Με μία αναιτιολόγητη απόφαση και χωρίς να ζητήσει τη γνώμη της υπηρεσίας του, όπως υποστηρίζει η εφημερίδα “Αυγή”, ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης έσβησε πρόστιμο 100.000 ευρώ που είχε επιβληθεί σε γκρουπ ασφαλιστικής εταιρείας. Το πρόστιμο είχε επιβληθεί ύστερα από καταγγελία ασφαλισμένης και αφορούσε αδικαιολόγητη αύξηση ασφαλίστρων.
Σύμφωνα με έγγραφο που έφερε στο φως η Αυγή, ο υπουργός Ανάπτυξης στις 28 Ιουλίου 2020 αποδέχθηκε την ιεραρχική προσφυγή της ασφαλιστικής εταιρείας και με απόφασή του αποφάσισε «την ακύρωση της απόφασης επιβολής προστίμου» ύψους 100.000 ευρώ, που είχε επιβάλει η Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης. Δηλαδή, ο Άδωνις Γεωργιάδης ακύρωσε την απόφαση της υπηρεσίας του υπουργείου του, χωρίς να δικαιολογεί την απόφαση του, αλλά και χωρίς να ζητήσει από την Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή να εξηγήσει την απόφασή της.
Για να στηρίξει μάλιστα την απόφαση του, να χαρίσει πρόστιμο ύψους 100.000 ευρώ στο γκρουπ της ασφαλιστικής εταιρείας, ο υπουργός Ανάπτυξης βασίζεται μόνο στους ισχυρισμούς της εταιρείας, αφού στα έγγραφα που επικαλείται υπάρχουν μόνο:
Η απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή για την επιβολή προστίμου
Η ιεραρχική προσφυγή της εταιρείας.
Το προγενέστερο υπόμνημα που είχε υποβάλει η ασφαλιστική εταιρεία όταν έγινε η καταγγελία εις βάρος της.
Το υπόμνημα αυτό είχε καταρριφθεί από τη Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, αλλά ο υπουργός το υιοθετεί ακυρώνοντας την υπηρεσία του υπουργείου του.
Υπογραμμίζεται ακόμη ότι δεν φαίνεται να ζητήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή η αποστολή υπομνήματος με τις δικές της απαντήσεις έναντι όσων ισχυρίζεται η εταιρεία.
Σημειώνεται επίσης πως στην απόφαση της η υπηρεσία του υπουργείου ανέφερε ότι λαμβάνει υπόψη «την ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού», κρίνοντας καταχρηστική την αύξηση των ασφαλίστρων. Τόνιζε δε, ότι «η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να επιλέξει τους όρους και τα κριτήρια εκείνα τα οποία αποτυπώνουν ενεργώς, σαφώς και με πλήρη διαφάνεια τον μηχανισμό εκείνο βάσει του οποίου προκύπτει η αναπροσαρμογή, προκειμένου ο ασφαλισμένος να είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων το ύψος της αναπροσαρμογής». Επιπλέον σημείωνε ότι «η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καθορίσει τον τρόπο και το μέτρο της αναπροσαρμογής με κριτήρια σαφή και διαφανή, το οποίο δυστυχώς δεν πράττει».
Η ιεραρχική προσφυγή της εταιρείας.
Το προγενέστερο υπόμνημα που είχε υποβάλει η ασφαλιστική εταιρεία όταν έγινε η καταγγελία εις βάρος της.
Το υπόμνημα αυτό είχε καταρριφθεί από τη Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, αλλά ο υπουργός το υιοθετεί ακυρώνοντας την υπηρεσία του υπουργείου του.
Υπογραμμίζεται ακόμη ότι δεν φαίνεται να ζητήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή η αποστολή υπομνήματος με τις δικές της απαντήσεις έναντι όσων ισχυρίζεται η εταιρεία.
Σημειώνεται επίσης πως στην απόφαση της η υπηρεσία του υπουργείου ανέφερε ότι λαμβάνει υπόψη «την ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού», κρίνοντας καταχρηστική την αύξηση των ασφαλίστρων. Τόνιζε δε, ότι «η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να επιλέξει τους όρους και τα κριτήρια εκείνα τα οποία αποτυπώνουν ενεργώς, σαφώς και με πλήρη διαφάνεια τον μηχανισμό εκείνο βάσει του οποίου προκύπτει η αναπροσαρμογή, προκειμένου ο ασφαλισμένος να είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων το ύψος της αναπροσαρμογής». Επιπλέον σημείωνε ότι «η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καθορίσει τον τρόπο και το μέτρο της αναπροσαρμογής με κριτήρια σαφή και διαφανή, το οποίο δυστυχώς δεν πράττει».
Ωστόσο, ο υπουργός ακυρώνει την κρατική απόφαση που προστατεύει τον καταναλωτή, χωρίς να εξηγεί γιατί θεωρεί ότι έχει δίκιο η ασφαλιστική εταιρεία και όχι η Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης που επέβαλε το πρόστιμο.
Η υπόθεση ξεκίνησε στις 12 Μαρτίου 2018, όταν ασφαλισμένη κατήγγειλε στη Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή αδικαιολόγητη αύξηση των ασφαλίστρων της κατά 11% (από τα 597,42 ευρώ στα 664,35 ευρώ). Πρόκειται για συμβόλαιο ισόβιο και όχι ετήσιο ανανεούμενο.
Η καταγγελία πήρε αμέσως αριθμό πρωτοκόλλου, αλλά χρειάστηκε να περάσει ενάμισι έτος για να εξεταστεί. Έτσι στις 23 Σεπτεμβρίου 2019 κλήθηκε η εταιρεία να εκθέσει τις απόψεις της, κάτι που έγινε μέσω υπομνήματος στις 28 Νοεμβρίου 2019. Στις 20 Μαΐου 2020 η Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή κατέθεσε πολυσέλιδη εισήγηση και στις 21 Μαΐου η Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή έλαβε την απόφαση για επιβολή προστίμου.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, η υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, σε αντίθεση με τον υπουργό, που αποφάσισε μόνος του και χωρίς να συμβουλευθεί κανένα όργανο, ζήτησε και τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εστάλη τον Φεβρουάριο του 2020, και μετά έλαβε την απόφαση.
Στη συνέχεια η ασφαλιστική εταιρεία κατέθεσε στις 30 Ιουνίου 2020 ιεραρχική προσφυγή και μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα (στις 28 Ιουλίου) ο υπουργός Άδ. Γεωργιάδης δικαίωσε την ασφαλιστική εταιρεία και όχι τον ασφαλισμένο σε αυτή.
Πηγή: libre.gr