Η ανθρωπότητα ελάχιστα διαφέρει από τα ζώα κι οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό το ελάχιστο, το εκμηδενίζουν»
– Κομφούκιος
Η πρόσφατη δημοτικότητα των κατοικιδίων όπως των σκύλων, των γατών, καθώς και των ινδικών χοιριδίων μπορεί να φαίνεται μόδα ή μανία στις μέρες μας. Πράγματι, συχνά θεωρείται ότι τα κατοικίδια ζώα είναι μια δυτική αντίληψη, που διατηρήθηκε από το παρελθόν τότε που τα κατοικίδια χρησιμοποιούνταν ως «εργαλεία» για τον άνθρωπο. Περίπου τα μισά νοικοκυριά στην Βρετανία για παράδειγμα αλλά και σε διεθνές επίπεδο, περιλαμβάνουν κάποιο είδος κατοικίδιου ζώου. Τα ποσοστά κυρίως είναι 50% σκύλοι και 50% γάτες, κατά κοινή ομολογία.
Σήμερα τα κατοικίδια ζώα κοστίζουν χρόνο και χρήμα και δεν προσφέρουν σημαντικά υλικά πλεονεκτήματα -θα μπορούσαμε να πούμε- όπως στο παρελθόν που οι άνθρωποι είχαν το σκύλο ή την γάτα ή άλλο κατοικίδιο για κάλυψη πρακτικής ανάγκης τους, (κυνήγι τροφής, ασφάλεια, κ.λπ.). Επιστημονικές έρευνες πανεπιστημίων των Η.Π.Α. κυρίως, ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, οι δαπάνες για τα κατοικίδια ζώα παρέμειναν σχεδόν ανεπηρέαστες, πράγμα που υποδηλώνει ότι για τους περισσότερους ιδιοκτήτες τα κατοικίδια ζώα δεν είναι πολυτέλεια αλλά ένα αναπόσπαστο και βαθύτατα αγαπημένο μέλος της οικογένειας.
Μερικοί άνθρωποι λοιπόν θεωρούν δεδομένη την αγάπη προς τα κατοικίδια ωστόσο, άλλοι απλά δεν ενδιαφέρονται.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Είναι πολύ πιθανό ότι η επιθυμία μας για την συντροφιά των ζώων πραγματικά πηγαίνει πίσω δεκάδες χιλιάδες χρόνια και φαίνεται από έρευνες ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή μας. Αν ναι, τότε η γενετική μπορεί να εξηγήσει γιατί η αγάπη για τα ζώα είναι κάτι που μερικοί άνθρωποι απλά δεν την κατανοούν.
Ας πάρουμε πρώτα το ζήτημα της υγείας του ανθρώπου.
Τον τελευταίο καιρό έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στην ιδέα ότι η διατήρηση ενός σκύλου ή μιας γάτας μπορεί να ωφελήσει την υγεία του κατόχου με πολλούς τρόπους, όπως για παράδειγμα να μειώσει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, να καταπολεμήσει τη μοναξιά και να ανακουφίσει την κατάθλιψη και τα συμπτώματα της άνοιας. Ακόμα το κατοικίδιο μπορεί να ανιχνεύσει ή να προειδοποιήσει τον κάτοχό του σε περίπτωση κρίσης της ασθένειας του κατόχου, όπως στην περίπτωση καρκίνου ή διαβήτη. Βάση του βιβλίου « Τα ζώα ανάμεσά μας – Η Νέα Επιστήμη της Ανθρωποζοωλογίας» του Τζόν Μπράντσοου, τέτοιου είδους μελέτες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιστημονικές αποδείξεις για δύο λόγους. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Και αυτό διότι, αφενός υπάρχει ένας αριθμός μελετών που υποδηλώνει ότι τα κατοικίδια ζώα δεν έχουν καθόλου αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία των ανθρώπων αλλά δεν υποδηλώνει και ότι έχουν. Και αφετέρου, υπάρχει μια άλλη μελέτη που δηλώνει ότι οι ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων δεν ζουν περισσότερο από όσους δεν είχαν ποτέ ένα κατοικίδιο στο σπίτι τους. Συνεπώς, ακόμα και αν αποδειχθούν αληθινοί οι ισχυρισμοί αυτοί, αυτά τα υποτιθέμενα οφέλη για την υγεία ισχύουν μόνο για τις σημερινές αστικές τάξεις ειδικά του Δυτικού Πολιτισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι σε περιοχές της Ασίας τα σκυλιά οδηγούνται στην σφαγή και ενδεχομένως και στην κρεαταγορά. Επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν τα στοιχεία των μελετών αυτών ως οι βασικοί λόγοι για τους οποίους αρχίσαμε να διατηρούμε την ιδέα της φιλοζωίας.
Η επιθυμία να φέρουμε τα ζώα στα σπίτια μας είναι τόσο διαδεδομένη ειδικά στις μέρες μας, ώστε είναι δελεαστικό να το σκεφτόμαστε ως ένα καθολικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Μερικοί άνθρωποι, όποια και αν είναι η ανατροφή τους, φαίνονται προδιαθετημένοι να αναζητήσουν την συντροφιά των ζώων, άλλοι λιγότερο και άλλοι καθόλου. Έτσι, τα γονίδια που προωθούν τη διατήρηση της φιλοζωίας μπορεί να είναι μονογονιδικά (με την έννοια της μονάδας μέτρησης) για τον κάθε άνθρωπο χωριστά, αλλά δεν είναι καθολικά μετρήσιμα στο σύνολο της ανθρώπινης γονιδιακής εξέλιξης, υποδηλώνοντας ότι στο παρελθόν ορισμένες κοινωνίες ή καλύτερα ορισμένοι άνθρωποι εξελίχθηκαν ως είδος εξαιτίας της ενστικτώδους σχέσης τους με τα ζώα. Αυτό μας ώθησε να μελετήσουμε το DNA των κατοικίδιων ζώων εκτενέστερα.
Επιστημονικές έρευνες για το DNA των κατοικίδιων ζώων του σήμερα αποκαλύπτουν ότι κάθε είδος χωρίστηκε από το άγριο ομόλογό του μεταξύ 15.000 και 5.000 χρόνων πριν, στις καθυστερημένες παλαιολιθικές και νεολιθικές περιόδους. Ναι, αυτό οδήγησε την ανθρωπότητα να ξεκινήσει την εκτροφή των ζώων. Συνεπώς παρατηρείται μια παράλληλη εξέλιξη ή καλύτερα αλληλένδετη. Δεν είναι εύκολο όμως να δούμε πώς αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν τα πρώτα σκυλιά, οι γάτες, τα βοοειδή και οι χοίροι αντιμετωπίζονταν ως απλά αγαθά.
Εάν αυτό συνέβαινε, οι διαθέσιμες τεχνολογίες θα ήταν ανεπαρκείς για να αποτρέψουν την ανεπιθύμητη αλληλοσύνδεση των κατοικίδιων και άγριων ζώων, τα οποία σε πρώιμα στάδια θα είχαν άμεση πρόσβαση επαφής μεταξύ τους, αλλοιώνοντας έτσι τα γονίδια για «εξημέρωση» και επιβραδύνοντας την περαιτέρω εξέλιξή τους – ή ακόμα και την αντιστροφή της, και κατ’ επέκταση και τη δική μας παράλληλη εξέλιξη. Επίσης, οι περίοδοι πείνας θα ενθάρρυναν τη σφαγή των αποθεμάτων (ζώων) αναπαραγωγής, εξαλείφοντας εξ ολοκλήρου τα γονίδια “εξημέρωσης”. Αλλά αν τουλάχιστον μερικά από αυτά τα πρόωρα κατοικίδια ζώα είχαν αντιμετωπιστεί ως κατοικίδια ζώα εξ αρχής, η φυσική συγκράτηση εντός των ανθρώπινων κατοικιών θα εμπόδιζε τα άγρια αρσενικά να επιβληθούν με τον τρόπο τους στα εξημερωμένα θηλυκά. Η ειδική κοινωνική κατάσταση, δηλαδή των κατοικιδίων που κυνηγούν το θήραμα και το συλλέγουν για το αφεντικό τους, θα είχε αναστείλει την κατανάλωσή τους ως τρόφιμα. Διατηρούμενα λοιπόν απομονωμένα με αυτό τον τρόπο, τα νέα ημι-εξημερωμένα ζώα θα μπορούσαν να εξελιχθούν μακριά από τους άγριους τρόπους των προγόνων τους και να γίνουν τα εύθραυστα ζώα που γνωρίζουμε σήμερα.
Τα ίδια γονίδια που ωθούν σήμερα ορισμένους ανθρώπους να πάρουν την πρώτη τους γάτα ή σκύλο θα είχαν εξαπλωθεί στους πρώτους αγρότες. Ομάδες που περιλάμβαναν ανθρώπους με ενσυναίσθηση για τα ζώα και κατανόηση της κτηνοτροφίας θα είχαν ακμάσει σε βάρος εκείνων χωρίς, οι οποίοι θα έπρεπε να συνεχίσουν να βασίζονται στη θήρα για να αποκτήσουν κρέας.
Γιατί δεν αισθάνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο;
Πιθανώς επειδή σε κάποιο σημείο της ιστορίας οι εναλλακτικές στρατηγικές κλοπής κατοικίδιων ζώων ή υποδούλωσης των ανθρωπίνων φροντιστών τους έγιναν αναγκαίο για την επιβίωση.
Τελευταία παρατηρήθηκε σε πρόσφατες μελέτες μια αναστροφή των δεδομένων που έχουν δείξει ότι η αγάπη για τα κατοικίδια ζώα συμβαδίζει χέρι-χέρι με την ανησυχία για τον φυσικό κόσμο και την εξέλιξή του. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι μπορούν να χωριστούν κατά προσέγγιση σε εκείνους που αισθάνονται άμεση σύνδεση με τα ζώα και το περιβάλλον γενικά και εκείνους που δεν αισθάνονται το ίδιο. Επειδή θεωρούν τον άνθρωπο αυτόνομο, αυτάρκη και κυρίαρχο του πλανήτη. Αυτή η αίσθηση τους οδηγεί να «απολαύσουν» και τα δύο, δηλαδή να υιοθετήσουν ένα κατοικίδιο ζώο ως ένα είδος υλικού αγαθού που είναι διαθέσιμο στη σημερινή αστικοποιημένη κοινωνία. Όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτό που προκύπτει είναι ότι τα κατοικίδια ζώα μπορεί να μας βοηθήσουν να επανασυνδεθούμε με τον κόσμο της φύσης, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της υπόστασης μας, και να εξελιχθούμε ως ανθρωπότητα. Εν κατακλείδι, η φιλοζωία είναι αναγκαία για την εξέλιξή μας αλλά και για τον πλανήτη γενικά.
ΠΗΓΗ