Μία δολοφονική απόπειρα εναντίον του πριν από 29 χρόνια είναι η αιτία που ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παραμένει καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Ήταν 12 Οκτωβρίου 1990 όταν ο τότε υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ και πρώην εφοριακός βρισκόταν στο Όπεναου, κοντά στο Φράιμπουργκ στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, όπου διεκδικούσε την επανεκλογή του στην Ομοσπονδιακή Βουλή, αφού είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 1972 και σε ηλικία μόλις 30 ετών.
Ο Σόιμπλε βρισκόταν σε μπιραρία όπου είχε πραγματοποιήσει την προεκλογική του ομιλία, και πλέον είχε παραμείνει συνομιλώντας με ψηφοφόρους και υποστηρικτές, ένας εκ των οποίων ήταν και ο επίδοξος δολοφόνος του.
Γύρω στις 22.00 και ενώ ο Σόιμπλε είχε χαλαρώσει από την κουβέντα, ο 31χρονος Ντίτερ Κάουφμαν, βοηθός τοπογράφου, έβγαλε από το δερμάτινο μπουφάν του ένα 38άρι περίστροφο τύπου Smith &Wesson και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος του τότε ΥΠΕΣ. Μία σφαίρα πέτυχε τον Σόιμπλε στο δεξί μάγουλο και η δεύτερη καρφώθηκε στη σπονδυλική στήλη. Η τρίτη σφαίρα τραυμάτισε έναν από τους σωματοφύλακές του. Πέφτοντας αιμόφυρτος στο πάτωμα ο 48χρονος Σόιμπλε ψιθύρισε "δεν αισθάνομαι το πόδι μου".
Ο δημοσιογράφος και φίλος του Χανς-Πέτερ Σιτζ, που ήταν παρών, ανακαλεί στη μνήμη του το περιστατικό: «Αρχικά νόμιζα ότι έσκασαν δύο μπαλόνια, που ήταν άφθονα στην αίθουσα, μέχρις ότου είδα τον Σόιμπλε να σωριάζεται δίπλα μου και να ψελλίζει “δεν αισθάνομαι το πόδι μου”». Η αστυνομία αιφνιδιάστηκε αν και θα έπρεπε να προστατεύει πιο αποτελεσματικά τον υπουργό του Κολ καθώς λίγους μήνες πριν είχε προηγηθεί η απόπειρα δολοφονίας κατά του Όσκαρ Λαφοντέν, υποψήφιου των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία. Ο δράστης της επίθεσης Ντίτερ Κάουφμαν, γιος δημάρχου της περιοχής, στα νιάτα του, θέλοντας να αναζητήσει την προσωπική του ελευθερία και την αυτοεπιβεβαίωση, έφυγε από τη Γερμανία και έζησε για πολλά χρόνια στην Ασία. Ωστόσο, από τη χρήση ναρκωτικών απέκτησε ψυχολογικά προβλήματα.Κατά τη σύλληψή του δήλωσε ότι ήθελε να εκδικηθεί το γερμανικό κράτος για τον «ψυχολογικό και σωματικό τρόμο», που του ασκούσε και επέλεξε ως προσωποποίησή του τον υπουργό Εσωτερικών. Στη δίκη του Μαΐου 1991 προσήχθη σε δίκη, αλλά κρίθηκε ανίκανος για τον καταλογισμό της πράξης του, επειδή έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. Κλείσθηκε σε ψυχιατρείο και αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους το φθινόπωρο του 2004.
Μέσα σε 3 μήνες ο Σόιμπλε επέστρεψε στη θέση του επιδεικνύοντας σθένος. Ενώ έμενε ακόμη σε μια μονάδα αποκατάστασης, μάθαινε να κάνει ελιγμούς παρ' όλο που είχε παραλύσει από τη μέση και κάτω. Πάντως, στις εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου του 1990, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής, ενώ η δημοφιλία του έφθασε σε υψηλά επίπεδα πέντε χρόνια μετά, όταν συγχώρεσε δημόσια τον άνθρωπο που αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει.
Για τον τελευταίο του αγώνα στις εκλογές του 1990, ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ταξίδεψε στο Όφενμπουργκ όπου ο Σόιμπλε έκανε την πρώτη του εμφάνιση μετά την απόπειρα δολοφονίας μπροστά σε ένα πλήθος περίπου 9.000 ατόμων.Τον Μάιο του 2010, κατά το ταξίδι του στις Βρυξέλλες για μια επείγουσα συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Σόιμπλε εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός βελγικού νοσοκομείου αντιμετωπίζοντας επιπλοκές από την προηγούμενη επέμβαση αλλά και μια αλλεργική αντίδραση σε ένα νέο αντιβιοτικό.
Εκείνη την περίοδο, τα γερμανικά ΜΜΕ έκαναν εικασίες αναφορικά με την παραίτησή του, ακόμη και με τις πιθανότητες επιβίωσής του. Ωστόσο, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αρνήθηκε δυο φορές την πρόταση του Σόιμπλε να αποχωρήσει από την πολιτική λόγω κακής κατάστασης της υγείας του το 2010.
Στην πατρίδα του, ο Σόιμπλε είχε γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής από τη γερμανική Αριστερά για την υποστήριξή του στον Πόλεμο κατά του Ιράκ το 2003. Επίσης, ο Σόιμπλε ήταν υποστηρικτής του στρατοπέδου Γκουαντάναμο.Σε συνέντευξή του στο Spiegel το 2007 ως υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε την αύξηση της εξουσίας της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης με στόχο την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας και ζήτησε τα ακόλουθα: Προληπτική σύλληψη υπόπτων για θέματα τρομοκρατίας, χρησιμοποίηση του γερμανικού στρατού για επιχειρήσεις τήρησης της τάξης στο εσωτερικό της Γερμανίας, συστηματική παρακολούθηση του διαδικτύου και υποκλοπές e-mail από κυβερνητικές υπηρεσίες, και δολοφονίες (targeted killings) τρομοκρατών από τις αρχές ασφαλείας.
Στη δεκαετία του 1990 ο Σόιμπλε έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς στη Γερμανία και υπήρχε η εικασία ότι θα αντικαθιστούσε στην καγκελαρία τον Χέλμουτ Κολ. Τον Νοέμβριο του 1991 ο Σόιμπλε έγινε ο κοινοβουλευτικός ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατικών, αντικαθιστώντας τον 71χρονο Άλφρεντ Ντρέγκερ, μια κίνηση που τον κατέστησε πιθανό διάδοχο του Χέλμουτ Κολ. Το 1997 ο Χέλμουτ Κολ δήλωσε ότι ο Σόιμπλε ήταν ο επιθυμητός υποψήφιος για να τον διαδεχθεί αλλά δεν ήθελε να παραδώσει την εξουσία έως το 2002 όταν η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση θα ολοκλήρωνε την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος του ευρώ.Ωστόσο, καθώς η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση έχασε στις εκλογές του 1998, ο Σόιμπλε δεν έγινε ποτέ καγκελάριος. Μετά την εκλογή του Έμπερχαντ Ντίεπγκεν ως δημάρχου του Βερολίνου, ο Σόιμπλε έκανε συνομιλίες για να είναι ο πρώτος υποψήφιος στις πρόωρες εκλογές της 21ης Οκτωβρίου 2001 αλλά απορρίφθηκε από το παρακλάδι της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στο Βερολίνο για χάρη του Φρανκ Στέφελ. Ορισμένα παραρτήματα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ήθελαν τον Μάρτιο του 2004 να ορίσουν τον Σόιμπλε ως υποψήφιο για το αξίωμα του Γερμανού καγκελάριου, του αρχηγού κράτους, λόγω της τεράστιας πολιτικής του εμπειρίας.
Παρά την υποστήριξη των πρωθυπουργών της Βαυαρίας και της Έσσης, ο Σόιμπλε δεν έλαβε τελικά την υποψηφιότητά του από το κόμμα επειδή η ηγέτιδα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης Άνγκελα Μέρκελ, άλλοι πολιτικοί της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και το φιλελεύθερο κόμμα καταφέρθηκαν εναντίον του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το σκάνδαλο με τις κομματικές συνεργασίες στις εκλογές που αφορούσε τον Σόιμπλε και πρωτοεμφανίστηκε στο τέλος του 1999 δεν είχε ποτέ επιλυθεί πλήρως.
Μετά την κατάρρευση της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1998, ο Σόιμπλε διαδέχθηκε τον Χέλμουτ Κολ και έγινε ο πρόεδρος του κόμματος. Μόλις 15 μήνες αργότερα, παραιτήθηκε από τη θέση και από την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης το 2000 μετά το σκάνδαλο για την χρηματοδότηση του κόμματος.Η παραίτηση του Σόιμπλε ξεκίνησε μια αλλαγή στο εσωτερικό των Χριστιανοδημοκρατών, με την Άνγκελα Μέρκελ να αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος και τον Φρίντριχ Μερτζ να γίνεται πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Πριν από τις εκλογές του 2005 η Άνγκελα Μέρκελ συμπεριέλαβε τον Σόιμπλε στο υπουργικό της συμβούλιο για την εκστρατεία των Χριστιανοδημοκρατών προκειμένου να μην γίνει ο Γκέρχαρντ Σρέντερ καγκελάριος.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ο Σόιμπλε υπηρέτησε ως σύμβουλος της Μέρκελ πάνω στα θέματα της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής. Μετά τις εκλογές, ο Σόιμπλε έγινε δυνητικός υποψήφιος για το αξίωμα του Ομοσπονδιακού Υπουργού Αμύνης. Ωστόσο, κατά τις μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις για την σύσταση κυβέρνησης συνασπισμού, ηγήθηκε της αντιπροσωπείας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στην ομάδα εργασίας για την εσωτερική πολιτική.
Μόλις σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση, ο Σόιμπλε έγινε ξανά υπουργός Εσωτερικών, αυτήν τη φορά στον κομματικό συνασπισμό υπό την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ. Από το 2007 έως το 2009 ο Σόιμπλε ήταν ένα από τα 32 μέλη της Επιτροπής για τον εκσυγχρονισμό του ομοσπονδιακού κράτους, το οποίο δημιουργήθηκε για να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις πάνω στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ομοσπονδιακών και των κρατικών αρχών της Γερμανίας.
Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009, ο Σόιμπλε, μέχρι τότε ένας από τους πιο έμπειρους πολιτικούς της Γερμανίας, έγινε υπουργός Οικονομικών τον Οκτώβριο του 2009. Τότε, σε ηλικία 67 ετών, έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας στο υπουργικό συμβούλιο και το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος του Κοινοβουλίου στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ήταν επίσης ένας από τους επτά συντηρητικούς υπουργούς της απερχόμενης κυβέρνησης της Μέρκελ, το οποίο παρέμεινε στην εξουσία. Έως το 2014, η Wall Street Journal ονόμαζε τον Σόιμπλε ως "το δεύτερο ισχυρότερο πρόσωπο της Γερμανίας μετά την καγκελάριο Μέρκελ".Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Σόιμπλε θεωρήθηκε ευρέως ως ο πιο αντιρρησίας συνήγορος της κυβέρνησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ένας παθιασμένος υποστηρικτής της συνεργασίας της Γερμανίας με την Γαλλία. Ωστόσο, μαζί με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ λάμβανε συχνά μια σκληρή γραμμή απέναντι σε ορισμένες νότιες ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Το 2012 ο Σόιμπλε απέρριψε τις προτάσεις της προέδρου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ να δοθεί στην Ελλάδα περισσότερος χρόνος για πρόσθετες περικοπές δαπανών με στόχο την αντιμετώπιση του ελλείμματός της. Την ίδια χρονιά ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας κατηγόρησε τον Σόιμπλε ότι προσβάλλει το έθνος του. Τον Οκτώβριο του 2013 ο Σόιμπλε κατηγορήθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό της Πορτογαλίας Ζοζέ Σόκρατες για τη συχνή τοποθέτηση ειδήσεων στα ΜΜΕ ενάντια στην Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη πριν από την πτώχευση της χώρας. Ο Σόκρατες τον χαρακτήρισε ως έναν "πονηρό υπουργό Οικονομικών".
Ως ένας κορυφαίος υποστηρικτής της λιτότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη - ο Σόιμπλε έφερε το 2014 στη Γερμανία έναν εθνικό προϋπολογισμό ύψους 299 δισ ευρώ, ο οποίος επέτρεψε στη Γερμανία να μην αναλάβει ένα νέο εθνικό χρέος για πρώτη φορά από το 1969. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, ο Σόιμπλε κατάφερε ένα πλεόνασμα ύψους 18,5 δισ. ευρώ. Έχει χαρακτηριστεί ως η "προσωποποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας" και ως η "πρωταρχική ευρωπαϊκή λιτότητα" - η φήμη του Σόιμπλε πάνω στον σκληρό έλεγχο των δαπανών βοήθησε στην ταχεία ανάκαμψη της Γερμανίας από την ύφεση αλλά έχει επανειλημμένως απορρίψει τις προτάσεις από κυβερνητικούς υποστηρικτές με θέμα τις φορολογικές περικοπές. Καθ'όλη τη διάρκεια της θητείας του, υποστήριξε τη θέση ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη, είναι η διέξοδος από μια χαμηλή ανάπτυξη.
Το 2013 ο Σόιμπλε και ο Βίτορ Γκασπάρ, ο ομόλογός του στην Πορτογαλία, ανακοίνωσαν ένα σχέδιο χρήσης της γερμανικής κρατικής τράπεζας KfW ώστε να δημιουργηθεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα βοηθήσει τους Πορτογάλους κάτω των 25 ετών να αποκτήσουν μια θέση εργασίας ή επαγγελματική κατάρτιση.
Το 2012, μετά την παραίτηση του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ από την προεδρία των 17 υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, γνωστό ως Εurogroup, δημοσιοποιήθηκαν οι προθέσεις της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ να ασκεί πίεση στον Σόιμπλε για την ανάληψη αυτής της θέσης. Την εν λόγω θέση ανέλαβε αργότερα ο Γερούν Ντάισεμπλουμ. Στις διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνασπισμού μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, ηγήθηκε της αντιπροσωπείας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στην ομάδα εργασίας για τη χρηματοοικονομική πολιτική αντιπρόεδρος του SPD ήταν ο δήμαρχος του Αμβούργου Όλαφ Σόλτς.Από το 2014 έως το 2015, ο Σόιμπλε και ο Σολτς ηγήθηκαν εκ νέου των διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση της λεγόμενης επιβάρυνσης της πρόσθετης αλληλεγγύης επί του εισοδήματος και του εταιρικού φόρου και για την αναδιοργάνωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας και των ομοσπονδιακών κρατών της. Σε μια επιστολή προς τον Πιερ Μοσκοβισί, Ευρωπαίο Επίτροπο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων και Φορολογίας, στο τέλος του 2014, ο Σόιμπλε και οι υπουργοί Οικονομικών των άλλων μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης - Μισέλ Σαπέν της Γαλλίας και Πιερ Κάρλο Παντοάν της Ιταλίας - προέτρεψαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταρτίσει νόμους για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής από τις εταιρείες και να εμποδίσει τα κράτη μέλη να προσφέρουν χαμηλότερους φόρους για να προσελκύσουν επενδυτές, ζητώντας μια ολοκληρωμένη οδηγία BEPS (Διάβρωση Βάσης και Μετατόπιση Κερδών) προς τα κράτη μέλη έως το τέλος του 2015.
Με πρωτοβουλία του Σόιμπλε, η Γερμανία έγινε ιδρυτικό μέλος της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων και Υποδομών. Σε μια συνάντηση των μεγάλων οικονομιών G-20 το 2015, ο Σόιμπλε ζήτησε μια καλύτερη ενσωμάτωση της ισλαμικής οικονομίας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όταν ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 2016 την πρόθεσή του να μην ξαναβάλει υποψηφιότητα για τις εκλογές, ο Σόιμπλε αναφέρθηκε ως πιθανός διάδοχος από τα γερμανικά και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Η θέση τελικά καταλήφθηκε από τον Φρανκ-Γουόλτερ Σταϊνμάγερ.Από το τέλος του 2016, ο Σόιμπλε υπηρέτησε ως μέλος της επιτροπής της γερμανικής κυβέρνησης για το Brexit, στην οποία οι υπουργοί συζητούν οργανωτικά και διαρθρωτικά ζητήματα σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, ο Σόιμπλε ορίστηκε από την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ως ο νέος πρόεδρος της Μπούντεσταγκ και διαδέχθηκε τον Νόμπερτ Λάμμερτ.
Ο Σόιμπλε είναι παντρεμένος με την οικονομολόγο Ίνγκεμποργκ Σόιμπλε από το 1969. Έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά : τρεις κόρες (Κριστίν, Τζουλιάν, Άννα) και έναν γιο (Χανς). Ο αδερφός του Τόμας Σόιμπλε (1948-2013) ήταν πρώην υπουργός Εσωτερικών της Βιρτεμβέργης και εκτελεστικός πρόεδρος της ζυθοποιίας Rothaus από το 2004 έως το 2013. Γαμπρός του είναι ο Τόμας Στρομπλ, ο οποίος υπηρετεί ως υπουργός Εσωτερικών της Βιρτεμβέργης.Με πληροφορίες από Spiegel, Βικιπαίδεια, Reuters, Πηγή φωτό: AP, Reuters, DPA