Η εκστρατεία για την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ προχώρησε σε μήνυση και αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον της εφημερίδας The Washington Post χθες Τρίτη, εξαιτίας δύο άρθρων γνώμης που άφηναν να εννοηθεί, κατ’ αυτήν, ότι υπάρχουν αθέμιτοι δεσμοί ανάμεσα στην ίδια και τη Ρωσία, ή τη Βόρεια Κορέα, ή και τις δύο χώρες.
Η ομάδα του Τραμπ έκανε τη μήνυση αυτή έξι ημέρες έπειτα από εκείνη για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον της εφημερίδας The New York Times, με αφορμή και σε εκείνη την περίπτωση άρθρο γνώμης που υποστήριζε, κατ’ αυτήν, ότι υπήρξε συναλλαγή, ή quid pro quo, ανάμεσα σε ρώσους αξιωματούχους και την ομάδα που διεξήγαγε την εκστρατεία του μεγιστάνα των ακινήτων το 2016.
Οι μηνύσεις κλιμακώνουν την μακρόχρονη σύγκρουση του Ρεπουμπλικάνου προέδρου με μέσα ενημέρωσης που πιστεύει πως εμφορούνται από προκατάληψη εναντίον του — στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονται τα τηλεοπτικά δίκτυα CNN και MSNBC — και αποκαλεί συχνά «fake news», «διασπορείς ψευδών ειδήσεων».
Και στις δύο μηνύσεις, η εκστρατεία του Τραμπ απαιτεί οι εφημερίδες να καταβάλουν εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση.
Η Κριστίν Κοράτι Κέλι, αντιπρόεδρος ΔΣ αρμόδια για την εταιρική επικοινωνία στην Πόουστ, χαρακτήρισε σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησε «απογοητευτικό το να βλέπεις την επιτροπή που διεξάγει την εκστρατεία του προέδρου να καταφεύγει σε αυτού του είδους τις τακτικές», υποσχόμενη ότι η εφημερίδα θα υπερασπιστεί σθεναρά τον εαυτό της.
Η εφημερίδα ανήκει στον Τζεφ Μπέζος, τον δισεκατομμυριούχο ιδρυτή της εταιρείας Amazon.com Inc.
Η μήνυση της ομάδας του Τραμπ αφορά δύο άρθρα γνώμης που δημοσιεύθηκαν τον Ιούνιο, ένα του Γκρεγκ Σάρτζεντ (13η Ιουνίου 2019) κι ένα του Πολ Γουόλντμαν (20ή). Η επιτροπή θεωρεί δυσφημιστικό τον ισχυρισμό, όπως τον χαρακτηρίζει, του Σάρτζεντ πως ο πρώην ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μάλερ, στην έρευνά του για την φερόμενη ανάμιξη της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις ΗΠΑ το 2016, συμπέρανε πως η εκστρατεία του Τραμπ «προσπάθησε να συνωμοτήσει» με τη Μόσχα για να διαπραχθεί μια «σαρωτική και συστηματική» επέμβαση στα αμερικανικά πολιτικά πράγματα, μια «επίθεση».
Η εκστρατεία αντιτείνει ότι η έκθεση του Μάλερ — δημοσιοποιήθηκε, λογοκριμένη, τη 18η Απριλίου — στην πραγματικότητα συμπεραίνει πως δεν υπήρξε «καμία συνωμοσία» της εκστρατείας του Τραμπ με τη ρωσική κυβέρνηση και ότι ουδείς στις ΗΠΑ συντόνισε συνειδητά τις ενέργειές του με τις προσπάθειες της Ρωσίας να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών.
Η εκστρατεία χαρακτηρίζει επίσης δυσφημιστική την άποψη του Γουόλντμαν που εκφράστηκε στο ρητορικό ερώτημα «ποιος ξέρει τι είδους βοήθεια θα δώσουν η Ρωσία και η Βόρεια Κορέα στην εκστρατεία του Τραμπ τώρα που τις προσκάλεσε να του την προσφέρουν».
Η ομάδα του Τραμπ αντιτείνει ότι κανείς στην εκστρατεία του Τραμπ ή στον Λευκό Οίκο δεν προσκάλεσε ποτέ τη Μόσχα ή την Πιονγκγιάνγκ να τη βοηθήσουν, ούτε το 2019 ούτε το 2020, και κανένας δεν ανέφερε οποιαδήποτε επαφή ανάμεσα στην εκστρατεία και τη Βόρεια Κορέα.
Η εκστρατεία κατηγορεί την συντακτική ομάδα της Πόουστ πως «γνώριζε πολύ καλά» ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν αναληθείς όταν τους δημοσίευε και χαρακτηρίζει τα δύο κομμάτια μέρος της «προκατάληψης» που εκφράζεται με «συστηματικό τρόπο» εναντίον του Τραμπ με σκοπό να προκαλέσει την αποτυχία της.
Το κείμενο του Σάρτζεντ είχε τίτλο «Ο Τραμπ μόλις προσκάλεσε τη Ρωσία να κάνει άλλη μια επίθεση. Ο Μιτς Μακόνελ την καθιστά πιθανότερη». Ο Μακόνελ είναι ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Γερουσίας.
Το κείμενο του Γουόλντμαν είχε τίτλο «Τραμπ: Μπορώ να κερδίσω την επανεκλογή μου μόνο με τη δική μου βάση».
Ο Τραμπ, που επιδιώκει την επανεκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ την 3η Νοεμβρίου, επιτίθεται συχνά εναντίον των ΜΜΕ σε προεκλογικές εμφανίσεις του, στις οποίες τα σχόλιά του συχνά προκαλούν χειροκροτήματα και επιδοκιμασίες και επίσης αποδοκιμασίες των δημοσιογράφων που μπαίνουν στο στόχαστρο.
Η μήνυση εναντίον της εφημερίδας NYT αφορά άρθρο γνώμης που είχε δημοσιευθεί τον Μάρτιο του 2019 και το υπέγραφε ο Μαξ Φράνκελ, στέλεχος της διευθυντικής ομάδας της εφημερίδας από το 1986 ως το 1994.