Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου 4387/2016 προβλέπεται ότι από 1.1.2017 
όλοι οι υπάλληλοι, λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και οι στρατιωτικοί υπάγονται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, όμως στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι:

Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή:

α. για όσους από τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄120) και 1977/1991 (Α΄185),

β. για όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α. ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 168/2007 (Α΄ 209), του Π.Δ. 169/2007 (Α΄ 210) και των άρθρων 22 και 27 του Ν. 1813/1988 (Α΄ 243),

γ. για τους λογοτέχνες - καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3075/2002 (Α΄ 297),




δ. για όσους λαμβάνουν προσωπική σύνταξη, καθώς και

ε. για όσους δικαιούνται σύνταξη λόγω ανικανότητας ή λόγω θανάτου που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με αυτές του Π.Δ. 168/2007.

Τα ανωτέρω πρόσωπα εξακολουθούν να υπάγονται στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου και οι συντάξεις τους κανονίζονται με βάση τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάστηκε ή μεταβιβάζεται η σύνταξη των υπαγομένων σε αυτές προσώπων.

Επίσης το άρθρο 12 παρ 2. προβλεπει οτι ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν: α) ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας ή ανθρωποκτονία,

Συνεπώς με την επιφύλαξη του πορίσματος της διενεργηθείσας Ε.Δ.Ε., για το θάνατο του αστυνομικού,στρατιωτικού που πρέπει να αναφέρει ρητά ότι αυτός προήλθε "εξ αιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης η σύζυγος δικαιούται κανονικά την σύνταξη.

Ας δούμε όμως τι ισχύει γενικά με τις συντάξεις χηρείας με την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου



Σύμφωνα με την εγκύκλιο που έχει υπογράψει ο αρμόδιος υφυπουργός Τάσος Πετρόπουλος, την 23/12/2016 , οι συντάξεις χηρείας για θανάτους που συντελούνται από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, θεωρούνται νέες συντάξεις και υπολογίζονται με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού (εθνική και ανταποδοτική, χωρίς προσωπική διαφορά).

H σύνταξη χηρείας θα αντιστοιχεί στο 50% της σύνταξης του θανόντος, και όχι στο 70% που προβλέπεται για τις παλαιές συντάξεις χηρείας, οι οποίες καταβάλλονταν πριν από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου.

Συνεπώς, σε περιπτώσεις ήδη συνταξιούχων, οι οποίοι πεθαίνουν μετά τις 13/5/2016, ο επιζών σύζυγος εφόσον πληροί τις ηλικιακές προϋποθέσεις θα λάβει όχι το 50% της σύνταξης του θανόντος, αλλά το 50% της σύνταξης που θα υπολογιστεί με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης και το σύνολο των αποδοχών για τις οποίες έχουν καταβληθεί εισφορές.

Στόχος είναι η εξοικονόμησης 177 εκατ. ευρώ από το 2016 μέχρι και το 2019.



Με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος "Ήλιος", τον Ιούλιο του 2015, οι κύριες συντάξεις χηρείας ανέρχονταν σε 594.227 (επί συνόλου 2.914.505) ή το 20%. Οι επικουρικές συντάξεις χηρείας ανέρχονταν σε 350.451 (επί συνόλου 1.223.3520 ή το 28%. Η ετήσια δαπάνη για κύριες συντάξεις χηρείας ανέρχεται σε 3,4 δις. ευρώ, ενώ για τις επικουρικές συντάξεις χηρείας η ετήσια δαπάνη ανέρχεται σε 468 εκατ. ευρώ. Με άλλα λόγια οι ετήσιες δαπάνες για κύριες και επικουρικές συντάξεις θανάτου ξεπερνούν τα 4 δις. ευρώ ή το 13% της ετήσιας εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης (πλην ΕΚΑΣ).

Με το άρθρο 12 του ν.43387/16 ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, εφόσον ο θάνατος επήλθε από 13.05.2016 και εφεξής επομένως, από την ως άνω ημερομηνία κάθε άλλη καταστατική ή γενική διάταξη που ρυθμίζει το θέμα διαφορετικά για θανάτους μετά την ισχύ του ν.4387/2016. Στην παραπάνω κατηγορία δεν περιλαμβάνονται τα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου ή ασφαλισμένου που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με αυτές του Π.δ. 168/2007.

Προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα μέλη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, ο θανών θα πρέπει κατά τον θάνατο να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης.

Δικαιούχοι είναι ο επιζών σύζυγος, τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά καθώς και ο/η διαζευγμένος/η σύζυγος, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1. Θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου και προκύπτουν οι περιπτώσεις:

εάν ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά την ημερομηνία θανάτου τότε χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής.

εάν ο επιζών σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει το 55ο έτος κατά την ημερομηνία θανάτου, τότε χορηγείται σύνταξη για μία τριετία και εάν το 55ο έτος συμπληρώνεται εντός αυτής της τριετίας, τότε η σύνταξη επαναχορηγείται στα 67 διά βίου. Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται.

2. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, δικαιούνται της σύνταξης λόγω θανάτου, εφόσον: i) Είτε είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εκτός κι αν φοιτούν σε ανώτερες σχολές ή ανώτατες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού (ακόμη και αν φοιτούν για απόκτηση δεύτερου πτυχίου ή σε μεταπτυχιακά προγράμματα ή εκπονούν διδακτορική διατριβή) ή σε ΙΕΚ ή σε Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, οπότε και η χορήγηση της σύνταξης παρατείνεται έως τη λήξη της φοίτησής τους σε αυτές και σε κάθε περίπτωση έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους.

Δια βίου σύνταξη θανάτου παίρνουν τα παιδιά μόνο αν είναι ανίκανα προς κάθε βιοποριστική εργασία. Η ανικανότητα εξετάζεται τη στιγμή του θανάτου, ενώ αν επέλθει μεταγενέστερα δεν δημιουργεί δικαίωμα σύνταξης.

3. Για τον διαζευγμένο σύζυγο ισχύουν οι ίδιες ηλικιακές προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης με αυτές του επιζώντος συζύγου (παρ. 1Α του κοινοποιούμενου άρθρου), με τις εξής ωστόσο πρόσθετες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται αθροιστικά:

ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου να κατέβαλλε ή να υποχρεούται να καταβάλει στον/στην διαζευγμένο/η σύζυγο διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,να είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνια έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση με αμετάκλητη δικαστική απόφαση του γάμου,το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης με υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη,το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα του διαζευγμένου συζύγου να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων (αρ. 93 παρ. 4 του νόμου), ήτοι τα 720 ευρώ, καινα μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή να έχει συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης.

Συνεπώς, στους διαζευγμένους συζύγους που πληρούν τα πρόσθετα κριτήρια εφαρμόζονται κατ' αντιστοιχία οι ρυθμίσεις που προβλέπονται για τους επιζώντες συζύγους (χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου εφόσον έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλικίας, συνταξιοδότηση για μία τριετία, διακοπή και επαναχορήγηση με τη συμπλήρωση του 67ου έτους ή οριστική διακοπή συνταξιοδότησης).

4. Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού και συναρτάται πλέον με τη διάρκεια του έγγαμου βίου και τη διαφορά της ηλικίας του θανόντος με τον επιζώντα σύζυγο. Ο επιζών σύζυγος παίρνει το 50% της σύνταξης του θανόντος (ενώ έπαιρνε το 70%). Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος, η σύνταξή του επανυπολογίζεται με τον νέο τρόπο (εθνική και αναλογική) και η χήρα παίρνει το 50% της νέας σύνταξης. Το ποσό αυτό ισχύει για την πρώτη τριετία.

Μετά τα τρία χρόνια, αν δεν εργάζεται και δεν λαμβάνει δική της σύνταξη, θα συνεχίσει να παίρνει το ίδιο ποσό (εφόσον έχει τις ηλικιακές προϋποθέσεις). Αν εργάζεται ή παίρνει δική της σύνταξη, η σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο μισό (50%).

Τέλος θεσπίζεται ελάχιστο όριο έγγαμης συμβίωσης τα πέντε έτη, που θα πρέπει να έχουν συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία θανάτου. Εδώ η αλλαγή αφορά σε θάνατο ασφαλισμένου, καθώς έχουμε αύξηση: απαιτούνταν τρία χρόνια και τώρα απαιτούνται πέντε εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, όπως αυτές περιοριστικά αναφέρονται στην κοινοποιούμενη διάταξη (θάνατος που να οφείλεται σε ατύχημα, γέννηση τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου κλπ

Τα ανωτέρω δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο θανών ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας όταν τελέστηκε ο γάμος και ως εκ τούτου ο επιζών σύζυγος εξακολουθεί να λαμβάνει το ως άνω ποσοστό 50% της σύνταξης λόγω θανάτου.

Μετά την ψήφιση του ν. 4499/2017 ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Αναστάσιος Πετρόπουλος υπέγραψε νέα εγκύκλιο που περιέχει βελτιωτικές παρεμβάσεις στο καθεστώς χορήγησης και στα κατώτατα ποσά των συντάξεων, που εφαρμόζονται για δικαιούχους σύνταξης λόγω θανάτου ο οποίος έχει επέλθει από τις 13/05/2016 και εφεξής.

Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του ν.4387/206 για 20 χρόνια ασφάλισης δηλαδή το ποσό των 384,00 €.

Εάν ο θανών είχε λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης , το ποσό των 384,00 € μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης . Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των 15 ετών χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 € που αντιστοιχεί στα 15 χρόνια ασφάλισης. .Συνεπώς το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης διαμορφώνεται ως εξής :

• Μέχρι και 15 έτη ασφάλισης: 360 ευρώ

• Για 16 έτη ασφάλισης: 364,80 ευρώ

• Για 17 έτη ασφάλισης: 369,60 ευρώ

• Για 18 έτη ασφάλισης: 374,40 ευρώ

• Για 19 έτη ασφάλισης: 379,20 ευρώ

• Για 20 έτη ασφάλισης και άνω : 384,00 ευρώ

Για να εξευρεθεί ο χρόνος ασφάλισης από τον οποίο και συναρτάται το κατώτατο ποσό λαμβάνεται υπόψη μόνο κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.

Εάν για παράδειγμα ο θανών είχε 17 έτη και 4 μήνες ασφάλισης , ως κατώτατο όριο χορηγείται το ποσό που αντιστοιχεί στα 17 έτη ασφάλισης ( 369,60 €)

Επίσης σύμφωνα με την εγκύκλιο και το σχετικό νόμο 4499/2017

Ο επιζών σύζυγος συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου για όσο χρονικό διάστημα δικαιούται και το τέκνο σύνταξη θανάτου.

• Στους δικαιούχους σύνταξης λόγω θανάτου συμπεριλαμβάνονται τα τέκνα που απώλεσαν το γονέα τους κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας για την εισαγωγή στην ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ανεξαρτήτως της επιτυχούς ή μη έκβασης των εξετάσεων.

• Στον κύκλο των δικαιοδόχων συμπεριλαμβάνονται και τα τέκνα στα οποία είχε διακοπεί η συνταξιοδοτική προστασία λόγω συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας και τα οποία εισήχθησαν σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή ή ενεγράφησαν σε ΙΕΚ μεταγενέστερα του θανάτου του γονέα και της συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας. Θα δικαιούνται τη σύνταξη λόγω θανάτου μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας εφόσον οι σπουδές δεν ολοκληρωθούν νωρίτερα.

• Αυτοτελές κατώτατο όριο χορηγείται στο καθένα τέκνο που έχει χάσει και τους δυο γονείς του εφόσον δεν λαμβάνει σύνταξη από τον άλλο γονέα.

• Από τη χορήγηση του κατώτατου ορίου των κοινοποιούμενων διατάξεων στον επιζώντα ή /και διαζευγμένο σύζυγο και στα δικαιοδόχα τέκνα εξαιρούνται οι δικαιοδόχοι σύνταξης θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας - περίπτωση όπου εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις.

• Σε περίπτωση που υπάρχουν δύο δικαιοδόχα τέκνα και ένα δικαιοδόχο τέκνο, ορφανό και από τους δύο γονείς, τότε στα δύο δικαιοδόχα τέκνα επιμερίζεται ένα κατώτατο όριο λόγω θανάτου και στο ορφανό και από δύο γονείς τέκνο επίσης ένα κατώτατο όριο λόγω θανάτου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η χορήγηση αυτοτελούς κατωτάτου ποσού σύνταξης θανάτου στο ορφανό τέκνο και από τους δύο γονείς τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνει ή δεν δικαιούται σύνταξη από τον άλλο γονέα. Εξυπακούεται ότι το ποσό του χορηγούμενου κατώτατου ορίου είναι ανάλογο με το χρόνο ασφάλισης του θανόντα. Σε περίπτωση ύπαρξης 2 τέκνων ορφανών και από τους δύο γονείς χορηγείται σε καθένα από αυτά σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου , αυτοτελές κατώτατο ποσό ανάλογο με τα έτη ασφάλισης του θανόντα γονέα.

Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα παραπάνω οι συντάξεις χηρείας μετά τις μεγάλες περικοπές που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου οδηγεί στο περιθώριο της φτώχειας μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού ενώ η θέσπιση ορίου ηλικίας στα 55 καταδικάζει όλες τις γυναίκες που στη δυσχερέστερη στιγμή της ζωής τους, που έχασαν το στήριγμα τους, να ζήσουν χωρίς εισόδημα

Το άρθρο 12 του νόμου 4387/2016 είναι αντισυνταγματικό, καθώς προσβάλλει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας η οποία περιγράφεται ευθέως και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ζητούμε την:

Άμεση κατάργηση του ηλικιακού ορίου των 55 ετών για τη θεμελίωση του δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου στις/στους χήρες/ους.Επιστροφή του ποσοστού της σύνταξης του θανόντα στο 70%, πού ήταν πριν την ψήφιση του Ν Κατρούγκαλου από το 50% που βρίσκεται σήμερα και στερεί από χήρες/ους και τις οικογένειές τους τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης.Θεωρούμε απαράδεκτο να μην λαμβάνουν σύνταξη οι χήρες/οι και μάλιστα να μην λαμβάνουν ούτε ευρώ από τις καταβαλλόμενες εισφορές του θανόντος στο κράτος.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ......!!! _ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ ΟΛΟΥΣ!

ΓΡΑΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ Γεώργιος Αντιπρόσωπος ΕΑΣΥΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Δημήτριος Αντιπρόσωπος ΕΑΣΥΑ ΦΩΤΗΣ Βασίλειος Αντιπρόσωπος ΕΑΣΥΑ ΨΑΛΛΙΔΑΣ Γεώργιος Αντιπρόσωπος ΕΑΣΥΑ




πηγή: pasapolice.blogspot.gr
 
Top