Το κίνηµα που τυγχάνει της στήριξης της διαφηµιστικής αγοράς στο εξωτερικό, όπως φαίνεται, έρχεται σταδιακά και στην Ελλάδα.
Γράφει η Σόνια Χαϊµαντά
Ψήφο εµπιστοσύνης στο κίνηµα slow journalism, δηλαδή στη νέα µόδα της «αργής δηµοσιογραφίας», αρχίζει να δίνει η διαφηµιστική αγορά, έχοντας αντιληφθεί πόσο βλάπτει το brand safety η γενικευµένη νοοτροπία του ενηµερωτικού διαδικτύου µε τακτικές click bate (προσέλκυση επισκεπτών µε εντυπωσιακό τίτλο), copy paste (αντιγραφή), cross linking (παραποµπή σε sites του ίδιου οµίλου για διαµοιρασµό των κλικ) και fake news (ψεύτικες ειδήσεις) κ.ά.
Όλο και περισσότεροι διαφηµιζόµενοι στην Ευρώπη και φυσικά στις ΗΠΑ επενδύουν στην αργή δηµοσιογραφία, που αποτελεί νέο trend, τη νέα τάση στην ψηφιακή ενηµέρωση. Αν και εφόσον φυσικά οι «κλειδωµένοι» εκδότες υποδέχονται διαφήµιση. Γιατί αρκετοί θιασώτες της αργής δηµοσιογραφίας περιορίζονται στη συνδροµή των µελών/φίλων τους και αρνούνται οποιαδήποτε σχέση µε τη διαφήµιση.
Πρόκειται στην ουσία για την επιστροφή στην παλιά «καλή δηµοσιογραφία» των παραδοσιακών ΜΜΕ, στη χρήση του ρεπορτάζ, της ανάλυσης και των µεγάλων συνεντεύξεων, φακέλων και αφιερωµάτων. Προηγήθηκε µια µακρά περίοδος κατά την οποία τα sites επένδυσαν µάλλον στη ροή των ειδήσεων και στο κυνήγι της επισκεψιµότητας και της ταχύτητας (ποιος θα δηµοσιεύσει πρώτος µια είδηση), σε βάρος της ανάλυσης, του πρωτογενούς θέµατος, του αποκλειστικού και της αφιερωµατικής δηµοσιογραφίας. Η αργή δηµοσιογραφία, που έρχεται σαν τάση και στην Ελλάδα, ταιριάζει πολύ µε το νέο business model των συνδροµητικών sites και της επί πληρωµή ανάγνωσης θεµάτων/θέασης video κλπ., τα λεγόµενα (paywalls), δηλαδή τους τοίχους (ιστο-διόδια) που ορθώνουν τα sites και που «καταρρίπτονται» ή ανοίγουν µόνο µε κωδικούς που εξασφαλίζει ο επισκέπτης µε την καταβολή µηνιαίου ή ad hoc ποσού µε πλαστική κάρτα (προπληρωµένη, debit ή πιστωτική).
Κοινά σηµεία µε την παραδοσιακή δηµοσιογραφία
Η αργή δηµοσιογραφία έρχεται ως απάντηση στην έκπτωση της ποιότητας της δηµοσιογραφίας από τον κυρίαρχο ηλεκτρονικό Τύπο τα τελευταία χρόνια. Το νέο «αργό» κίνηµα, η αργή δηµοσιογραφία, µοιράζεται τις ίδιες αξίες µε την παραδοσιακή δηµοσιογραφία, σε µια προσπάθεια να παραγάγει ένα καλό, καθαρό και επαγγελµατικό προϊόν. Θεραπεύει µια σειρά από «παιδικές ασθένειες» της ενηµερωτικής δηµοσιογραφίας και παρέχει αντίδοτα σε µια επικρατούσα πρακτική που αναµασά δελτία τύπου, fake news και ρηχή ρητορεία. Ήδη από το 2011, ο καθηγητής Πίτερ Λάουφερ συνέταξε ένα µανιφέστο για τον καταναλωτή κρίσιµων ειδήσεων, το οποίο δηµοσιεύθηκε από το κρατικό πανεπιστήµιο του Όρεγκον Πρες.
Τον Αύγουστο του 2018, η Τζένιφερ Ραούτς, εκπαιδευτικός και ερευνήτρια στα εναλλακτικά ΜΜΕ, ασχολήθηκε µε τον ακτιβισµό των ΜΜΕ και τη λαϊκή κουλτούρα, ενώ στο βιβλίο της για τα «αργά πολυµέσα» επεσήµανε ότι η «αργή δηµοσιογραφία ικανοποιεί περισσότερο το δηµόσιο συµφέρον, είναι πιο βιώσιµη και έξυπνη για τα media».
Η τάση το 2020
- Το 2020 πυκνώνουν τα µηνύµατα που θέλουν το σοβαρό κοινό να µην προτίθεται πλέον να παίξει στο παιχνίδι του εντυπωσιασµού µε ειδήσεις που «υπερβάλλουν» ή αλλοιώνουν το νόηµά τους και τα γεγονότα, αλλά να στρέφεται στα τεκµηριωµένα, ύστερα από χρονοβόρα επίπονη έρευνα, θέµατα.
- Η µάχη δεν είναι εύκολη. Το κυνηγητό των likes, των unique browsers, του bounce rating (χρόνος παραµονής και εγκατάλειψης site), των views του «στιγµιαίου» εντυπωσιασµού και οποιασδήποτε άλλης εφήµερης «επιτυχίας», όπως και η αποθέωση των υπερβολών της χρήσης των social media, συνιστά προϊόν µιας πορείας που προέκυψε από την εξέλιξη της τεχνολογίας και δεν σχεδιάστηκε από εχθρούς της πραγµατικής ερευνητικής δηµοσιογραφίας. Αυτά συνιστούν θεωρίες συνωµοσίας.
Η απαρχή της αργής δηµοσιογραφίας
Ο όρος «αργή δηµοσιογραφία» έχει µάλλον προέλευση και έµπνευση από τον όρο «αργή εστίαση» (slow food ή µάλλον slow food movement), ένα κίνηµα που ξεκίνησε από Ιταλούς εστιάτορες και µάγειρες, σε αντίδραση στο fast food.
Πριν από 2,5 περίπου χρόνια, στις 10 Οκτωβρίου του 2017, ο Αµερικανός δηµοσιογράφος Ρόναν Φάροου δηµοσίευσε στο περιοδικό New Yorker ένα µακροσκελές ερευνητικό ρεπορτάζ µε τίτλο: «Από τα επιθετικά σχόλια στις σεξουαλικές επιθέσεις». Το αναλυτικό άρθρο του, έκτασης 8.000 λέξεων, εξιστορούσε λεπτοµερώς τις αφηγήσεις 13 γυναικών που έπεσαν θύµατα της ανάρµοστης συµπεριφοράς του µεγιστάνα του Χόλιγουντ, Χάρβεϊ Ουάινσταϊν, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 µέχρι και σήµερα.
Το κείµενο έκανε πάταγο, πυροδοτώντας το κίνηµα του MeToo και ανήγαγε το ζήτηµα των σεξουαλικών επιθέσεων σε ένα από τα κορυφαία δηµοσιογραφικά θέµατα της δεκαετίας.
Πρακτικά, η συντριπτική πλειονότητα των επισκεπτών του ∆ιαδικτύου είναι πλέον γνώστες του ρεπορτάζ του Ρόναν Φάροου, ελάχιστοι ωστόσο γνωρίζουν πως για τη δηµοσίευσή του ο δηµοσιογράφος εργάστηκε πυρετωδώς και εξ ολοκλήρου µε αυτό το θέµα επί 10 ολόκληρους µήνες. «Λόγω της φύσης του θέµατος, δεν µε ενδιέφερε καθόλου να κυκλοφορήσει γρήγορα η ιστορία», εξήγησε ο Ρόναν Φάροου, κατά τη διάρκεια της περυσινής οµιλίας του στο ετήσιο συνέδριο του αµερικανικού περιοδικού. «Με ενδιέφερε να κυκλοφορήσει σωστά». Η ανέλπιστη επιτυχία της χρονοβόρου έρευνας του Φάροου είναι µόλις ένα κοµµάτι µιας ευρύτερης τάσης που αποκτά ολοένα και περισσότερη σηµασία στο παγκόσµιο ενηµερωτικό οικοσύστηµα. Πρόκειται για τη σταδιακή άνοδο της «αργής δηµοσιογραφίας», µιας προσέγγισης που στρέφεται µακριά από το γρήγορο περιεχόµενο και τις επιφανειακές αναλύσεις και αντ’ αυτών επικεντρώνεται στις εις βάθος έρευνες για την αναζήτηση της αλήθειας. Ολοένα και περισσότερες σύγχρονες ιστορίες µε αντίκτυπο οφείλονται στη δηµοσιογραφική ευχέρεια για ολοκληρωµένες και µακροχρόνιες έρευνες, παρά τις οικονοµικές προκλήσεις που αντιµετωπίζουν τα ΜΜΕ του 21ου αιώνα.
Η βιωσιµότητα σε συνάρτηση µε τα paywalls
Το µεγάλο πρόβληµα είναι ότι ενώ τα hard news (αποκλειστικές, αργές, ψαγµένες, πρωτογενείς ειδήσεις) και η δηµοσιογραφική έρευνα κοστίζουν και βρίσκονται εντός µιας καλά «φρουρούµενης» κοινότητας, η ελεύθερη και ανεµπόδιστη πληροφορία προσφέρεται δωρεάν και είναι χαοτική. Αλλάζει αυτό;
Η δεύτερη παράµετρος, λοιπόν, που θα καθορίσει το επόµενο βήµα έχει να κάνει µε τον τρόπο διάθεσης του περιεχοµένου.
Ειδήσεις δωρεάν λοιπόν ή επί πληρωµή; Για πολλούς, η τάση των ΜΜΕ και δη των ηλεκτρονικών να µην εµπορεύονται το περιεχόµενό τους, ισοδυναµεί µε ερασιτεχνισµό, ιδεαλισµό, προχειρότητα και βήµα στο κενό, καθώς, εκτός των άλλων, επαφίεται στη γενναιοδωρία των ψηφιακών κολοσσών το πώς θα διαµοιραστεί το περιεχόµενο και, φυσικά, στη σκληρότητα και αυστηρότητα του νοµοθέτη για το πώς θα εφαρµοστεί ο κανονισµός για τα πνευµατικά δικαιώµατα. Για παράδειγµα, οι αλλαγές που έκανε το Facebook στο newsfeed του έκαναν περισσότερο πιθανό να βλέπει κάποιος τις αναρτήσεις των διαδικτυακών του φίλων παρά των επαγγελµατιών της ενηµέρωσης. Κι αυτό είχε συγκεκριµένες επιπτώσεις σε µεγάλους ειδησεογραφικούς οργανισµούς, όπως το Buzzfeed, που αναγκάστηκε να προχωρήσει σε µεγάλες περικοπές προσωπικού.
Την ίδια ώρα, υπέρµαχοι της δωρεάν διάθεσης του περιεχοµένου µιλούν για έναν πιο ανοιχτό κόσµο, κατηγορώντας τους εκδότες που επιλέγουν την εκδοχή της πληρωµής µε ιστοδιόδια (paywall), προκειµένου να προστατέψουν το περιεχόµενο αλλά και τη βιωσιµότητα των Μέσων τους.
Η αργή δηµοσιογραφία ανάχωµα στην GAFAΤ
Το 2021, θα εφαρµοστεί η Οδηγία για τα πνευµατικά δικαιώµατα, εν µέσω αντιδράσεων. Μέσα στην πολυσέλιδη Οδηγία, συναντά κάποιος και το επίµαχο άρθρο 11 (φόρος στα links), το οποίο έχει ως στόχο να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις ώστε οι συναθροιστές ειδήσεων (aggregators) να πληρώνουν στις ηλεκτρονικές εφηµερίδες (sites) για το περιεχόµενο που χρησιµοποιούν.
Πρόκειται για µια εξέλιξη η οποία έφερε σε αντιπαράθεση τα παλαιά ΜΜΕ µε τους µιντιακούς κολοσσούς της Τεχνολογίας, τα µέλη του λεγόµενου GAFAT (Google, Apple, Facebook, Amazon, Twitter), που έως τώρα διαχειρίζονται, διακινούν και αξιοποιούν µε διαφηµιστικά έσοδα το περιεχόµενο των παλαιών Μέσων, αλλά και των καθαρών ψηφιακών παικτών (pure digital players).
Ταυτόχρονα, δηµιούργησε φόβο για το τι θα συµβεί σε περίπτωση που το ολιγοπώλιο των συναθροιστών (aggregators) µετατραπεί σε ένα κάθετα οργανωµένο µονοπώλιο, όπου η GoogleNews θα παράγει το δικό της περιεχόµενο, το οποίο θα διαθέτει µε τα δικά της δίκτυα, αποκλείοντας τους υπόλοιπους από το παιχνίδι. ∆ηλαδή, αν πρόκειται να πληρώσει εκατοµµύρια δολάρια ή ευρώ, η Google θα προτιµήσει µε πολύ λιγότερα χρήµατα να ενηµερώνει µε ίδια µέσα το κοινό του ∆ιαδικτύου, αποκλείοντας δηµοφιλή portals και πασίγνωστα sites από το δίχτυ που θα θέσει.
Η επιλογή σε σχέση µε τη δωρεάν διάθεση περιεχοµένου είναι δύσκολη και σίγουρα αφορά την ίδια την αξία χρήσης του περιεχοµένου. Η αναπαραγωγή ή το rewriting δελτίων Τύπου ασφαλώς και δεν δικαιολογούν αντίτιµο. Αντιθέτως, αντίτιµο δικαιολογούν η έρευνα και η παρουσίαση της πληροφορίας µε όσο το δυνατόν πληρέστερο τρόπο. Στην Ελλάδα, προς το παρόν, µοναδικό οργανωµένο site µε paywall είναι το insidestory, το οποίο δεν προβάλλει διαφηµίσεις και έχει κόστος 6 ευρώ το µήνα ή 60 ευρώ το χρόνο.
Το FREMIUM περιεχόµενο
Τα µεγαλύτερα ενηµερωτικά sites, όπως οι New York Times και η Washington Post, ανακάλυψαν το «παραθυράκι» και βρήκαν τρόπο να µπλοκάρουν την πρόσβαση των αναγνωστών τους δωρεάν µέσω της Ανώνυµης Περιήγησης.
Τα καλά νέα για τους αναγνώστες -και τα άσχηµα για τα συνδροµητικά sites- είναι ότι η Google είχε άλλα σχέδια, καθώς κυκλοφόρησε την έκδοση Chrome 76, υποσχόµενη να επαναφέρει τη λειτουργία Ανώνυµης Περιήγησης για τους χρήστες της.
Το Chrome 76 κλείνει -µε τη σειρά του- το «παραθυράκι» που επιτρέπει σε συνδροµητικά sites να εντοπίζουν τον χρήστη που περιηγείται ανώνυµα, ώστε να µπλοκάρουν τη δωρεάν πρόσβαση του στο περιεχόµενό τους. Η Google έγραψε σε σχετικό blog της ότι η αναβάθµιση του Chrome στόχο έχει την εξασφάλιση ιδιωτικότητας των χρηστών της. «Θέλουµε οι χρήστες µας να µπορούν να περιηγούνται ανώνυµα στο διαδίκτυο, αλλά εξίσου ανώνυµη να είναι και η συγκεκριµένη επιλογή τους».
Εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια έχει ξεκινήσει η συζήτηση για την προσαρµογή του επιχειρηµατικού µοντέλου των παραδοσιακών ΜΜΕ στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής, αλλά είµαστε ακόµα µακριά από ένα γενικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει τη βιωσιµότητά τους. Η διερεύνηση συνεχίζεται, επειδή οι περισσότεροι µάνατζερ αναζητούν ένα µοντέλο που θα στηρίζεται είτε στη διαφήµιση ή στις συνδροµές. ∆υστυχώς, δεν υπάρχει ακόµα ένα µοντέλο που να ξεχωρίζει και οι ειδησεογραφικοί οργανισµοί πρέπει να χρησιµοποιούν πολλές πηγές εσόδων, όπως εµπορικές δραστηριότητες, δωρεές, χορηγίες για να επιβιώσουν.
Η ψηφιακή αγορά δεν είναι πάντα πολύ φιλική για επιχειρήσεις που στηρίζονται στις διαφηµίσεις, καθώς τα 2/3 των διαφηµιστικών εσόδων πηγαίνουν σε δύο εταιρείες και στις περισσότερες χώρες περίπου το 90% της διαφηµιστικής πίτας κατευθύνεται σε τέσσερις ή πέντε εταιρείες. Αυτό δυσκολεύει την επιβίωση µικρότερων εταιρειών και τα πράγµατα γίνονται δύσκολα για τους ψηφιακούς ενηµερωτικούς οργανισµούς και για όσους προσφέρουν δωρεάν το περιεχόµενό τους. Για πολλούς λόγους είναι χειρότερο να είσαι αποκλειστικά ψηφιακό µέσο και να ψάχνεις έσοδα. Το χαµηλό κόστος είναι πλεονέκτηµα, αλλά η ποιοτική δηµοσιογραφία είναι ακριβή.
Είναι δύσκολο για τα στελέχη στα µίντια και τους δηµοσιογράφους να αποδεχθούν ότι πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες εταιρείες, όπως ήταν για το µεγαλύτερο µέρος του 20ού αιώνα. Το Facebook και η Google δεν είναι πραγµατικά το πρόβληµα, αλλά το επιδεινώνουν. Το βασικό είναι ότι ο αριθµός και το είδος των µέσων αυξήθηκαν δραµατικά στα τέλη του 20ού αιώνα, το κοινό διασπάστηκε και η διαφήµιση έγινε λιγότερο αποτελεσµατική. Είναι προφανές ότι οι ενηµερωτικοί οργανισµοί πρέπει να επικεντρωθούν στην παραγωγή «ποιοτικής δηµοσιογραφίας». Πρέπει να αφήσουν τις ειδήσεις για την ψυχαγωγία, τη µόδα, τα σπορ, όλες τις µη ειδησεογραφικές πληροφορίες σε άλλους και να επικεντρωθούν οι δηµοσιογράφοι τους σε θέµατα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισµού, που ανήκουν στον βασικό κορµό της ποιοτικής δηµοσιογραφίας. Αυτό θέλουν και τα brands…
Το φαινόµενο της χελώνας
Εδώ και δύο χρόνια, ο πρώην διευθυντής Ειδήσεων του BBC, Τζέιµς Χάρντινγκ, και η έως πρόσφατα εκλεγµένη πρόεδρος της Wall Street Journal και της επενδυτικής εταιρείας Dow Jones, Κέιτι Βάνικ Σµιθ, αποφάσισαν να κάνουν την αρχή ιδρύοντας ένα ειδησεογραφικό site που θα παρακολουθεί τα τεκταινόµενα µε ρυθµούς... χελώνας. Το όνοµά του, Tortoise δηλαδή χελώνα. Έχοντας αποκτήσει µεγάλη και πολύτιµη πείρα από την προηγούµενη ενασχόλησή τους στα παραδοσιακά ΜΜΕ που έχουν κυριαρχήσει παγκοσµίως, οι δύο δηµοσιογράφοι αποφάσισαν πως έχει έρθει η ώρα να χτιστεί από την αρχή ένα διαφορετικό µοντέλο ενηµέρωσης: «Αυτό που ανοίγει, που δίνει σε όλους θέση στο τραπέζι, που δηµιουργεί ένα σύστηµα οργανωµένης ακρόασης. Νέα που αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που πραγµατικά είµαστε και διαµορφώνουµε τον κόσµο στον οποίο θέλουµε να ζήσουµε».
Έτσι, στο site τους, φιλοξενούνται µέσα στην ηµέρα µόλις 5 ρεπορτάζ/ιστορίες µε συγκριτικό πλεονέκτηµα το βάθος και την έρευνα. Στο νέο µέσο που φιλοδοξούν να στήσουν, δεν θα υπάρχουν έκτακτες ειδήσεις, αλλά ανάλυση για τους παράγοντες που δηµιουργούν τις ειδήσεις. Οι πρώτες αντιδράσεις αποτελούν καλή «τροφή» για σκέψη. Στην ηλεκτρονική πλατφόρµα crowdfunding, που ανάρτησαν το πλάνο για το όραµά τους, αµέσως 2.530 άνθρωποι έχουν προσφέρει τον οβολό τους, συγκεντρώνοντας 539.035 λίρες, για να τους βοηθήσουν να ξεκινήσουν ένα µέσο µε τη στήριξη των µελλοντικών αναγνωστών τους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να γυρίσουν την πλάτη στη διαφήµιση και τους κανόνες της.
Τροφή για σκέψη για διαφηµιστές - brands
Οι διαφηµιστές έχουν αντιληφθεί τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της συνδροµητικής - αργής δηµοσιογραφίας:
• Η ποιοτική δηµοσιογραφία
• Η αφοσίωση του κοινού
• Η εµπλοκή του αναγνώστη στη συντακτική διαδικασία
• Το νέο βιώσιµο επιχειρηµατικό µοντέλο
• Η ιδιότητα του µέλους
• Η αποκλειστικότητα
• Το πρωτογενές περιεχόµενο
• Η αίσθηση της συµµετοχής σε κλαµπ λίγων αναγνωστών
Η τάση το 2020
- Το 2020 πυκνώνουν τα µηνύµατα που θέλουν το σοβαρό κοινό να µην προτίθεται πλέον να παίξει στο παιχνίδι του εντυπωσιασµού µε ειδήσεις που «υπερβάλλουν» ή αλλοιώνουν το νόηµά τους και τα γεγονότα, αλλά να στρέφεται στα τεκµηριωµένα, ύστερα από χρονοβόρα επίπονη έρευνα, θέµατα.
- Η µάχη δεν είναι εύκολη. Το κυνηγητό των likes, των unique browsers, του bounce rating (χρόνος παραµονής και εγκατάλειψης site), των views του «στιγµιαίου» εντυπωσιασµού και οποιασδήποτε άλλης εφήµερης «επιτυχίας», όπως και η αποθέωση των υπερβολών της χρήσης των social media, συνιστά προϊόν µιας πορείας που προέκυψε από την εξέλιξη της τεχνολογίας και δεν σχεδιάστηκε από εχθρούς της πραγµατικής ερευνητικής δηµοσιογραφίας. Αυτά συνιστούν θεωρίες συνωµοσίας.
Η απαρχή της αργής δηµοσιογραφίας
Ο όρος «αργή δηµοσιογραφία» έχει µάλλον προέλευση και έµπνευση από τον όρο «αργή εστίαση» (slow food ή µάλλον slow food movement), ένα κίνηµα που ξεκίνησε από Ιταλούς εστιάτορες και µάγειρες, σε αντίδραση στο fast food.
Πριν από 2,5 περίπου χρόνια, στις 10 Οκτωβρίου του 2017, ο Αµερικανός δηµοσιογράφος Ρόναν Φάροου δηµοσίευσε στο περιοδικό New Yorker ένα µακροσκελές ερευνητικό ρεπορτάζ µε τίτλο: «Από τα επιθετικά σχόλια στις σεξουαλικές επιθέσεις». Το αναλυτικό άρθρο του, έκτασης 8.000 λέξεων, εξιστορούσε λεπτοµερώς τις αφηγήσεις 13 γυναικών που έπεσαν θύµατα της ανάρµοστης συµπεριφοράς του µεγιστάνα του Χόλιγουντ, Χάρβεϊ Ουάινσταϊν, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 µέχρι και σήµερα.
Το κείµενο έκανε πάταγο, πυροδοτώντας το κίνηµα του MeToo και ανήγαγε το ζήτηµα των σεξουαλικών επιθέσεων σε ένα από τα κορυφαία δηµοσιογραφικά θέµατα της δεκαετίας.
Πρακτικά, η συντριπτική πλειονότητα των επισκεπτών του ∆ιαδικτύου είναι πλέον γνώστες του ρεπορτάζ του Ρόναν Φάροου, ελάχιστοι ωστόσο γνωρίζουν πως για τη δηµοσίευσή του ο δηµοσιογράφος εργάστηκε πυρετωδώς και εξ ολοκλήρου µε αυτό το θέµα επί 10 ολόκληρους µήνες. «Λόγω της φύσης του θέµατος, δεν µε ενδιέφερε καθόλου να κυκλοφορήσει γρήγορα η ιστορία», εξήγησε ο Ρόναν Φάροου, κατά τη διάρκεια της περυσινής οµιλίας του στο ετήσιο συνέδριο του αµερικανικού περιοδικού. «Με ενδιέφερε να κυκλοφορήσει σωστά». Η ανέλπιστη επιτυχία της χρονοβόρου έρευνας του Φάροου είναι µόλις ένα κοµµάτι µιας ευρύτερης τάσης που αποκτά ολοένα και περισσότερη σηµασία στο παγκόσµιο ενηµερωτικό οικοσύστηµα. Πρόκειται για τη σταδιακή άνοδο της «αργής δηµοσιογραφίας», µιας προσέγγισης που στρέφεται µακριά από το γρήγορο περιεχόµενο και τις επιφανειακές αναλύσεις και αντ’ αυτών επικεντρώνεται στις εις βάθος έρευνες για την αναζήτηση της αλήθειας. Ολοένα και περισσότερες σύγχρονες ιστορίες µε αντίκτυπο οφείλονται στη δηµοσιογραφική ευχέρεια για ολοκληρωµένες και µακροχρόνιες έρευνες, παρά τις οικονοµικές προκλήσεις που αντιµετωπίζουν τα ΜΜΕ του 21ου αιώνα.
Η βιωσιµότητα σε συνάρτηση µε τα paywalls
Το µεγάλο πρόβληµα είναι ότι ενώ τα hard news (αποκλειστικές, αργές, ψαγµένες, πρωτογενείς ειδήσεις) και η δηµοσιογραφική έρευνα κοστίζουν και βρίσκονται εντός µιας καλά «φρουρούµενης» κοινότητας, η ελεύθερη και ανεµπόδιστη πληροφορία προσφέρεται δωρεάν και είναι χαοτική. Αλλάζει αυτό;
Η δεύτερη παράµετρος, λοιπόν, που θα καθορίσει το επόµενο βήµα έχει να κάνει µε τον τρόπο διάθεσης του περιεχοµένου.
Ειδήσεις δωρεάν λοιπόν ή επί πληρωµή; Για πολλούς, η τάση των ΜΜΕ και δη των ηλεκτρονικών να µην εµπορεύονται το περιεχόµενό τους, ισοδυναµεί µε ερασιτεχνισµό, ιδεαλισµό, προχειρότητα και βήµα στο κενό, καθώς, εκτός των άλλων, επαφίεται στη γενναιοδωρία των ψηφιακών κολοσσών το πώς θα διαµοιραστεί το περιεχόµενο και, φυσικά, στη σκληρότητα και αυστηρότητα του νοµοθέτη για το πώς θα εφαρµοστεί ο κανονισµός για τα πνευµατικά δικαιώµατα. Για παράδειγµα, οι αλλαγές που έκανε το Facebook στο newsfeed του έκαναν περισσότερο πιθανό να βλέπει κάποιος τις αναρτήσεις των διαδικτυακών του φίλων παρά των επαγγελµατιών της ενηµέρωσης. Κι αυτό είχε συγκεκριµένες επιπτώσεις σε µεγάλους ειδησεογραφικούς οργανισµούς, όπως το Buzzfeed, που αναγκάστηκε να προχωρήσει σε µεγάλες περικοπές προσωπικού.
Την ίδια ώρα, υπέρµαχοι της δωρεάν διάθεσης του περιεχοµένου µιλούν για έναν πιο ανοιχτό κόσµο, κατηγορώντας τους εκδότες που επιλέγουν την εκδοχή της πληρωµής µε ιστοδιόδια (paywall), προκειµένου να προστατέψουν το περιεχόµενο αλλά και τη βιωσιµότητα των Μέσων τους.
Η αργή δηµοσιογραφία ανάχωµα στην GAFAΤ
Το 2021, θα εφαρµοστεί η Οδηγία για τα πνευµατικά δικαιώµατα, εν µέσω αντιδράσεων. Μέσα στην πολυσέλιδη Οδηγία, συναντά κάποιος και το επίµαχο άρθρο 11 (φόρος στα links), το οποίο έχει ως στόχο να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις ώστε οι συναθροιστές ειδήσεων (aggregators) να πληρώνουν στις ηλεκτρονικές εφηµερίδες (sites) για το περιεχόµενο που χρησιµοποιούν.
Πρόκειται για µια εξέλιξη η οποία έφερε σε αντιπαράθεση τα παλαιά ΜΜΕ µε τους µιντιακούς κολοσσούς της Τεχνολογίας, τα µέλη του λεγόµενου GAFAT (Google, Apple, Facebook, Amazon, Twitter), που έως τώρα διαχειρίζονται, διακινούν και αξιοποιούν µε διαφηµιστικά έσοδα το περιεχόµενο των παλαιών Μέσων, αλλά και των καθαρών ψηφιακών παικτών (pure digital players).
Ταυτόχρονα, δηµιούργησε φόβο για το τι θα συµβεί σε περίπτωση που το ολιγοπώλιο των συναθροιστών (aggregators) µετατραπεί σε ένα κάθετα οργανωµένο µονοπώλιο, όπου η GoogleNews θα παράγει το δικό της περιεχόµενο, το οποίο θα διαθέτει µε τα δικά της δίκτυα, αποκλείοντας τους υπόλοιπους από το παιχνίδι. ∆ηλαδή, αν πρόκειται να πληρώσει εκατοµµύρια δολάρια ή ευρώ, η Google θα προτιµήσει µε πολύ λιγότερα χρήµατα να ενηµερώνει µε ίδια µέσα το κοινό του ∆ιαδικτύου, αποκλείοντας δηµοφιλή portals και πασίγνωστα sites από το δίχτυ που θα θέσει.
Η επιλογή σε σχέση µε τη δωρεάν διάθεση περιεχοµένου είναι δύσκολη και σίγουρα αφορά την ίδια την αξία χρήσης του περιεχοµένου. Η αναπαραγωγή ή το rewriting δελτίων Τύπου ασφαλώς και δεν δικαιολογούν αντίτιµο. Αντιθέτως, αντίτιµο δικαιολογούν η έρευνα και η παρουσίαση της πληροφορίας µε όσο το δυνατόν πληρέστερο τρόπο. Στην Ελλάδα, προς το παρόν, µοναδικό οργανωµένο site µε paywall είναι το insidestory, το οποίο δεν προβάλλει διαφηµίσεις και έχει κόστος 6 ευρώ το µήνα ή 60 ευρώ το χρόνο.
Το FREMIUM περιεχόµενο
Τα µεγαλύτερα ενηµερωτικά sites, όπως οι New York Times και η Washington Post, ανακάλυψαν το «παραθυράκι» και βρήκαν τρόπο να µπλοκάρουν την πρόσβαση των αναγνωστών τους δωρεάν µέσω της Ανώνυµης Περιήγησης.
Τα καλά νέα για τους αναγνώστες -και τα άσχηµα για τα συνδροµητικά sites- είναι ότι η Google είχε άλλα σχέδια, καθώς κυκλοφόρησε την έκδοση Chrome 76, υποσχόµενη να επαναφέρει τη λειτουργία Ανώνυµης Περιήγησης για τους χρήστες της.
Το Chrome 76 κλείνει -µε τη σειρά του- το «παραθυράκι» που επιτρέπει σε συνδροµητικά sites να εντοπίζουν τον χρήστη που περιηγείται ανώνυµα, ώστε να µπλοκάρουν τη δωρεάν πρόσβαση του στο περιεχόµενό τους. Η Google έγραψε σε σχετικό blog της ότι η αναβάθµιση του Chrome στόχο έχει την εξασφάλιση ιδιωτικότητας των χρηστών της. «Θέλουµε οι χρήστες µας να µπορούν να περιηγούνται ανώνυµα στο διαδίκτυο, αλλά εξίσου ανώνυµη να είναι και η συγκεκριµένη επιλογή τους».
Εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια έχει ξεκινήσει η συζήτηση για την προσαρµογή του επιχειρηµατικού µοντέλου των παραδοσιακών ΜΜΕ στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής, αλλά είµαστε ακόµα µακριά από ένα γενικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει τη βιωσιµότητά τους. Η διερεύνηση συνεχίζεται, επειδή οι περισσότεροι µάνατζερ αναζητούν ένα µοντέλο που θα στηρίζεται είτε στη διαφήµιση ή στις συνδροµές. ∆υστυχώς, δεν υπάρχει ακόµα ένα µοντέλο που να ξεχωρίζει και οι ειδησεογραφικοί οργανισµοί πρέπει να χρησιµοποιούν πολλές πηγές εσόδων, όπως εµπορικές δραστηριότητες, δωρεές, χορηγίες για να επιβιώσουν.
Η ψηφιακή αγορά δεν είναι πάντα πολύ φιλική για επιχειρήσεις που στηρίζονται στις διαφηµίσεις, καθώς τα 2/3 των διαφηµιστικών εσόδων πηγαίνουν σε δύο εταιρείες και στις περισσότερες χώρες περίπου το 90% της διαφηµιστικής πίτας κατευθύνεται σε τέσσερις ή πέντε εταιρείες. Αυτό δυσκολεύει την επιβίωση µικρότερων εταιρειών και τα πράγµατα γίνονται δύσκολα για τους ψηφιακούς ενηµερωτικούς οργανισµούς και για όσους προσφέρουν δωρεάν το περιεχόµενό τους. Για πολλούς λόγους είναι χειρότερο να είσαι αποκλειστικά ψηφιακό µέσο και να ψάχνεις έσοδα. Το χαµηλό κόστος είναι πλεονέκτηµα, αλλά η ποιοτική δηµοσιογραφία είναι ακριβή.
Είναι δύσκολο για τα στελέχη στα µίντια και τους δηµοσιογράφους να αποδεχθούν ότι πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες εταιρείες, όπως ήταν για το µεγαλύτερο µέρος του 20ού αιώνα. Το Facebook και η Google δεν είναι πραγµατικά το πρόβληµα, αλλά το επιδεινώνουν. Το βασικό είναι ότι ο αριθµός και το είδος των µέσων αυξήθηκαν δραµατικά στα τέλη του 20ού αιώνα, το κοινό διασπάστηκε και η διαφήµιση έγινε λιγότερο αποτελεσµατική. Είναι προφανές ότι οι ενηµερωτικοί οργανισµοί πρέπει να επικεντρωθούν στην παραγωγή «ποιοτικής δηµοσιογραφίας». Πρέπει να αφήσουν τις ειδήσεις για την ψυχαγωγία, τη µόδα, τα σπορ, όλες τις µη ειδησεογραφικές πληροφορίες σε άλλους και να επικεντρωθούν οι δηµοσιογράφοι τους σε θέµατα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισµού, που ανήκουν στον βασικό κορµό της ποιοτικής δηµοσιογραφίας. Αυτό θέλουν και τα brands…
Το φαινόµενο της χελώνας
Εδώ και δύο χρόνια, ο πρώην διευθυντής Ειδήσεων του BBC, Τζέιµς Χάρντινγκ, και η έως πρόσφατα εκλεγµένη πρόεδρος της Wall Street Journal και της επενδυτικής εταιρείας Dow Jones, Κέιτι Βάνικ Σµιθ, αποφάσισαν να κάνουν την αρχή ιδρύοντας ένα ειδησεογραφικό site που θα παρακολουθεί τα τεκταινόµενα µε ρυθµούς... χελώνας. Το όνοµά του, Tortoise δηλαδή χελώνα. Έχοντας αποκτήσει µεγάλη και πολύτιµη πείρα από την προηγούµενη ενασχόλησή τους στα παραδοσιακά ΜΜΕ που έχουν κυριαρχήσει παγκοσµίως, οι δύο δηµοσιογράφοι αποφάσισαν πως έχει έρθει η ώρα να χτιστεί από την αρχή ένα διαφορετικό µοντέλο ενηµέρωσης: «Αυτό που ανοίγει, που δίνει σε όλους θέση στο τραπέζι, που δηµιουργεί ένα σύστηµα οργανωµένης ακρόασης. Νέα που αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που πραγµατικά είµαστε και διαµορφώνουµε τον κόσµο στον οποίο θέλουµε να ζήσουµε».
Έτσι, στο site τους, φιλοξενούνται µέσα στην ηµέρα µόλις 5 ρεπορτάζ/ιστορίες µε συγκριτικό πλεονέκτηµα το βάθος και την έρευνα. Στο νέο µέσο που φιλοδοξούν να στήσουν, δεν θα υπάρχουν έκτακτες ειδήσεις, αλλά ανάλυση για τους παράγοντες που δηµιουργούν τις ειδήσεις. Οι πρώτες αντιδράσεις αποτελούν καλή «τροφή» για σκέψη. Στην ηλεκτρονική πλατφόρµα crowdfunding, που ανάρτησαν το πλάνο για το όραµά τους, αµέσως 2.530 άνθρωποι έχουν προσφέρει τον οβολό τους, συγκεντρώνοντας 539.035 λίρες, για να τους βοηθήσουν να ξεκινήσουν ένα µέσο µε τη στήριξη των µελλοντικών αναγνωστών τους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να γυρίσουν την πλάτη στη διαφήµιση και τους κανόνες της.
Τροφή για σκέψη για διαφηµιστές - brands
Οι διαφηµιστές έχουν αντιληφθεί τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της συνδροµητικής - αργής δηµοσιογραφίας:
• Η ποιοτική δηµοσιογραφία
• Η αφοσίωση του κοινού
• Η εµπλοκή του αναγνώστη στη συντακτική διαδικασία
• Το νέο βιώσιµο επιχειρηµατικό µοντέλο
• Η ιδιότητα του µέλους
• Η αποκλειστικότητα
• Το πρωτογενές περιεχόµενο
• Η αίσθηση της συµµετοχής σε κλαµπ λίγων αναγνωστών