Νομίζω πως η περίπτωση της λαϊκής τραγουδίστριας Ρίτας Σακελλαρίου (22 Οκτωβρίου 1934-6 Αυγούστου 1999) «σηκώνει» ολόκληρο βιβλίο εν είδει βιογραφίας. 

Ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, ωστόσο, θα πρέπει να είναι μεγάλος... μάγκας. 

Όχι απαραιτήτως φαν της ούτε και φίλος της όσο εκείνη ήταν εν ζωή. Θα πρέπει να είναι μελετητής του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού αφενός, παρατηρητής της πολιτικής-πολιτιστικής ιστορίας της χώρας αφετέρου. 

Θα πρέπει, επίσης, να μην είναι κάποιος απ' αυτούς τους «καμένους» των κουτσομπολίστικων εντύπων-εκπομπών και να τσαλαβουτάει τεχνηέντως τόσο σ' αυτό που οι φίλοι μας οι Άγγλοι λένε «heavy culture» όσο και στο απόλυτο «trash», το οποίο, ομολογουμένως, ουδείς εμίσησε, όντας γνήσιο τέκνο ενός John Waters!

Διότι η Ρίτα τα έχει όλα: φτωχά παιδικά χρόνια σε μια λαϊκή συνοικία της Β' Πειραιώς, γάμο με παλαιστή ‒ανέκαθεν οι παλαιστές ήταν φορείς ενός επίσης ατόφιου λαϊκού πολιτισμού‒, εμφανίσεις στο πάλκο δίπλα στους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες, μια τεράστια επιτυχία στα '70s που την έκανε «πρώτο όνομα» και από κει και πέρα τραγούδια-σλόγκαν που σαν να διέγραψαν με μια μονοκοντυλιά το «σοβαρό» παρελθόν της (η ίδια, νομίζω, το καταδιασκέδαζε και είχε τρομερή επίγνωση του τι τραγουδούσε), ταύτιση με την πιο γλεντζέδικη όψη του ισοπεδωτικού ΠΑΣΟΚ, ο απόλυτος αυτοσαρκασμός του σεξισμού της «τεκνατζούς», μαλλιοτραβήγματα (πότε με συναδέλφους της και πότε με τον... Εθνικό Σταρ) και βασικά μια μοναδική αίσθηση ανατρεπτικού χιούμορ που διατηρήθηκε αναλλοίωτη ως τον πρόωρο και ξαφνικό θάνατό της. Πέραν όλων αυτών, η sui generis Ρίτα Σακελλαρίου ήταν αναμφισβήτητα μια τεράστια τραγουδίστρια! 

Προσωπικά, δεν βάζω καμία άλλη εκτέλεση πάνω από τη δική της στα «Λιμάνια (Το πλοίο θα σαλπάρει)» του Βασίλη Τσιτσάνη, ούτε καν αυτήν της Πόλυς Πάνου. 

Στο μεταίχμιο μεταξύ Σωτηρίας Μπέλλου και Καίτης Γκρέυ ‒ναι, πιστεύω πως η Σακελλαρίου είχε μελετήσει πολύ τη Μπέλλου κι αυτό φαίνεται στις πρώτες ηχογραφήσεις της‒, ο λυγμός των ερμηνειών της έχτισε την αύρα της λαϊκής ντίβας, έτσι δηλαδή όπως τη θυμάται σήμερα η πλειονότητα των Ελλήνων.

Οι γονείς της Ρίτας Σακελλαρίου γνωρίζονται στην Κάλυμνο, εκεί όπου είχε καταφύγει η οικογένεια της μητέρας της, που ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη. Παντρεύονται και μεταβαίνουν στην Κρήτη, στη Σητεία, τον τόπο όπου γεννιέται η κόρη τους το 1934. 

Της δίνουν το όνομα «Μαργαρίτα», δηλαδή το όνομα της γιαγιάς της απ' τη μεριά του πατέρα της. Λίγο αργότερα γεννιούνται και τα άλλα δυο αδέρφια της, ένα αγόρι, ο Βασίλης, κι ακόμη ένα κορίτσι. Μια δεκαετία μετά βρίσκεται με την οικογένειά της στα Ταμπούρια του Κερατσινίου, στον Πειραιά, ένα μέρος όμορο με τη Δραπετσώνα, γειτονιές που παρήγαν μαζικά λαϊκούς τραγουδιστές και ρεμπέτες. 

Ο κομμουνιστής πατέρας της, τσαγκάρης στο επάγγελμα, κατά τον Εμφύλιο που ακολούθησε την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα μπαίνει στο στόχαστρο της αστυνομίας και χάνει τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα.

Πολλά χρόνια μετά η Ρίτα θα εκφράσει την πικρία της γι' αυτούς που είχαν ωφεληθεί από τον αλτρουιστή πατέρα της εκείνη τη μαύρη περίοδο και δεν έδωσαν ένα πιάτο φαΐ στα τρία ορφανά που άφησε πίσω του. Βρίσκει διέξοδο στον γάμο, σε ηλικία μόλις 14 ετών, και φέρνει στον κόσμο τα δυο της παιδιά, μεγαλώνοντας μαζί τους κι εκείνη. 

Χωρίζει νωρίς-νωρίς απ' αυτό τον κατ' ανάγκη πρώτο γάμο. Τα παιδιά μένουν κοντά στον πατέρα τους κι αυτή, για να τα φέρει βόλτα, εργάζεται σκληρά: στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου, στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας και στη χωματερή του Σχιστού.

Η Ρίτα, ούσα παιδί και μητέρα ταυτόχρονα, φανερώνει την κλίση της στο τραγούδι. Τη γοητεύουν οι φωνές όλων εκείνων των μεγάλων ερμηνευτών στους οποίους χρωστάμε την έκρηξη του λαϊκού τραγουδιού ‒ μετεξέλιξη του ρεμπέτικου. 

Ο πρώτος που ανακαλύπτει το ταλέντο της είναι ο Στέλιος Χρυσίνης, ο τυφλός μαέστρος, που το ίδιο διάστημα ανακαλύπτει και τον 20χρονο Στέλιο Καζαντζίδη. Τη βρίσκει να τραγουδάει στον παραλιακό Μύλο στο Πέραμα. 

Ο Χρυσίνης είναι αυτός που τη γυρνάει στις εταιρείες με σκοπό να της φτιάξει το δικό της ρεπερτόριο και που τελικά τη στέλνει στο περίφημο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές για να συνεργαστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Η Ρίτα θα μείνει επί σειρά ετών στο πλάι αυτών των δύο δημιουργών, αναλαμβάνοντας τις δεύτερες φωνές, χωρίς να έχει ακόμα προσωπική δισκογραφία.

Η Ρίτα τότε είναι μια ευτραφής, όμορφη κοπέλα, με τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά συνήθως. Καθώς η δεκαετία του 1960 προχωράει, τη βλέπουμε να εμφανίζεται σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες της εποχής, κυρίως σε μελό, δίπλα στον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση.

Το κομμάτι «Κάθε ηλιοβασίλεμα» που της έγραψε το δίδυμο Γιώργος Μανισαλής - Κώστας Ψυχογιός γίνεται μεγάλη επιτυχία της χρονιάς του 1970 και δίνει τον τίτλο στον πρώτο της προσωπικό δίσκο. 

Από το οπισθόφυλλο, λοιπόν, του άλμπουμ «Ρίτα Σακελλαρίου - Κάθε ηλιοβασίλεμα» (Polygram, 1970) αντιγράφω ολόκληρο το σημείωμα ως ένα έγκυρο, ίσαμε τότε, βιογραφικό της τραγουδίστριας: «Από τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες της φετινής χρονιάς είναι και το τραγούδι "Κάθε ηλιοβασίλεμα". Η Ρίτα Σακελλαρίου, από τις πιο γνήσιες δυναμικές φωνές του λαϊκού μας τραγουδιού, έδωσε μια προσωπική ερμηνεία στο τραγούδι αυτό κι έφτασε να το κάνει το εμπορικότερο τραγούδι του 1970. 

Η σύνθεση του τραγουδιού ανήκει στον Γιώργο Μανισαλή και οι στίχοι στον Κ. Ψυχογιό. Η Ρίτα Σακελλαρίου, γνωστή στους πιστούς φίλους του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, ξεκίνησε την καριέρα της πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ο πρώτος που τη βοήθησε στο ξεκίνημά της ήταν ο συνθέτης Χρυσίνης και μαζί του έγραψε τον πρώτο δίσκο της που γνώρισε αρκετή επιτυχία. 

Αμέσως μετά την παρέλαβαν οι δάσκαλοι Β. Τσιτσάνης, Γ. Παπαϊωάννου και Μάρκος Βαμβακάρης και κοντά τους άρχισε την επαγγελματική της καριέρα. Πρωτοεμφανίστηκε με τον Τσιτσάνη στα πρώτα παραλιακά λαϊκά κέντρα. 

Η συνεργασία της μαζί του κράτησε 7 χρόνια και της έδωσε καλύτερη πείρα και πολλές επιτυχίες που την οδήγησαν στον σημερινό επιτυχημένο δρόμο της. Εδώ και μερικά χρόνια, από τους βασικότερους συνεργάτες της είναι ο Γιώργος Μανισαλής, στον οποίο ανήκει και η τωρινή μεγάλη επιτυχία της. 

Εμφανίστηκε σε πάρα πολλά κινηματογραφικά έργα, τραγουδώντας δικές του συνθέσεις μόνη της, καθώς και πολλές φορές κοντά στον Νίκο Ξανθόπουλο. Επίσης, κατά καιρούς ήταν το πρώτο όνομα στα κέντρα "Φαληρικόν", "Στέκι του Τσιτσάνη" και "Σκοπευτήριον". 

Η Ρίτα Σακελλαρίου, με τη μεγάλη φετινή επιτυχία της "Κάθε ηλιοβασίλεμα", ξεκινά να κατακτήσει τώρα το πλατύτερο κοινό που ήδη αναγνώρισε στο πρόσωπο και τη φωνή της μία από τις καλύτερες γνήσιες λαϊκές φωνές της εποχής μας. 

Η επιτυχία της αυτή έδωσε και τον τίτλο στον πρώτο μεγάλο δίσκο της που σας προσφέρουμε σήμερα».
Η αλήθεια είναι όμως πως την πρώτη πραγματικά τεράστια επιτυχία της η Ρίτα την έκανε τρία χρόνια μετά με το «Ιστορία μου, αμαρτία μου», πάλι των Μανισαλή - Ψυχογιού. Ο τρίτος της προσωπικός δίσκος με τον τίτλο «Ιστορία μου...» 
κυκλοφόρησε τέλη του 1972 και σάρωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα απ' άκρη σ' άκρη την αμέσως επόμενη χρονιά. 
Και όχι μόνο την Ελλάδα, αν υπολογίσουμε πως το τραγούδι αυτό συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της θρυλικής ταινίας τρόμου «Ο Εξορκιστής» (1973) του Γουίλιαμ Φρίντκιν, μαζί με ακόμη ένα ελληνικό τραγούδι, το «Παραμυθάκι μου» των Μ. Λοΐζου - Λ. Παπαδόπουλου με τη φωνή του Γιάννη Καλατζή, σε εκείνη τη σκηνή μες στο καταθλιπτικό διαμέρισμα του Έλληνα Father Karras (Τζέισον Μίλερ) και της γριάς μάνας του (Βασιλική Μαλλιαρού).

Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε φίλη στο Facebook, όπου ανάρτησα πρόσφατα τραγούδι της Σακελλαρίου: «Στο μεγαλύτερο θρίλερ όλων των εποχών μόνο μια Ρίτα μπορεί να σταθεί»! Το κομμάτι «Ιστορία μου, αμαρτία μου», λίγους μήνες πριν από την έκδοση του LP, είχε κυκλοφορήσει σε δισκάκι 45 στροφών με flip side τον «Καραβοκύρη», γεγονός είναι όμως πως σουξέ είχε γίνει αρκετό καιρό πριν δισκογραφηθεί! 
Δανείζομαι τα λόγια της ίδιας της Ρίτας Σακελλαρίου, όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξή της για το τραγούδι-σήμα κατατεθέν της: «Στο μεταξύ, η εταιρεία όπου είχα κάνει τα πρώτα μου τραγούδια, δεν ξέρω πώς, με αντάλλαξε με έναν τραγουδιστή της εταιρείας όπου είμαι από τότε μέχρι τώρα. Όπως τ' ακούς. Σαν να με πουλήσανε. Εγώ το 'μαθα μετά. Ούτε που το κατάλαβα. Μετά, στην παλιά εταιρεία χτυπούσαν το κεφάλι τους. Γιατί άρχισα να ανεβαίνω. Ερχόταν για μένα κόσμος στο μαγαζί. Λέω στο αφεντικό: "Κάνε μου αύξηση ένα κατοστάρικο". Μου λέει: "Δεν μπορώ". Το "Ιστορία μου, αμαρτία μου" εγώ το φώναζα την ώρα που τραγουδούσα. 

Το ακούει ο Ψυχογιός και λέει στο Μανισαλή, που έπαιζε μπουζούκι στο πρόγραμμα και ήδη μου είχε γράψει αρκετά τραγούδια: "Δεν το κάνουμε τραγούδι;". 
Το τραγούδι αυτό έκανε σουξέ πριν το κάνω δίσκο. Ερχόταν κόσμος στο μαγαζί και μου 'λεγε: "Γεια σου, Ρίτα, ιστορία μου, αμαρτία μου"... 
Αλλά το πεντακοσάρικο, πεντακοσάρικο...» (σ.σ. πιθανώς η εταιρεία που θεωρούσε η Ρίτα ότι την «πούλησε» να ήταν η Pan-Vox, στην οποία έκανε το 1971 τον δεύτερο δίσκο της με τίτλο «Το ξεκίνημα», για να ξαναγυρίσει στην Polydor και να μείνει μέχρι το τέλος).
Να πούμε ακόμη ότι το «Ιστορία μου, αμαρτία μου» έχει γνωρίσει κι άλλες δισκογραφικές επανεκτελέσεις, κυρίως live, με πιο ιδιαίτερη αυτήν του συγκροτήματος Όναρ στo άλμπουμ «Αλαντίν... 

Τελείωσαν οι ευχές σου» (Harvest/ MINOS EMI, 2002). Στο μεταξύ, η Ρίτα είχε κάνει ήδη τον δεύτερο γάμο της με τον παλαιστή Στέφανο Σιδηρόπουλο, γνωστό στην πάλη με το παρατσούκλι ''Λευκός Άγγελος'', τον οποίο γνώρισε το 1969 στη Θεσσαλονίκη και τον παντρεύτηκε ύστερα από έναν χρόνο.
 Αρκετά νεότερός της, εκείνη στα 35 κι εκείνος στα 22 του, απολυμένος μόλις από τις τάξεις του στρατού, ένα εντυπωσιακό αγόρι, απ' ό,τι λέγεται, που ώθησε μέχρι και τον Τσιτσάνη, το πειραχτήρι, να κάνει νόημα στη Ρίτα απάνω στο πάλκο για να τον δει την ώρα που έμπαινε στο μαγαζί, τη ζήτησε αμέσως μετά να πάει από το τραπέζι του για να του κάνει παρέα, μόνο που η τραγουδίστρια δεν πτοήθηκε! 

Ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή, που ακόμα δεν υπήρχε η πιατομανία και ο κόσμος την έβγαζε στα κέντρα με μπίρα και κρασί, οι τραγουδίστριες να παρασύρουν τους πελάτες σε κεράσματα, ένα είδος κονσομασιόν, χωρίς να ακολουθεί απαραιτήτως σεξουαλική συνεύρεση. 
Τα 'χε πει σχετικά η Κατερίνα Στανίση, που έμελλε να γίνει νύφη της Σακελλαρίου, σε συνέντευξή της στη LiFO το 2013:

«... Πρώτο όνομα εκεί ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου, μετέπειτα πεθερά μου. Κάποιοι άντρες που έρχονταν στο μαγαζί με παρεξηγούσαν. Το δικαιολογώ, όμως, γιατί λειτουργούσαν κάπως διαφορετικά τα πράγματα στη διασκέδαση τότε ‒ και όχι μόνο στην Αθήνα. Κάνα-δυο που θεώρησαν ότι εκεί δεν ήμουνα για να τραγουδάω αλλά για να κάνω κονσομασιόν, με το που άπλωναν το δάχτυλό τους για να μου πιάσουν το πόδι, τους έδινα μια με το χέρι μου και τους άφηνα σύξυλους. 

Τραγουδίστρια ήμουν και πήγαινα για να βγάλω το μεροκάματο ώστε να ζήσω εγώ και η οικογένειά μου ‒ δεν ήμουνα καμιά πουτάνα...»

Με τον Σιδηρόπουλο η Ρίτα όχι μόνο ένωσε τη ζωή της, όχι μόνο έφερε στον κόσμο ακόμα τρία αγόρια, τον αγαπημένο της Σάββα, το «γούρι» της, εν έτει 1971, τον Μανώλη και τον Αλέξη, αλλά άνοιξε και μαγαζί στην Εθνική Οδό, το περιβόητο «Κουίν Αν», που τελικά έγραψε ιστορία στη νύχτα της Αθήνας. Λέγεται πως για να φτιαχτεί αυτό το μαγαζί, μια και η Ρίτα ακόμη δεν είχε γίνει πρώτο όνομα και περνούσαν οικονομικά ζόρια με τον δεύτερο άντρα της, δανείστηκε από την αδερφή της και από έναν... αναβάτη του Ιπποδρόμου! 

Από το Κουίν Αν πέρασε πλήθος κοσμικών, από τον τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Σπύρο Άγκνιου, μέχρι τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο τελευταίος, λίγα χρόνια μετά, θα ξεχώριζε ένα άλλο σουξέ της, το τραγούδι «Αυτός ο άνθρωπος», και θα την καλούσε στο Καστρί για να του το τραγουδάει προσωπικά κάθε χρόνο στη γιορτή του, τη χρονική περίοδο της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ.


Μερικές εντελώς άγνωστες και ξεκαρδιστικές ιστορίες από την περίοδο που η Σακελλαρίου υπήρξε παντρεμένη με τον Σιδηρόπουλο καταθέτει αποκλειστικά σε τούτο το αφιέρωμα του LiFO.gr η μουσικός και βαφτισιμιά της Κατερίνα Κυρμιζή:

«Η Ρίτα Σακελλαρίου ήταν η νονά μου, την οποία όμως δεν συνάντησα ποτέ μετά τη βάφτισή μου. Μπορώ να σου διηγηθώ την ιστορία τού πως και γιατί με βάφτισε, είναι το οικογενειακό μας ανέκδοτο. Ο πατέρας μου ήταν τραγουδιστής, με αυτήν τη δουλειά μας μεγάλωσε και πλήρωνε το ωδείο και το μπαλέτο το δικό μου και της αδερφής μου. Όταν ήταν να βαφτιστώ, ο πατέρας μου δούλευε με τη Ρίτα και τα πηγαίνανε πολύ καλά, είχαν ταιριάξει. Του έλεγε: "Κώστα μου, γνώρισα ένα πυροσβέστη κι έχει ένα χέρι... βαράει Κώστα μου, το φχαριστιέται η ψυχή μου..." και γελούσαν. Μεταξύ αστείου και σοβαρού τού είχε πει ότι εκείνη θα βάφτιζε το παιδί και ο πατέρας μου είχε συμφωνήσει, πιστεύοντας ότι ήταν λόγια του αέρα πάνω στη δουλειά. Όταν, λοιπόν, κανονίστηκε η βάφτιση και ο πατέρας μου μοίρασε προσκλητήρια σε όλους στο μαγαζί, το βλέπει εκείνη, παίρνει τηλέφωνο τον άντρα της τον παλαιστή, έρχεται εκείνος και πλακώνει τον πατέρα μου στα μπουνίδια...
 "Ρε συ, εμείς δεν είπαμε ότι θα βαφτίσουμε το παιδί;". Έτσι κι έγινε. Με βάφτισαν μετά ξύλου! 
Επίσης, μου είχε πει ο πατέρας μου ότι ήταν απίστευτη τύπισσα. Πήγαινε για νυχτοκάματο και φορούσε ένα μαξιλάρι στην κοιλιά ένα-δυο μήνες για να δείχνει ότι είναι έγκυος κι έπειτα εμφάνιζε ένα μωρό που ο Θεός μόνο ήξερε από πού το είχε μαζέψει. Τώρα, είναι αλήθεια, είναι ψέματα; Ούτε και ξέρω. Πέθανε κι ο πατέρας μου νωρίς... Δεν την είδα ποτέ από τότε και ήταν το μεγάλο μου παράπονο που δεν έπαιρνα δώρα το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, που δεν είχα νονά. Δεν ξέρω τι άνθρωπος ήταν και η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να μάθω, γι' αυτό και περιμένω να διαβάσω το μεγάλο αφιέρωμά σου...»

Τη μαρτυρία της Κατερίνας, συμπληρώνει η κυρία Ηρώ Κυρμιζή, η μητέρα της, που τότε ήταν μοντέλο της σχολής Κρίστι: Η Ρίτα ήθελε για σιγόντα μόνο τον Κώστα, τον άντρα μου. Ένα βράδυ που τραγουδούσαν μαζί στο ''Κουίν Αν'', ήρθαν ο Νταλάρας με τον παραγωγό Αχιλλέα Θεοφίλου και τον ζήτησαν στο τραπέζι τους, αφού προφανώς τους είχε αρέσει η φωνή του. Το πήρε χαμπάρι η Ρίτα και για δύο ολόκληρες ώρες δεν τον άφησε να κατέβει από το πάλκο μέχρι που οι άλλοι βαρέθηκαν κι έφυγαν. 

Λίγα χρόνια μετά ο Κώστας έψαχνε μια καλύτερη δουλειά και πήγε να βρει τη Ρίτα να τον βοηθήσει. ''Τώρα βοηθάω άλλη'' του είπε και του έδειξε τη Στανίση...

Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που η Ρίτα θα'ρχόταν σπίτι μας για να δέσει η κουμπαριά με τα βαφτίσια της κόρης μου. 
Είχε δυο δάχτυλα μαύρες ρίζες στο μαλλί και φορούσε κάτι ξεπατωμένες παντόφλες και ένα ρομπάκι όλο λαδιές απάνω. Και μένα μου έπεσαν τα μούτρα που είχα φτιαχτεί - χτενιστεί - στολιστεί για να συναντήσω τη ''βασίλισσα της νύχτας''! 

Αυτή ήταν, όμως, απλή, λαϊκή και ακομπλεξάριστη...

Ο γάμος της Σακελλαρίου με τον Σιδηρόπουλο διήρκεσε μία επταετία περίπου, όσο επικράτησε και το Κουίν Αν στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης. Ήταν ένα διάστημα έντονων προστριβών μεταξύ τους, με μόνη λύση το διαζύγιο. Μετά απ' αυτήν τη δύσκολη φάση στα προσωπικά της, η Ρίτα έδειξε να εγκαταλείπει τον εαυτό της. Είχε παχύνει αρκετά από τις γέννες με αποτέλεσμα να ντρέπεται να εμφανιστεί μπροστά σε κοινό.

Το 1977 εμφανίζεται στη ζωή της ο στιχουργός Δημήτρης Ιατρόπουλος. Τα φτιάχνουν και, μάλιστα, όπως αποκάλυψε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της ο πιστός βοηθός της Λάκης Κορρές, ο αρραβώνας της με τον Ιατρόπουλο κρατήθηκε κρυφός. Σύντομα η Ρίτα ξαναπαίρνει τα πάνω της.

Γνωρίζεται με τον λαϊκό σουξεδοποιό Τάκη Μουσαφίρη, ο οποίος είναι για την καριέρα της ό,τι ήταν το δίδυμο των Μανισαλή - Ψυχογιού την προηγούμενη δεκαετία. Κάνουν τον δίσκο «Είναι αλήθεια» (Polydor, 1977), για ν' ακολουθήσουν άλλα δύο άλμπουμ με τίτλο το όνομά της τις χρονιές 1979 και 1980. Μεγάλα σουξέ ξεπηδούν από τη συνεργασία της με τον Μουσαφίρη: «Μια ζωή πληρώνω», «Ένας άνδρας κλαίει», «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα», «Αυτός ο άνθρωπος». 

Παροιμιώδες έχει μείνει αυτό που της είχε πει ο Μουσαφίρης αυτοπροσώπως: «Είσαι σαράντα γυναίκες μαζί όταν πατάς πάνω στην πίστα...». Τη μεγάλη στροφή στην πορεία της, αλλά και στην εμφάνισή της, η Ρίτα την κάνει στη συνεργασία της με την ποπ σταρ Άννα Βίσση στη Νεράιδα. Έχουμε μπει στη δεκαετία του 1980 κι εκείνη εξακολουθεί να συνεργάζεται δισκογραφικά με τον Τάκη Μουσαφίρη ή να επανεκτελεί παλιότερα λαϊκά τραγούδια (όπως στο άλμπουμ «Τα λαϊκά της νύχτας» του 1981 που μοιράστηκε με τη Δούκισσα και τον Δημήτρη Μητροπάνο, δύο συναδέλφους της των οποίων την καριέρα ο Μουσαφίρης είχε επίσης φτιάξει στα '70s). Στη Νεράιδα, λοιπόν, η Ρίτα, αδυνατισμένη και ξανθιά πλέον, συναντά τον συνθέτη Νίκο Καρβέλα, σύντροφο της Βίσση στη ζωή και στη μουσική, ο οποίος της δηλώνει την εκτίμησή του και της ζητάει συνεργασία. Ένα πρώτο τραγούδι που της δίνει ο δαιμόνιος Καρβέλας ν' ακούσει, γραμμένο για τη φωνή της, είναι το, ομολογουμένως αριστουργηματικό, «Σώσε με». Ο δίσκος «Αρέσω» (Polydor, 1986), εκτός από το «Σώσε με», περιείχε το ομότιτλο κομμάτι, που έγινε μεγάλο σουξέ, αλλά και το διαβόητο «Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα». Σύμφωνα με τις κακές γλώσσες της εποχής, αρχικά η Ρίτα πίστεψε πως το να έλεγε αυτό το άσμα ισοδυναμούσε με μια συντονισμένη απόπειρα... ρεζιλέματός της, γι' αυτό και δεν χώραγε ο νους της την απήχηση που σημείωσε τελικά.
Πολύ γρήγορα η Ρίτα Σακελλαρίου των '80s χτίζει ένα καινούργιο μύθο που τη διαφοροποιεί από τις άλλες τραγουδίστριες της γενιάς της. Βασισμένη εξ ολοκλήρου σε τραγούδια-σλόγκαν του τύπου «Οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες» ή «Αυτός ο έρωτας, αυτό τ' αγόρι», κατακτά εκ νέου το πανελλήνιο μέσα από τα ραδιόφωνα και την τηλεόραση.
Τα δε περιοδικά δεν χάνουν ευκαιρία να προβάλλουν ανά πάσα στιγμή την προσωπική φιλική σχέση της με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και με τον τέως υπουργό Ευάγγελο Γιαννόπουλο. Η Ρίτα γίνεται το πουλέν του ΠΑΣΟΚ και η αλήθεια είναι πως ταυτίζεται με το πιο κακόγουστο «ψευδοπολιτιστικό» προφίλ του. 
Κατά υποκειμενική εκτίμηση και με μια πρόχειρη, ψυχαναλυτικού τύπου προσέγγιση σε ό,τι μας κληροδότησε η Ρίτα Σακελλαρίου, πιστεύω πως η ίδια είχε απόλυτη επίγνωση της φτήνιας εκείνου του ρεπερτορίου, αφέθηκε ολοκληρωτικά όμως στη φήμη, στα στρας και, φυσικά, στα πολλά χρήματα που πέρασαν από τα χέρια της. Κοινωνιολογικά, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η περίπτωση της Σακελλαρίου από τη δεκαετία του 1980 μέχρι τον θάνατό της.

Ο ιστορικός του μέλλοντος, όπως δηλαδή κάνουμε εμείς τη στιγμή αυτή, αν θελήσει να έχει μια εικόνα της επίπλαστης ευμάρειας των ημερών του ΠΑΣΟΚ, ειδικά της πρώτης τετραετίας, και της ευτέλειας στην οποία υπέπεσε το λαϊκό τραγούδι μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ‒για να μην πω μέχρι τις μέρες μας‒, στο ρεπερτόριο της Ρίτας Σακελλαρίου θα ανατρέξει. Ούτε στου Λευτέρη Πανταζή, ούτε στης Άντζελας Δημητρίου. Η Ρίτα, παρ' όλα αυτά, έτσι τολμηρή που ήταν, το τράβηξε στα άκρα! Κατάφερε να κάνει ελκυστικό το γκροτέσκο και χαριτωμένο το trash. Αρχές των '90s φωτογραφίζεται ως ημίγυμνη αναδυόμενη Αφροδίτη από πισίνα για λογαριασμό lifestyle περιοδικού. Συνεχίζει να διαπρέπει με ρυθμικά καψουροτράγουδα σαν το «Αγαπάτε – Αγαπάτε» ή το «Η Ελλάδα όλη θέλει».
Μα, είναι ειλικρινής! Όχι μόνο εκείνη αλλά και όσοι της γράφουν τραγούδια! Η Ελλάδα πράγματι δεν έχει άλλα προβλήματα, το χρήμα ρέει και τότε καθιερώνεται κάτι που ακούγεται μέχρι σήμερα: «Ο Έλληνας, και φράγκο να μην έχει, στα μπουζούκια του θα βγει να τα σπάσει...».

Το 1993 δηλώνει το ανεπανάληπτο «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» που της δίνουν ο συνθέτης Νίκος Τερζής και ο στιχουργός Γιώργος Παυριανός. Ο τελευταίος, προερχόμενος από το χατζιδακικό περιβάλλον του Τρίτου Προγράμματος, είναι ξεκάθαρο πως δεν έχει καμία πρόθεση να σατιρίσει την ερμηνεύτρια. Όντας ταλαντούχος και με μια τρομερή αίσθηση του χιούμορ, καταφέρνει να αξιοποιήσει στο έπακρο την περσόνα της «αντροτραγανίστρας» ώριμης σέξι γυναίκας, βάζοντάς την στην κυριολεξία να ρίξει τα βέλη της εναντίον του νεοϊδρυθέντος Μεγάρου Μουσικής που συγκέντρωνε όλη τη μεγαλο-μικροαστική Αθήνα και τους νεόπλουτους. Για μένα, το τραγούδι «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» της Ρίτας Σακελλαρίου δεν απέχει πολύ από εκείνο το ευφάνταστο αναρχικό γκράφιτι που βλέπαμε για χρόνια παραδίπλα από το Μέγαρο Μουσικής: «Να το το μπουρδέλο που παίζει βιολοντσέλο»!

Διόλου τυχαίο που πριν από λίγα χρόνια η Μάρθα Φριντζήλα το είχε εντάξει στο πρόγραμμά της, ενώ θυμάμαι καλά και τη Λένα Πλάτωνος να μου σχολιάζει πως πρόκειται για το πιο αστείο, πραγματικά ελληνικό τραγούδι όλων των εποχών. Βέβαια, σύμφωνα με μαρτυρία του στιχουργού Παυριανού, «παίδαρο» αποκαλούσε η Σακελλαρίου τον Σάκη Ρουβά που σάρωνε με τα τότε ποπ τραγούδια του στον κοριτσόκοσμο. «Δεν γράφεις κάνα τραγούδι να το πούμε ντουέτο με τον παίδαρο;» είχε ζητήσει από τον Παυριανό. Άλλοι πάλι λένε πως ο «παίδαρος» του συγκεκριμένου τραγουδιού δεν ήταν ο Ρουβάς αλλά ο ηθοποιός Κώστας Ευριπιώτης, ένας ακόμη μεγάλος έρωτας της Ρίτας με έναν κατά πολύ νεότερό της άντρα. Ή πιθανώς να έγινε εκ των υστέρων, αφού, όταν ο ίδιος δούλεψε δίπλα της ως τραγουδιστής στη Θεσσαλονίκη, εκείνη δεν παρέλειπε κάθε βράδυ να του αφιερώνει το τελευταίο σουξέ της μπροστά σε 1.500 άτομα! Ο «παίδαρος» και οι «παίδαροι» ήταν μόνιμες λέξεις στο λεξιλόγιό της!

Ενδεικτική είναι η κατάθεση του μουσικού Αντώνη Ζαχαράκη που του έλαχε να συνεργαστεί με τη Ρίτα σε μια εμφάνισή της στην Κρήτη: «Μία και μόνη φορά έπαιξα μαζί της, αλλά την κρατώ σαν μεγάλο παράσημο! Καλοκαίρι του 1996 τότε, δούλευα στο Άστρο, για όσους ξέρουν από Ρέθυμνο. Μας φωνάζει το αφεντικό ένα βράδυ για να μας πει ότι την άλλη εβδομάδα θα τραγουδήσει στο μαγαζί η Ρίτα Σακελλαρίου. Και επίσης ότι θα παίζαμε μαζί της γιατί θα έφερνε μόνο τον μπουζουξή της. Έτσι, λοιπόν, κάναμε μια πρόβα την ίδια μέρα που θα παίζαμε, με τον Γιάννη Ρώτα στο μπουζούκι. Και εκεί που χτυπιόμαστε ανάμεσα στο "Αρέσω, παιδί μου, αρέσω" και το "Αυτός ο έρωτας, αυτό τ' αγόρι", ξαφνικά ακούμε: "Γεια σας, βρε παίδαροι"! 

Τόσο απλά και χωρίς κανένα ίχνος ντίβας ήρθε, δοκίμασε το μικρόφωνο 5 δευτερόλεπτα, είπε "μια χαρά είναι", κάναμε την πρόβα μας και μάλιστα μας ευχαρίστησε δύο-τρεις φορές για τον κόπο μας! Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση τότε. Η απλότητα και η ευγένεια της...».

Δύο ακόμη άλμπουμ μετά το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» πρόλαβε να ολοκληρώσει η Ρίτα, το «Και ξανά ερωτευμένη» (Polydor, 1995) και το «Να κρατάμε επαφή» (Polydor, 1997). 

Τον Αύγουστο του 1998 ένας πόνος στην πλάτη που περνιέται για ψύξη τη στέλνει για εξετάσεις στο «Υγεία» κι εκεί διαπιστώνεται ο καρκίνος. Ξεκινά αμέσως χημειοθεραπείες, έχοντας πάντα δίπλα της τον επί 20 χρόνια φίλο και οικονόμο της Λάκη Κορρέ. Χάνει τα μαλλιά της. Δεν το βάζει κάτω και τους πρώτους μήνες του 1999 φοράει περούκα και αναχωρεί για περιοδεία στη μακρινή Αυστραλία, έχοντας μαζί της τον Γιάννη Ντουνιά και τον Θανάση Κομνηνό. 

Ο Ντουνιάς αναφέρθηκε στις τελευταίες μέρες της Ρίτας στη συνέντευξη που μου έδωσε τον Νοέμβριο του 2015 στο LiFO.gr:«Ατόφια λαϊκιά γυναίκα! Με στενοχωρεί όταν θυμάμαι που κάναμε μαζί την τελευταία δουλειά της, περιοδεία πάλι στην Αυστραλία. Είχε καρκίνο ήδη και πιθανώς να μην το 'ξερε. Πηγαίναμε κάπου μετά το πρόγραμμα κι έλεγε: "Βγείτε εσείς, εγώ θα γυρίσω στο ξενοδοχείο". Δεν είχε δυνάμεις να ακολουθήσει...»

Με τον γυρισμό της από την Αυστραλία μπαίνει στο νοσοκομείο και ουσιαστικά δεν θα ξαναβγεί ποτέ. Λίγα 24ωρα μόνο έξω και πάλι μέσα, αφού ο καρκίνος από το πάγκρεας είχε κάνει καθολική μετάσταση. 
Η Ρίτα Σακελλαρίου πεθαίνει στις 6 Αυγούστου του 1999 σε ηλικία 64 ετών και ο θάνατός της ήταν ένα σοκ για το πανελλήνιο, αφού η αρρώστια είχε κοινοποιηθεί μόνο λίγες εβδομάδες πριν από την κατάληξη. 
Στη μνήμη όλων παραμένει σαν εκείνη τη γυναίκα στο εξώφυλλο του άλμπουμ «Εγώ δεν πάω Μέγαρο»: λουσάτη, μοιραία, σέξι, σωστή ντίβα, που είχε αφήσει προ πολλού πίσω της τα μίζερα παιδικά χρόνια κι έμοιαζε να απολαμβάνει για τα καλά τη «μεγάλη ζωή».
lifo

 
Top