επονίτη, γιατί είχαν στις τσέπες τους “προκηρύξεις υπέρ της εθνικής ενότητας”. Ο Μπουραντάς τον ανέκρινε και τον βασάνισε με καλώδια φορτισμένα με ηλεκτρικό ρεύμα. Τον πίεζε να του καρφώσει κι άλλους επονίτες και να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του ΕΑΜ.
5. Β. Μαρκεζίνης
Κατέθεσε ότι ήταν “συνειδητότατο όργανο των Γερμανών”. Οι μπουραντάδες μαζί με τους Γερμανούς πήραν μέρος στις επιθέσεις κατά του λαού όταν έκανε τις συγκεντρώσεις για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης ή της καθόδου των Βουλγάρων. “Όταν το Μάρτη του ‘44 γινόταν μνημόσυνο των φοιτητών που είχαν εκτελεστεί, οι μπουραντάδες πυροβόλησαν στο συγκεντρωμένο πλήθος σκοτώνοντας έναν φοιτητή, τον Τορόν”.
Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε και για τις περιβόητες επιδρομές των μπουραντάδων στην Καισαριανή και πώς ο Μπουραντάς κακοποίησε απάνθρωπα στη Γενική Ασφάλεια τον Σ. Χαλκιαδάκη. “Όλοι οι κρατούμενοι του Χαϊδαρίου, είπε, είδαν τον Μπουραντά να πηγαίνει και να συνεννοείται με τον Γερμανό διοικητή στον οποίο είχε παραδώσει όσους έπιασε στο μπλόκο της Κοκκινιάς”.
6. Μανώλης Γλέζος
Ο Μανώλης Γλέζος κατέθεσε κι εκείνος στη δίκη, λέγοντας ότι τον Φλεβάρη του ‘44 συνελήφθη από άντρες του Μπουραντά. Στην Ασφάλεια που τον πήγαν βρήκε τον κρατούμενο Τζαμπουλίνο, παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια. Ο Μπουραντάς παρέδωσε τον Τζαμπουλίνο στους Γερμανούς, οι οποίοι και τον εκτέλεσαν στις 3 του Μάη. Τον Γλέζο τον έστειλαν στο στρατοδικείο όπου δικάστηκε για παράνομη οπλοφορία -χωρίς να έχει όπλο.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω στιχομυθία:
Πολιτική Αγωγή: Είπατε στον Μπουραντά ότι εσείς κατεβάσατε την χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη;
Μαρτύρας: Πώς να το πω αφού οι Γερμανοί με είχαν καταδικάσει σε θάνατο για την πράξη μου αυτή.
Με λίγα λόγια, πώς θα μπορούσε να μαρτυρήσει κάτι τέτοιο σε έναν συνεργάτη των ναζί; Ο Μπουραντάς έβγαλε ένα δικαστικό έγγραφο, το οποίο ανέφερε ότι ο Γλέζος κατηγορούταν για δολοφονίες και μερικές ακόμη κακοργηματικές πράξεις, αλλά λίγο μετά αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για άλλον Γλέζο…
Βασικός μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Άγγελος Έβερτ, αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων εκείνη την περίοδο, όχι κατοχικά, ο οποίος είπε σε ότι με τις επιθέσεις που έκανε ο Μπουραντάς είχε σκοπό να επιβάλει την τάξη και όχι να συνεργαστεί με τους Γερμανούς.
Όπως είπαμε και στην αρχή ο Μπουραντάς δεν εκτελέστηκε -όπως και όλοι οι προδότες που συμμετείχαν στο Μπλόκο της Κοκκινιάς. Αθωώθηκε και πέθανε τελικά πολλά χρόνια αργότερα, το 1981. Θάφτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Κατέθεσε ότι ήταν “συνειδητότατο όργανο των Γερμανών”. Οι μπουραντάδες μαζί με τους Γερμανούς πήραν μέρος στις επιθέσεις κατά του λαού όταν έκανε τις συγκεντρώσεις για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης ή της καθόδου των Βουλγάρων. “Όταν το Μάρτη του ‘44 γινόταν μνημόσυνο των φοιτητών που είχαν εκτελεστεί, οι μπουραντάδες πυροβόλησαν στο συγκεντρωμένο πλήθος σκοτώνοντας έναν φοιτητή, τον Τορόν”.
Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε και για τις περιβόητες επιδρομές των μπουραντάδων στην Καισαριανή και πώς ο Μπουραντάς κακοποίησε απάνθρωπα στη Γενική Ασφάλεια τον Σ. Χαλκιαδάκη. “Όλοι οι κρατούμενοι του Χαϊδαρίου, είπε, είδαν τον Μπουραντά να πηγαίνει και να συνεννοείται με τον Γερμανό διοικητή στον οποίο είχε παραδώσει όσους έπιασε στο μπλόκο της Κοκκινιάς”.
6. Μανώλης Γλέζος
Ο Μανώλης Γλέζος κατέθεσε κι εκείνος στη δίκη, λέγοντας ότι τον Φλεβάρη του ‘44 συνελήφθη από άντρες του Μπουραντά. Στην Ασφάλεια που τον πήγαν βρήκε τον κρατούμενο Τζαμπουλίνο, παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια. Ο Μπουραντάς παρέδωσε τον Τζαμπουλίνο στους Γερμανούς, οι οποίοι και τον εκτέλεσαν στις 3 του Μάη. Τον Γλέζο τον έστειλαν στο στρατοδικείο όπου δικάστηκε για παράνομη οπλοφορία -χωρίς να έχει όπλο.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω στιχομυθία:
Πολιτική Αγωγή: Είπατε στον Μπουραντά ότι εσείς κατεβάσατε την χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη;
Μαρτύρας: Πώς να το πω αφού οι Γερμανοί με είχαν καταδικάσει σε θάνατο για την πράξη μου αυτή.
Με λίγα λόγια, πώς θα μπορούσε να μαρτυρήσει κάτι τέτοιο σε έναν συνεργάτη των ναζί; Ο Μπουραντάς έβγαλε ένα δικαστικό έγγραφο, το οποίο ανέφερε ότι ο Γλέζος κατηγορούταν για δολοφονίες και μερικές ακόμη κακοργηματικές πράξεις, αλλά λίγο μετά αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για άλλον Γλέζο…
Βασικός μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Άγγελος Έβερτ, αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων εκείνη την περίοδο, όχι κατοχικά, ο οποίος είπε σε ότι με τις επιθέσεις που έκανε ο Μπουραντάς είχε σκοπό να επιβάλει την τάξη και όχι να συνεργαστεί με τους Γερμανούς.
Όπως είπαμε και στην αρχή ο Μπουραντάς δεν εκτελέστηκε -όπως και όλοι οι προδότες που συμμετείχαν στο Μπλόκο της Κοκκινιάς. Αθωώθηκε και πέθανε τελικά πολλά χρόνια αργότερα, το 1981. Θάφτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.