Ορθοστασία, τρέξιμο, εκνευριστικοί άνθρωποι, βαβούρα, πονοκέφαλος, κίνηση, μιζέρια. Όχι, δεν περιγράφω τη φριχτή και μισητή Δευτέρα, αλλά μια οποιαδήποτε κουραστική και μεγάλη μέρα. Μια από αυτές τις μέρες που πρέπει να είσαι παντού και πουθενά ταυτόχρονα, να δουλεύεις με οχτώ χέρια και να σκέφτεσαι με τουλάχιστον τρία κεφάλια για να τους κρατήσεις όλους ικανοποιημένους. Όμως, μετά από δυο αιωνιότητες κι άλλη μισή –λόγω κίνησης αυτή – φτάνει η ώρα που περίμενες απ’ τη στιγμή που κλείδωσες πίσω σου την πόρτα το πρωί. Η στιγμή που η μέρα σου τελειώνει.
Μπαίνεις στο σπίτι και τα αφήνεις όλα δίπλα στην πόρτα με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Τσάντες, τσαντάκια, σακούλες, σακίδια και χαρτοφύλακες μένουν εκεί που έπεσαν τη στιγμή που έκλεισες με την πλάτη σου όλον τον κόσμο έξω απ’ το τέλος της μέρας σου. Πώς να περιγράψεις το συναίσθημα αυτό τη στιγμή που ετοιμάζεσαι να κλείσεις τη μέρα σου; Κάπως έτσι πρέπει να μοιάζει η απόλυτη ευτυχία.

Γιατί; Μα γιατί είναι η μια ώρα, πάνω-κάτω, που έχεις και είναι αποκλειστικά και μόνο για σένα. Όπως ο δύτης μπαίνει σ’ αυτό το κουβούκλιο της αποσυμπίεσης πριν βγει στην επιφάνεια, έτσι κι εσύ μπαίνεις στο σημείο εκείνο ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα, που δε συμβαίνει τίποτα. Απλώς συνέρχεσαι.

Βγάζεις τα παπούτσια και τα άβολα ρούχα – σουτιέν! – και χαλαρώνεις. Να το λες και να γεμίζει το στόμα σου. Μπορείς να βάλεις τη μουσική σου σε χαμηλή ένταση και να δυναμώσεις τις σκέψεις σου. Ξέρεις, όλες αυτές που στριμώχνονταν στο πίσω μέρος του μυαλού σου όλη μέρα, γιατί δεν είχε αλλού χώρο. Μπορείς να αφήσεις το νερό τους ντους να πάρει μαζί του ως την αποχέτευση κι ακόμα παρά πέρα όλα τα νεύρα και την κούραση που σε πλάκωναν όλη μέρα.

Και μετά έρχεται η ώρα της πιτζάμας. Η απόλυτη ελευθερία. Να είσαι μέσα στο σπίτι σου με το πιο άνετο φούτερ και την πιο άνετη φόρμα σου, αυτά που όταν πάλιωσαν πήραν προαγωγή στο συρτάρι με τις πιτζάμες. Ένα ζεστό ή και παγωμένο τσάι, ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, που θα σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις πια πονοκέφαλο.


Κι αφού χαρείς την ησυχία και εκτιμήσεις πόσο σημαντικό είναι να νιώθεις άνετα, μόνος σου, στην ιδιωτικότητα αυτής της μιας ώρας, πάνω-κάτω, που έχεις για να ξαναγίνεις εσύ, τότε και μόνο τότε μπορείς να ξανακοιτάξεις τι μπορεί να γίνεται γύρω σου. Δουλειές του σπιτιού, τα πιάτα στο νεροχύτη στοιβαγμένα από προχτές και τα ρούχα βουνό στην καρέκλα του γραφείου. Κι ακόμη, οικογενειακές ή άλλες υποθέσεις, υποχρεώσεις, εβδομαδιαία ψώνια κι ό,τι άλλο μπορεί να χωράει ο νους σου.

Η ευτυχία όμως, μετά από αυτό το διάλειμμα πραγματικότητας, συνεχίζεται και μεγαλώνει. Κορυφώνεται τη στιγμή που θα αποφασίσεις να πέσεις, επιτέλους, στο κρεβάτι. Πόσο σημαντικό να είσαι ζεστός, φαγωμένος κι άνετος στο μαλακό σου κρεβάτι! Αγκαλιά με το βιβλίο που διαβάζεις αυτήν την περίοδο, το περιοδικό που αγόρασες έξω απ’ το μετρό ή την εφημερίδα. Ή ακόμη, με την αγαπημένη σου σειρά ήδη φορτωμένη στον υπολογιστή να σε περιμένει.

Κι έρχεται η ώρα που ξαπλώνεις. Ξαπλώνεις. Μια λέξη, τόσα συναισθήματα! Και τεντώνεσαι, απλώνεσαι, βολεύεσαι στο υπέροχο αυτό έπιπλο. Στο κρεβάτι. Πώς να στο περιγράψω… Είναι η ώρα που όλα τέλειωσαν. Άλλη μια μέρα πέρασε. Μπορεί να έσκισες, μπορεί και να τα έκανες μούσκεμα, αλλά ό,τι και να ’ταν τώρα πέρασε. Το συναίσθημα αυτό, η ανακούφιση της ξεκούρασης, είναι σαν να σε έβαλαν μόλις στο ρεύμα τη στιγμή που άδειαζες από μπαταρία και ξεκινάς να φορτίζεις.

Η Γη έκανε άλλη μια στροφή γύρω από τον εαυτό της κι εσύ, που κάνεις πολλά περισσότερα, έχεις ήδη ζαλιστεί και θες να κατέβεις. Αλλά αυτή η στιγμή, η στιγμή του τέλους της μέρας έφτασε για να σε ξεκουράσει, να σε αποσυμπιέσει και να ρίξει τους ρυθμούς σου πριν ξαναβγείς στο τρελοκομείο, φτου ξανά κι απ’ την αρχή.

Κι αν ο αναστεναγμός αυτός και το βόλεμα στα μαξιλάρια δεν είναι λόγος να αγαπήσεις τη ρουτίνα της καθημερινότητας, τότε δεν ξέρω τι είναι.

Γράφει η Νεφέλη Αρδίττη

Πηγή
 
Top