..και κάπως έτσι μείναμε όλοι μοναχοί και μόνοι;
Όταν θα βγεις για το ταξίδι…
μα ας τα πάρουμε όλα από το τέλος.
Φαντάστηκα τον εαυτό μου, ραγισμένο σαν συναρμολογουμενο παλιό αγγείο, από εκείνα που βλέπεις στα μουσεία και απορείς.
Δεκάδες κομματάκια κρυμμένα σε λάκο σκοτεινό χωρίς το φως να τα αγγίζει, διάσπαρτα και μόνα χωρίς να ξέρουν πώς και αν κολλούν το ένα με το άλλο . Κάποιος, κάποτε εμπνεύστηκε, πήρε λάσπη και νερό και ύστερα από μόχθο σιωπηλό διανθισμένο με εσωτερικές κραυγές, έπλασε ένα όμορφο αγγείο.
Άνισες και κακοφτιαγμένες οι πλευρές του, οι καμπύλες πού και πού γίνονταν κάποτε ευθείες, τεθλασμένες, και δεν είχε σχήμα συνηθισμένο.
Όμως στα μάτια του ήταν όμορφο, χρήσιμο…(θα κουβαλώ νερό μ’ αυτό) , ήταν το δημιουργημά του.
Οι εποχές πέρασαν… τα καλοκαίρια γίνανε χειμώνες και οι χειμώνες καλοκαίρια. Πέθανε ο δημιουργός και οι επόμενες γενιές δεν είδαν ίχνος ομορφιάς και αρμονίας πάνω του.
Σε μια αποθήκη συντροφιά με τις αράχνες βρήκε τη θέση του και την παρηγοριά του. Κάποτε άρχισε η ανοικοδόμηση.
Τα παλιά σπίτια, οι αποθήκες οι πρόχειρες, ορίστηκαν ως μη λειτουργικές. Γκρεμίστηκαν και χτίστηκαν όμορφα, μοντέρνα και ευέλικτα σπιτάκια. Όμορφα, πανομοιότυπα, μα όμορφα. Αποθήκες πρόχειρες που φιλοξενούσαν σαβουρες και άχρηστα αντικείμενα δεν υπήρχαν πια.
Έτσι τα άχρηστα τα μάζεψε ο παλιατζής. (Περνούσε τότε ακόμα, με ένα μεγάφωνο και μάζευε, επισκεύαζε , άλλα τα πουλούσε και άλλα τα πετούσε). Έτσι βρέθηκε και η στάμνα στο καρότσι του. Θαύμα πώς μέχρι τότε τα είχε καταφέρει αράγιστη…όμως να που ήρθε και εκείνης η ώρα της …έσπασε στην μεταφορά!
Πεταχθηκαν τα κομμάτια στα σκουπίδια και με βροχές και αέρηδες τα σκέπασε η γη.
Τρία παιδάκια παίζανε εκείνη τη μέρα, μέρα έπειτα από πολλές μέρες…και σκάβοντας τη βρήκανε. Ένα τα πήρε σπίτι του!
Είμαι αρχαιολόγος και βρήκα θησαυρό! Βάλθηκε να προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια. Να τιθασεύσει τον χρόνο και να απλώσει μαγεία στα άμορφα κομμάτια, ενώνοντας τα. Η στάμνα έγινε το νέο του παιχνίδι. Εκεί που τα κολλούσε , ξεκολλούσαν. Εκεί που έβρισκε τη λύση και ποιο ταίριαζε με το διπλανό του, τα έχανε. Όλα απ την αρχή…ξανά και ξανά. Ήτανε τόσα πολλά αυτά τα “ξανά” που η στάμνα από θησαυρός, έγινε Γολγοθάς. Στην αρχή είχε ενθουσιασμό! Μετά υπομονή! Μετά η υπομονή έδωσε τη θέση της στην επιμονή. Στο τέλος τα παράτησε. Τελικά το παιχνίδι του , δεν ήταν τόσο διασκεδαστικό! Ήθελε πολύ παραπάνω κόπο απ ότι υπολόγιζε.
Ήθελε ίσως και φαντασία υπέρ το δέον για να κολλήσει τα κομμάτια σε κάτι που απ τη φύση του δεν είχε αρμονία σύμφωνα με τα καθωσπρέπει πρότυπα της ομορφιάς. Αν είχε τη θέληση να προσπαθήσει κι άλλο, θα βλέπε την ομορφιά στην ατελή ολοτητα της. Αλλά… Δες εκείνο το δέντρο! Το βλέπεις; Κοίταξε το! Είναι όμορφο; Τώρα είναι ανθισμένο ροζ! Μάλλον κερασιά θα είναι! Φαντάζεσαι τι πανδαισία θα ναι στα μάτια σου , σαν καρπίσει;
Αχ …σα να το βλέπω!
Κόκκινα ζουμερά και τραγανά κεράσια κρέμονται σαν δώρα απ’ τα κλαδιά του, να τα πιάσεις να τα φας ! Θα πάρεις το καλάθι σου θα τα μαζέψεις, θα τα φάτε μέσα σε παγωμένο νερό , ένα ζεστό βραδάκι του καλοκαιριού, θα φτιάξεις κερασοπιτα, γλυκό του κουταλιού ( μη ξεχάσεις αρμπαρόριζα να βάλεις) , και το χειμώνα θα το τρως και θα γλυκαίνεσαι!
Κοίταξε αυτό το δέντρο! Όμορφο δεν είναι; Κι όμως… αν κοιτάξεις με τα μάτια του ζωγράφου, θα δεις πόσο άνισα και ανόμοια είναι τα κλαδιά του. Καμιά συμμετρία.
Όλα μαζί ωστόσο φτιάχνουν μια τέλεια αρμονική εικόνα. Αν ήταν μια κακοφτιαγμένη στάμνα παζλ, δε θα μπορούσες να τη φτιάξεις. Αλλά και τώρα που είναι δέντρο, αν ήταν δέντρο παζλ, δε θα μπορούσες να το φτιάξεις.
Είδες πόση τελειότητα κρύβεται όταν ενώσεις τα ατελή κομμάτια;
Φαντάστηκα έναν λάκκο σκοτεινό, με σπασμένα κομμάτια πηλού κρυμμένα από το φως του ήλιου! Ήταν κομμάτια; Ήταν ψυχή; Ήταν ανθρώπινα μέλη;
Κανείς δεν ξέρει… Ούτε και εγώ!
Δεν ήξερα τι ήθελα να πω όταν ξεκίνησα να λέω το παραμύθι..ή μάλλον ήξερα λιγάκι. Δεν ήξερα το τέλος. Ήξερα την αρχή και αυτή έδωσε τη θέση της σ άλλη αρχή, σε άλλη αρχή, σε άλλη αρχή. Το τέλος θα ναι σύνολο από ανόμοια ατελή κομμάτια.
Μα δεν πειράζει.
Σημασία έχει το ταξίδι…
Εσείς τι λέτε;
Της Χαράς Μαζίδη.
αναπνοές