Βρυξέλλες, Αθανάσιος Αθανασίου
Στην τελευταία του συνέντευξη ως Επίτροπος και με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής για την Εκπαίδευση την περασμένη Πέμπτη στις Βρυξέλλες, ο Τίμπορ Νάβρασκις επεξηγεί τις προκλήσεις για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής το επόμενο διάστημα, τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τις επιδόσεις των μαθητών, τη "φυγή εγκεφάλων" και τη θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στο νέο περιβάλλον.
Αναλυτικά, σε σχέση με τη Σύνοδο Κορυφής και την εκπαίδευση ο Επίτροπος απάντησε ότι : “νομίζω ότι είμαστε καλύτερα φέτος και αν λάβουμε υπόψη και την ίδια την ευρωπαϊκή προοπτική εκπαίδευσης στο επίπεδο της ΕΕ μπορούμε να είμαστε πραγματικά αισιόδοξοι, διότι η Σύνοδος Κορυφής για την εκπαίδευση έχει καταστεί μεγάλη επιτυχία. Πάνω από 800 συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων 160 δάσκαλοι, πάνω από 60 ομιλητές συμμετείχαν στη δεύτερη διοργάνωση και υπάρχει , όπως βλέπω, αυξημένο ενδιαφέρον ως η ανάγκη λήψης αποφάσεων για την εκπαίδευση καθίσταται σημαντικότερη στο ευρωπαϊκό επίπεδο”.
Κληθείς να απαντήσει αν και κατά πόσο υπάρχει μεγαλύτερη πια πολιτική βούληση για συντονισμό των εκπαιδευτικών πολιτικών μεταξύ των 27 απάντησε : “η λέξη συντονισμός είναι μια καλή λέξη να περιγράψει όλο αυτό. Και ναι, υπάρχει μια βούληση, η οποία αυξάνεται μεταξύ των κρατών - μελών, σκεπτόμαστε μαζί , να οργανώνουμε μαζί αλλά να δρούμε προφανώς ατομικά και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις με συντονισμένο τρόπο. Αυτό το ερώτημα ετέθη και σε ένα από τα πάνελ συζητήσεων και νομίζω ότι πολλοί άμεσοι ενδιαφερόμενοι θα θέλανε να δούνε μια πιο στέρεη - συγκροτημένη πολιτική στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό το στάδιο μπορώ να πω ότι δεν είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο, μπορεί σε κάποια φάση τα μέσα συντονισμού και συνεργασίας να ενισχυθούν αλλά προς το παρόν δε μιλάμε για μία πλήρη ευρωπαϊκή πολιτική για την εκπαίδευση στο πολύ κοντινό μέλλον, όχι δηλαδή ευρωπαϊκό πρόγραμμα σπουδών.
Κληθείς να απαντήσει συγκεκριμένα σε σχέση με τα νέα στοιχεία της έκθεσης για την κατάσταση της εκπαίδευσης στην ευρωπαϊκή ένωση που δείχνουν επιδείνωση των επιδόσεων των μαθητών σε Κύπρο και Ελλάδα σε ότι αφορά την ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, ο Επίτροπος απάντησε : “αυτή είναι μία από τις ανησυχητικές τάσεις, τις οποίες περιέγραψα κατά την παρουσίαση της έκθεσης για την κατάσταση της εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εντυπωσιακή η εξέλιξη σε σχέση και με την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής Ευρώπη 2020. Οι περισσότεροι από τους στόχους της στρατηγικής Ευρώπη 2020 έχουν επιτευχθεί και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος πλησιάζει τους στόχους που είχαν τεθεί, όμως υπάρχουν και κράτη - μέλη, τα οποία υπολείπονται και έχουν μείνει πίσω και είναι ακόμη πιο ανησυχητικό ότι οι κακές επιδόσεις έχουν αυξηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι το κενό, η απόσταση διευρύνεται μεταξύ των εκπαιδευτικών μας συστημάτων.
Μαθητές που προέρχονται από μειονοτικό υπόβαθρο, είτε εθνικό, είτε θρησκευτικό, είτε είναι παιδιά προσφύγων δυσκολεύονται πολύ παραπάνω, εξού και επιδείνωση των βασικών δεξιοτήτων (ανάγνωση, μαθηματικά, φυσικές επιστήμες)”.
Ερωτηθείς εάν ευθύνονται και οι μέθοδοι διδασκαλίας ο επίτροπος δήλωσε : “είναι πολύ πιθανό αλλά δεν έχουμε μία εις βάθος ανάλυση των μεθόδων διδασκαλίας στα ευρωπαϊκά σχολεία αλλά ακριβώς για αυτό το λόγο θα ξεκινήσουμε κατά το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο περισσότερα προγράμματα για την κινητικότητα των εκπαιδευτικών, τη μετεκπαίδευσή τους, για να αποκτήσουν μία καλύτερη εικόνα της εκπαιδευτικής κατάστασης στα υπόλοιπα κράτη - μέλη”.
Απαντώντας στο ερώτημα αν η κατάσταση διαιωνίζεται με τις χώρες που παραδοσιακά πηγαίνουν καλά να συνεχίζουν να πηγαίνουν καλά και οι χώρες που παραδοσιακά υπολείπονται να συνεχίζουν να υπολείπονται, ο Επίτροπος απάντησε : “ θα σας φέρω ένα από τα αγαπημένα μου παραδείγματα, αυτό της Πορτογαλίας, στην οποία όχι απλώς υπάρχει πρόοδος αλλά αυτή είναι και σωρευτική και συνεχής. Βήμα βήμα και χρόνο με το χρόνο. Αλλά ναι, δεν υπάρχει καμία ανατροπή ( στον πίνακα των επιδόσεων ) “.
Κληθείς να προσδιορίσει εάν η Ευρώπη θα παράγει τελικά λιγότερους επιστήμονες αιχμής σε σχέση με τη δεκαετία του 70 και του 80 , ο Επίτροπος απάντησε : “όχι, δεν είναι αυτός ο φόβος μου, τα ευρωπαϊκά συστήματα εκπαίδευσης μπορούν να παράγουν καλής ποιότητας επιστήμονες, ο φόβος μου είναι ότι δε θα μπορέσουμε να τους κρατήσουμε εντός. Εάν η Κίνα και οι ΗΠΑ προσφέρουν πιο ελκυστικές συνθήκες για έρευνα ή υλικές αποδοχές, τα καλύτερα μυαλά θα φύγουν από την Ευρώπη και για αυτό θα πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα, και στην εκπαιδευτική πολιτική και στην έρευνα και την καινοτομία και σε αυτό το σημείο πρέπει να σας πω ότι η διάδοχός μου ( η Μαρίγια Γκάμπριελ) θα είναι πάρα πολύ καλή, διότι θα συνδυάζει και την εκπαίδευση και την έρευνα και την καινοτομία στο ίδιο χαρτοφυλάκιο”, δήλωσε ο Επίτροπος, επιβεβαιώνοντας ότι το χαρτοφυλάκιο αυτό θα βρίσκεται και κάτω από την αντιπροεδρία του Μαργαρίτη Σχοινά.
Κληθείς να κάνει υποδείξεις για τη μείωση της φυγής εγκεφάλων από την Κύπρο και την Ελλάδα, ο Επίτροπος σημείωσε : “πρώτον, πρέπει να βελτιωθεί η κοινωνική περιεκτικότητα και η ένταξη στα εκπαιδευτικά συστήματα. Αυτή είναι η πιο μεγάλη πρόκληση για το μέλλον. Τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να είναι προσβάσιμα για όλους, όχι μόνο για τη μεσαία και την ανώτερη τάξη αλλά και για τα παιδιά από τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα, διότι όπως βλέπετε υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανάμεσα στους φοιτητές που έχουν γεννηθεί στη χώρα και σε όσους έχουν γεννηθεί εκτός αυτής, και ως εκ τούτου το κράτος θα πρέπει να κάνει περισσότερα για τους φοιτητές που προέρχονται από οικογένειες προσφύγων και αυτό σημαίνει ευελιξία, άνοιγμα και προσβασιμότητα. Και το κρίσιμο ερώτημα για τη μελλοντική εκπαιδευτική πολιτική είναι το αν θα μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε τους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και να τους κάνουμε περισσότερο ανοικτούς και προσβάσιμους στον ευρύ πληθυσμό.
Σε σχέση με τη δυσκολία εξεύρεσης εργασίας μετά την ολοκλήρωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ο Επίτροπος τόνισε : “ Για αυτό χρειαζόμαστε εκπαίδευση που να παρέχει περισσότερες δεξιότητες, χωρίς να αφήνουμε στην τύχη της τη θεωρητική εκπαίδευση αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και περισσότερες πρακτικές γνώσεις στους φοιτητές ενώ πρώτα θα πρέπει να προσδιορίσουμε ποιες είναι αυτές οι δεξιότητες που θα έχουν μεγαλύτερη εφαρμογή σε σχέση με το μέλλον . Η δυσκολία ως προς αυτό είναι ότι ακόμα και η επιχειρηματική κοινότητα λόγω της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών δεν μπορεί να προσδιορίσει ποιες ακριβώς πρέπει να είναι αυτές, δεν μπορεί να μας δώσει μία ακριβή εικόνα των μελλοντικών αναγκών της αγοράς εργασίας. Κανείς δεν ξέρει με τι θα μοιάζει μια μελλοντική δουλειά. Για αυτό δίνουμε έμφαση στο ρόλο των λεγόμενων οριζόντιων δεξιοτήτων και των κοινωνικών δεξιοτήτων. Αν οι νέοι άνθρωποι τα διαθέτουν θα μπορούν εύκολα να βρουν το δρόμο τους σε ποίκιλλες συνθήκες και ποίκιλλες καταστάσεις και να βρουν δουλειά πιο εύκολα από κάποιον που έχει μία μονοδιάστατη επαγγελματική εκπαίδευση. Πρέπει να επισημάνω ότι οι καταστάσεις αλλάζουν πολύ γρηγορότερα τώρα σε σχέση με πριν από 20 -30 χρόνια. Για παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία βασίζεται σήμερα περισσότερο στην πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες από ότι στα εργατικά χέρια για συναρμολόγηση. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για το ποιες θα είναι οι ανάγκες για το μέλλον. Και όπως ξέρετε η εκπαίδευση βασίζεται σε θεσμούς που έχουν μια αδράνεια, που παίρνει χρόνο να γραφούν βιβλία ή να αλλάξουν οι μέθοδοι διδασκαλίας. Πρέπει να τρέξουμε να προλάβουμε τις αλλαγές και τις μελλοντικές συνθήκες.
Σε σχέση με το ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών στο μέλλον ο Επίτροπος διευκρίνισε ότι : “ θα είναι το ίδιο σημαντικός όπως και τώρα, κυρίως λόγω των εθνικών πολιτισμών και θυμίζω ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές πάντα σέβονται τις εθνικές ιδιαιτερότητες και τη μοναδικότητα των τοπικών περιφερειακών και εθνικών πολιτιστικών χαρακτηριστικών. Οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι το στήριγμά τους. Από την άλλη όμως, αν θέλουμε να αναπτύξουμε πλήρεις, υγιείς προσωπικότητες χρειαζόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές, ιστορία, φιλοσοφία που είναι πολύ σημαντικά στοιχεία της ταυτότητας των ευρωπαϊκών εθνών.
Τέλος, σε σχέση με τη διδασκαλία της κοινής ευρωπαϊκής ιστορίας μέσω των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων, ο Επίτροπος υπενθύμισε ότι : “ τα κράτη - μέλη υιοθέτησαν πέρυσι ένα ψήφισμα για τη διδασκαλία της ευρωπαϊκής ιστορίας και αξιών για να δημιουργήσουν μία κοινή πλατφόρμα διδασκαλίας ανθρωπιστικών σπουδών, με αναφορά στις κοινές ευρωπαϊκές αξίες και τους πυλώνες της ευρωπαϊκής ιστορίας”. Ο Επίτροπος διερωτήθηκε μάλιστα απαντώντας σε σχετικό ερώτημα “πώς μπορείς να διδάσκεις ελληνική ιστορία χωρίς να εξετάζεις και τις γειτονικές χώρες”. Για εμένα σαν Ούγγρο που προέρχομαι από την κεντρική Ευρώπη είναι προφανές πως όταν μαθαίνουμε ουγγρική ιστορία μαθαίνουμε για τη Γαλλία, την αγγλική και τη ρωσική ιστορία για να συγκρίνουμε και να προσδιορίσουμε το τι μας διαφοροποιεί ως Ούγγρους και το ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά ή πού είναι οι διαχωριστικές γραμμές. Για εμένα είναι σαφές ότι θα πρέπει να υπάρχει σημαντική εξωστρέφεια και στην ιστορία και στη λογοτεχνία. Μαθαίνοντας ουγγρική λογοτεχνία μαθαίνουμε και ελληνική και ιταλική και βάζουμε τους συγγραφείς και τους ήρωες στο συνολικό πλαίσιο”.
Πηγή: Real.gr