Η τουρκική navtex και οι επιθετικές κινήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας συνθέτουν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ελληνικής αποτυχίας που είναι πιθανό να εξελιχθεί σε ήττα ή και σε εθνική καταστροφή, αν δεν...
υπάρξει στροφή άρδην της ελληνικής πολιτικής.
Οι αυταπάτες: Από το 1996 και έπειτα, ένας συνδυασμός απόπειρας εξευμενισμού της Τουρκίας, ολοκληρωτικής πρόσδεσης της ελληνικής πολιτικής στις ΗΠΑ και στις Βρυξέλλες (στο Βερολίνο στην πραγματικότητα), σταδιακής εγκατάλειψης κάθε άλλης συμμαχίας ή έστω προνομιακής σχέσης και εναπόθεσης της άμυνας της Ελλάδας είτε σε φαντασιώσεις του τύπου “μας προστατεύει το ευρώ”, είτε σε αιγυπτιακά, ισραηλινά και άλλα τινά “φτερά”, που θα μας έδιναν κάλυψη κατέστησε την Ελλάδα, διεθνοπολιτικώς δεδομένη και αμυντικά αδύναμη. Το κόστος, η Ελλάδα το πληρώνει ήδη εδώ και καιρό αλλά θα το πληρώσει ακόμα εντονότερα στο μέλλον.
Εξίσου, η Ελλάδα πληρώνει την αντίληψη ότι επειδή είμαστε (Τουρκία και Ελλάδα) δύο ΝΑΤΟϊκά κράτη, η όποια αντιπαράθεση θα είναι πάντα ελεγχόμενη. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που οδεύει σε πλήρη απορρύθμιση, οι εγγυήσεις αυτές διαδραματίζουν ολοένα μικρότερο ρόλο ή δεν υπάρχουν.
Ακόμα μια αυταπάτη είναι αυτή που λέει ότι αν αποκαταστήσεις διαύλους επαφής με την Τουρκία, δηλαδή αν μιλάμε με την Τουρκία όποτε εκείνη θέλει και επί όποιου ζητήματος, όπως για παράδειγμα ανοήτως έκανε η κυβέρνηση με την τριμερή υπό γερμανική εποπτεία, η ένταση θα μειώνεται. Η πραγματικότητα είναι το αν, το πότε και με την παρουσία τίνος συνομιλείς απαιτεί προσεκτική στάθμιση
Οι σφαλιάρες: Η Ελλάδα είναι ίσως η πρώτη χώρα, της οποίας η ίδια η ελίτ αναγνωρίζει πλέον ότι οι συμμαχίες της δεν θα τη στηρίξουν την κρίσιμη ώρα, παρόλα αυτά επιμένει σε αυτές. Ήδη, το State Department χαρακτήρισε “αμφισβητούμενα” τα ύδατα στα οποία πρόκειται να λάβουν χώρα οι τουρκικές έρευνες. Είναι και αυτό χαρακτηριστικό κρατών που έχουν απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος της ουσιαστικής, εθνικής κυριαρχίας τους και των οποίων οι ελίτ λειτουργούν χωρίς τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά των εθνικών αστικών τάξεων.
Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε μια ακόμα σφαλιάρα, καθότι όχι μόνο τα ευρώ-τουρκικά ζητήματα ορίστηκαν ως ελληνο-τουρκικά, αλλά επιπλέον παραπέμφθηκαν στις καλένδες του Σεπτεμβρίου. Οι βασικοί σύμμαχοί μας παραμένουν σιωπηλοί στην πραγματικότητα, με την εξαίρεση της Γαλλίας. Η στάση δε, επί της ουσίας των ΗΠΑ στέλνει το μήνυμα για άμεση διαπραγμάτευση επί τουρκικής ατζέντας.
Η μοναξιά: Η Ελλάδα (επιλέγει να) στέκεται μόνη της απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Αρνείται να αποκαταστήσει σχέσεις συμμαχικές με τη Συρία. Δεν διαθέτει ολοκληρωμένη πολιτική για τη Λιβύη και για τον αραβικό κόσμο. Οι ΗΠΑ και αν ήθελαν ακόμα, όπως και η Ε.Ε., για διαφορετικούς λόγους να υποστηρίξουν την Ελλάδα (πράγμα που δεν θέλουν) βιώνουν στιγμή εσωστρέφειας. Το Ισραήλ δεν θα πλήξει καίρια τις σχέσεις με την Τουρκία, οι οποίες παραμένουν στρατηγικές. Η Ρωσία δεν θα στηρίξει μια Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια (για πρώτη φορά ιστορικά) έχει πλήρως παγώσει τις σχέσεις μαζί της. Και βέβαια το Ιράν δεν λησμονεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικρότησε, χωρίς να του ζητηθεί, την δολοφονία Σολεϊμανί.
Οι διαπραγματεύσεις: Η ελληνική πολιτική ελίτ και επομένως και η κυβέρνηση θέλει να κάνει “πίσω”. Είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί με την Τουρκία απευθείας και να δεχτεί μειωμένη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη για τα ελληνικά νησιά. Πρόκειται για κομβικά λανθασμένη επιλογή, τόσο ως προς το σκέλος της απευθείας διαπραγμάτευσης, μάλιστα υπό ξένη εποπτεία, όσο και ως προς την προσέγγιση ότι το πρόβλημα με την Τουρκία έχει να κάνει με τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες και μόνο. Ήδη τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και οι ενσωματωμένοι αναλυτές τους έχουν πιάσει το τροπάρι για τους μεγάλους μας συμμάχους και του εφησυχασμού, εντείνοντας έτσι την έλλειψη προετοιμασίας του λαού μας.
Σαφώς η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική για την ειρήνη. Πολιτική για την ειρήνη σημαίνει όμως αμοιβαία προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη για τια θαλάσσιες δικαιοδοσίες. Στο βαθμό που οι ελληνικές ελίτ εκτίμησαν πως με ξένες πλάτες πολυεθνικών (και το εκτίμησαν) θα μπορούσαν να αποκλείσουν ή έστω να παρακάμψουν την Τουρκία έκαναν λάθος. Απέτυχαν ή και αρνήθηκαν να διαμορφώσουν εθνική πολιτική για την ειρήνη.
Την ίδια στιγμή όμως, ενώ οι θαλάσσιες δικαιοδοσίες αποτελούν καταλύτη για τις τουρκικές κινήσεις, ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν αφορά μόνο ή κυρίως αυτές. Το παράδειγμα της Συρίας, όπως και το εύρος των θεμάτων που θέτει στο τραπέζι η Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνιστά ευρύτερο ζήτημα, με στρατηγικά, ιδεολογικά και ταξικά-οικονομικά χαρακτηριστικά: αφορά το μερίδιο της Τουρκίας στον υπό επανασχεδιασμό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Όσοι χάνουν ή επιλέγουν να αγνοούν την μεγάλη εικόνα (από δεξιά και αριστερά) σύρουν τη χώρα σε διαπραγμάτευση επί της κυριαρχίας της εν γένει.
Το στρατιωτικό επεισόδιο προς το οποίο η Τουρκία ωθεί τα πράγματα έχει αυτόν τον στόχο. Στον ίδιο στόχο συντείνει αντικειμενικά, η διαχείριση στην οποία προβαίνει και η ελληνική κυβέρνηση. Αντί να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό, να στρέψει τη διεθνή πολιτική της Ελλάδας άμεσα, σε άλλη κατεύθυνση, να αποδείξει την αποφασιστικότητά της και ταυτοχρόνως, από τη μια, να θέσει στο τραπέζι μια πολιτική ειρήνης για τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες και από την άλλη να συντείνει στο να μετατραπεί η υπερ-έκταση της Τουρκίας σε σημείο αδυναμίας της, σύρεται στην τουρκική ατζέντα, στέλνοντας αντιφατικά μηνύματα στον ελληνικό λαό. Επιλέγει δηλαδή την πολιτική της ήττας, που θα οδηγήσει σε διαπραγμάτευση υπό συγκεκριμένους, αρνητικούς όρους και υπό κηδεμονία στο άμεσο μέλλον.