«Έχει νόημα να μην τρώω αργά το βράδυ; Και το πρωί, που δεν πεινάω εύκολα; Με το ζόρι πρέπει να φάω»; Τι σχέση μπορεί να έχει η ώρα του πρωινού ή του δείπνου, με την απώλεια λίπους;
Αν για τους περισσότερους, η σωστή κατανομή ενέργειας και θρεπτικών συστατικών καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας είναι η λύση στη διαχείριση βάρους (και δυνάμεων), δεν σημαίνει ότι «δουλεύει» για όλους. Ίσως, για κάποιους, υπάρχει κι άλλος τρόπος…
Κατά τη διάρκεια μιας μελέτης 10 εβδομάδων, ερευνητές από το University of Surrey εξέτασαν την επίδραση της αλλαγής των γευματικών ωρών (time-restricted feeding intervention) στη διατροφική πρόσληψη, τη σύσταση σώματος και στους αιματολογικούς δείκτες κινδύνου για σακχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα (1).
Τρεις ώρες περισσότερο, χωρίς φαγητό
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δυο ομάδες: σε αυτούς που έπρεπε να αναβάλλουν το πρωινό τους για 90 λεπτά –αλλά και να γευματίσουν για βράδυ 90 λεπτά νωρίτερα– και σε όσους έφαγαν τα γεύματά τους όπως συνήθιζαν (ομάδα ελέγχου). Έγινε αιμοληψία σε όλους και δόθηκαν ημερολόγια κατανάλωσης τροφίμων πριν και κατά τη διάρκεια των 10 αυτών εβδομάδων, ενώ μετά την ολοκλήρωση του διαστήματος αυτού τους δόθηκε και ένα ερωτηματολόγιο ανατροφοδότησης(1). Μάλιστα, ζητήθηκε απ’ όλους να μην κάνουν κάποιου είδους δίαιτα, αλλά να φάνε ελεύθερα αυτές τις 10 εβδομάδες, με δεδομένο ότι δεν θα ξεπεράσουν κάποια όρια. Περισσότερο για να εκτιμήσουν οι ερευνητές την ευκολία προσαρμογής στην καθημερινότητα.
Προκαλεί όντως διπλάσια απώλεια λίπους;
Βρέθηκε λοιπόν ότι όσοι άλλαξαν τις ώρες γευμάτων έχασαν διπλάσιο σωματικό λίπος, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Αν και δεν δόθηκαν περιοριστικές οδηγίες, όσοι άλλαξαν τις γευματικές ώρες φαίνεται πως έφαγαν λιγότερο φαγητό συνολικά. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από το ερωτηματολόγιο, καθώς το 57% αυτών ανέφερε μείωση κατανάλωσης φαγητού λόγω μειωμένης όρεξης, λιγότερων ευκαιριών για φαγητό ή λιγότερων snack (ειδικά στο απόγευμα) (1).
Προς το παρόν, είναι αβέβαιο κατά πόσο η μεγαλύτερη περίοδος νηστείας (από το δείπνο ως το πρωινό) της ομάδας παρέμβασης, συνεισέφερε στη μείωση λίπους. Ωστόσο, από μελέτη σε ασθενείς με προδιαβήτη φάνηκε ότι ανάλογη παρέμβαση (time-restricted feeding) βελτίωσε την ευαισθησία στην ινσουλίνη, την απόκριση των β-παγκρεατικών κυττάρων, την αιματική πίεση, το οξειδωτικό stress και την όρεξη (2). Επίδραση, που ενδεχομένως συμμετέχει και στον συγχρονισμό του ανθρώπινου κιρκαδιανού ρυθμού (σ.σ. βιολογικό ρολόι), καθώς οι καθορισμένες ώρες γευμάτων και οι αλλαγές στον έλεγχο γλυκόζης αίματος και τον ρυθμό αποθήκευσης λίπους, σχετίζονται με τον βιολογικό ρυθμό του σώματός μας (3).
Δύσκολη προσαρμογή στην καθημερινότητα
Ωστόσο, το 57% της ομάδας παρέμβασης στην πρώτη μελέτη υποστήριξε ότι δεν θα μπορούσε να διατηρήσει στο μέλλον τις νέες γευματικές ώρες (πέραν των 10 εβδομάδων) λόγω οικογενειακών ή κοινωνικών υποχρεώσεων, ενώ το υπόλοιπο 43% θα μπορούσε να συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο αν οι γευματικές ώρες ήταν πιο ευέλικτες (1).
Ένα υποσχόμενο εργαλείο, που χρήζει εξατομίκευσης
Σίγουρα, η επίδραση που φαίνεται να έχει στο σωματικό λίπος μια τέτοια παρέμβαση φαίνεται πολλά υποσχόμενη και μπορεί ενδεχόμενα να βοηθήσει σε αρκετές (πιο δύσκολες) περιπτώσεις, π.χ. σε ορμονικές διαταραχές, σακχαρώδη διαβήτη κ.ά. Ωστόσο, το ζητούμενο –όπως προκύπτει και από την ανατροφοδότηση όσων πήραν μέρος στη μελέτη– είναι το πλάνο που θα σχεδιαστεί για τον καθένα να είναι ταυτόχρονα προσαρμοσμένο στην καθημερινότητα και τις υποχρεώσεις του!
Γιώργος Μίλεσης, MSc Κλινικός Διαιτολόγος
πηγή