Πώς κατάφεραν να καθηλώσουν το τηλεοπτικό κοινό

Οι «Μαχητές» κατατρόπωσαν τους «Διάσημους», όπως η αυθεντικότητα του κοινού νίκησε τη δηθενιά των σνομπ διανοούμενων

«Και τώρα τι θα απογίνουμε χωρίς το “Survivor”;» είναι το ερώτημα ..της επόμενης μέρας, μετά την ολοκλήρωση του παιχνιδιού που καθήλωσε τους Ελληνες επί μήνες στους τηλεοπτικούς δέκτες τους Κυριακή με Τετάρτη. Ηταν κι αυτό μια κάποια λύση, μια θαλπωρή, μια ξέγνοιαστη απόδραση, αλλά και μια βαθύτερη διαδικασία αλληλεπίδρασης, καθότι οι θεατές όχι μόνο προσλάμβαναν από το παιχνίδι, αλλά καθόριζαν και την εξέλιξή του μέσω των ψηφοφοριών για την παραμονή ή την απομάκρυνση παικτών.

Δεν ήταν όμως μόνο μία χαλαρή ψυχαγωγία. Ενα φτηνό τηλεοπτικό προϊόν, όπως με ευκολία και με στόμφο το κατακεραύνωναν οι ορδές των σνομπ διανοούμενων, που απλώς φανέρωναν με την επιθετικότητά τους την έλλειψη σιγουριάς για τη δική τους ταυτότητα. Η δηθενιά των «πνευματικών ανθρώπων» που με διδακτισμό, κούφια ηθικολογία και πάντα από ασφαλή απόσταση αποδοκίμασε το παιχνίδι εκτέθηκε ανεπανόρθωτα, φανερώνοντας την αδυναμία τους να αντιληφθούν τι συμβαίνει και να το αναλύσουν. 

Διότι το «Survivor» ήταν ένα περίπλοκο, γοητευτικό και επιδραστικό παιχνίδι και γι’ αυτό πέτυχε. Ξύπνησε αρχαϊκά ένστικτα, απευθύνθηκε στο πιο βαθύ ψυχικό επίπεδο των ανθρώπων, διέγειρε συναισθήματα. Προκάλεσε τους τηλεθεατές και τους έδωσε πολλές δυνατότητες και επίπεδα ταύτισης με πρόσωπα και καταστάσεις. Διακίνησε το ανταγωνιστικό κομμάτι, έβαλε σε πρώτο πλάνο την αγωνία και την προσπάθεια της επιβίωσης, ανέδειξε τη σημασία της συνεργασίας μαζί με την ατομική επιδίωξη και φιλοδοξία. Διέγειρε τα οπαδικά πάθη ενός κοινού φασαριόζικου και αγριεμένου. Είχε ίντριγκα, στοιχείο που συνεγείρει έναν λαό εθισμένο στη συνωμοσιολογία. Η υπερέκθεση των παικτών σε ένα σκληρό φυσικό περιβάλλον ήταν το κατάλληλο σκηνικό και το ερέθισμα για το φαντασιακό των τηλεθεατών. Στην πραγματικότητα το «Survivor» αναφερόταν στους ανθρώπινους χαρακτήρες, στις ανθρώπινες σχέσεις. 
Μέσω αυτής της διαδικασίας όλοι βρήκαν καταστάσεις που τους προκάλεσαν το ενδιαφέρον και έναν παίκτη να ταυτιστούν. Να εκφραστούν μέσω αυτού. Γι’ αυτό και υπήρχαν φανατικοί του ενός ή του άλλου. 


Σχεδόν τίποτα δεν ήταν τυχαίο στην εξέλιξη και την κατάληξη του παιχνιδιού. Και φυσικά ούτε το γεγονός ότι στην τελική τετράδα έφτασαν παίκτες που ανήκαν στην ομάδα των Μαχητών, με την υποσημείωση βέβαια ότι και ο Γιώργος Αγγελόπουλος ξεκίνησε από αυτή, αλλά οι συμπαίκτες του τον έστειλαν στους «Διάσημους». Δεν ήταν όμως σε καμία περίπτωση «Διάσημος» - τουναντίον. Οι Μαχητές λοιπόν επικράτησαν διότι, πέρα από οποιαδήποτε αγωνιστική ανωτερότητα πολλών παικτών, ήταν πιο συμπαθείς, πιο κοντά στον μέσο τηλεθεατή. Αντιπροσώπευαν περισσότερο τους καθημερινούς ανθρώπους που παλεύουν για την επιβίωσή τους και ξέρουν από πείνα και δυσκολίες, σε αντίθεση με τους ντεκαντάνς, «δευτεράντζες» «Διάσημους» που νόμιζαν ότι είναι «ανώτεροι» από τους άλλους, αλλά ουσιαστικά τόσο εξ ορισμού όσο και με τη συμπεριφορά τους συγκέντρωσαν την αποδοκιμασία που εκφράζουν οι πολίτες εδώ και πολλά χρόνια για τις ελίτ αυτής της χώρας. 


Από αριστερά: Σάρα Εσκενάζυ, Ελισάβετ Αϊνατζιόγλου, Ευρυδίκη Βαλαβάνη, Ειρήνη Αϊνατζιόγλου, Ορέστης Τσανγκ και Λάουρα Νάργες




Οι πρωταγωνιστές 

Γιώργος Αγγελόπουλος 
Ο νικητής και τα μυστικά του 

Και μόνο που έβλεπε κανείς τον Γιώργο Αγγελόπουλο να αγωνίζεται ή σε κάποιες στιγμές στην παραλία να κάνει πράγματα για να βρει φαγητό, καταλάβαινε αμέσως ποιος θα ήταν ο νικητής του «Survivor». Ο επονομαζόμενος Ντάνος ήταν επί πέντε μήνες στη Δομινικανή Δημοκρατία σαν... ατάιστο σκυλί! Θα μπορούσε να δαγκώσει και τα δέντρα αν ήταν να επιβιώσει. Ικανός για όλα, αλλά με φοβερές δεξιότητες, όχι «λάδι πολύ και τηγανίτα τίποτα», όπως άλλοι. 
Ο Αγγελόπουλος νίκησε και με άνεση στις σχετικές ψηφοφορίες γιατί έκανε το τηλεοπτικό κοινό να φαντασιωθεί πράγματα μαζί του. Πάνω του γίνανε προβολές και ταυτίσεις, περισσότερες και πιο δυνατές, από οποιονδήποτε άλλον παίκτη του πρώτου «Survivor». 

Ο Σκιαθίτης βιοπαλαιστής πήγε εκεί για να κάνει ό,τι κάνει -ή έκανε μέχρι τώρα, καθώς τα πράγματα άλλαξαν πλέον- και στην κανονική του ζωή: να επιβιώσει. Εξ ου και ήταν ο ορισμός, η επιτομή του Survivor! Την ήξερε τη δουλειά καλύτερα από καθέναν. Και μπορούσε επίσης να την κάνει και καλύτερα από καθέναν. Και δεν καταλάβαινε ούτε από κανόνες ούτε από όρια. Oχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για χάρη της ομάδας, όπως έδειξαν τα νταραβέρια με τους ντόπιους για τα καρβέλια.

Στην περίπτωσή του λειτούργησαν όντως αρχαϊκά πάθη: ήταν ο αδικημένος, αλλά όχι ο αδύναμος. Φάνηκε να τον κυνηγούν όχι επειδή ήταν ευάλωτος (η συμπάθεια αυτή σταματάει κάποια στιγμή), αλλά γιατί ήταν δυνατός και είχε ικανότητες. Και το στοιχείο του φθόνου, που έβγαζε αυτή η συμπεριφορά σχεδόν όλων απέναντί του -τουλάχιστον στην αρχή-, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από το κοινό. 

Ο Ντάνος πήγε εκεί σαν ψημένος άνδρας στις κακουχίες, όχι σαν φλώρος ή... μοντέλο - άκου ιδιότητα: μοντέλο! Δεν πήγε σαν καλοζωισμένο, χαϊδεμένο, κλαψιάρικο παιδί ή βολεμένος σελεμπριτάς, αλλά ως λαϊκός τύπος, μεροκαματιάρης και προστάτης γιος της οικογένειας - ιδιότητες που χτυπούν κατευθείαν στον συναισθηματικό πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη, βέβαια, η συμπεριφορά του ήταν ιδεοψυχαναγκαστική. Ειδικά η τελετουργία με τα σταυροκοπήματα και τα κομποσκοίνια φανέρωναν ένα ανυπέρβλητο άγχος, ίσως υποκρισία και επιτήδευση. Η συμπεριφορά του ήταν ενοχλητική σε αυτές τις μικρές κοινωνίες των ομάδων του «Survivor». Είχε αρχηγικές τάσεις, χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς ως αρχηγό. Τις είχε επειδή προσπαθούσε να φροντίσει την ομάδα του βέβαια, εξασφαλίζοντας φαγητό, για παράδειγμα, αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό. Είχε ξεσπάσματα και στιγμές που το μάτι του γυάλιζε. Δεν μπορούσε να δεχθεί την ήττα με τίποτα - καλύτερα να γύριζε κολυμπώντας. 
Αλλά σε κάθε περίπτωση με αυτόν στο «Survivor» ήταν σαν η παραγωγή να έριξε μια πεινασμένη ύαινα σε ένα κλουβί με αντιλόπες (περισσότερα στο «thema people»).

Ευρυδίκη Βαλαβάνη, Σόφη Πασχάλη και Λάουρα Νάργες


Μάριος-Πρίαμος Ιωαννίδης 
Ο μεγάλος χαμένος και η... ατυχία του 

Εκανε λάθος στο παιχνίδι! Αν ο Μάριος-Πρίαμος Ιωαννίδης πήγαινε στη Eurovision, θα μπορούσε να κερδίσει πιο εύκολα την ψήφο των Ελλήνων τηλεθεατών, καθότι Κύπριος και μάλιστα με Θεσσαλονικιά μάνα! Ηταν και καλός στο τραγούδι, όπως φάνηκε στο πάρτυ της «ένωσης» των δύο ομάδων. Στο «Survivor» όμως και με αντίπαλο τον Αγγελόπουλο δεν είχε τύχη. Και πάλι καλά που έφτασε εκεί που έφτασε. Ο φιναλίστ και μεγάλος χαμένος του τελικού ήταν συμπαθής από την αρχή. Ξεχώρισε αμέσως για τις αγωνιστικές ικανότητές του, χωρίς όμως να είναι ο «σφίχτης» ή ο «υπερπροπονημένος», κάτι που τον έκανε αμέσως πιο οικείο στον μέσο τηλεθεατή, που ακόμα κι όταν δεν έχει κοιλίτσα δεν διαθέτει υπερφυσικές σωματικές ικανότητες. Ο Μάριος έδειχνε ότι πήγε για τη νίκη και όχι απλώς την εμπειρία, όπως έλεγαν άλλοι. Ηταν δηλαδή «killer», αλλά όχι με τόσο μπρουτάλ τρόπο όσο ο Αγγελόπουλος.

Κατάφερε να τα πάει καλά με την ομάδα του, διότι ήταν ηγετικός, αλλά όχι φανερά ανταγωνιστικός με τους συμπαίκτες του στους «Μαχητές». Διοχέτευε το ανταγωνιστικό του πνεύμα στις μάχες με τους «Διάσημους» και αμφισβητούσε και αυτός -όπως ο Ντάνος- τους τυπικούς κανόνες. Στο επεισόδιο με την ένσταση του Αναγνωστόπουλου κατά του Αγγελόπουλου, απέρριψε τις αιτιάσεις των άλλων για το ευ αγωνίζεσθαι. «Δεν υπάρχει fair play εδώ πέρα», ήταν το νόημα της στάσης του. 

Με τους δικούς του όμως πρόσεχε τις ισορροπίες, ήταν ευέλικτος και διπλωμάτης, και γι’ αυτό δεν βγήκε ποτέ υποψήφιος προς αποχώρηση. Και όταν έλεγε κάτι που ενοχλούσε, πατούσε το κουμπί «Μελισσανίδης» -ή, κατ’ άλλους, «Τσίπρας»- και αμέσως, με μία κυβίστηση υψηλής τεχνικής, ξέφευγε από τα δύσκολα και την κατακραυγή. Κορυφαία στιγμή του όταν μάλωσε τους συμπαίκτες του γιατί... κατάφεραν να χάσουν από τη Λάουρα «με τον μεγάλο κ...λο»! Μετά το τροχαίο ατύχημα έγινε πιο συμπαθής, κάτι που τον βοήθησε να φτάσει μέχρι την πηγή. 

Κωνσταντίνος Βασάλος
Ο Κούρος, ο Σούπερμαν! 

Είναι φανερό ότι η παραγωγή τον επέλεξε για την εμφάνισή του, αφού θα τρέλαινε -όπως και έγινε- τα κοριτσόπουλα κάθε ηλικίας. Στην πορεία συγκίνησε και τις μάνες... Από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, που εξελισσόταν διαρκώς στην πορεία του παιχνιδιού, και γι’ αυτό κατάφερε να φτάσει στην τριάδα. Ο Βασάλος είναι ένα είδος «κάγκουρα», αλλά στην εκδοχή του «σινιέ γαμπρούλη», του «μαμάκια». Οχι του τύπου που μεγάλωσε στις αλάνες και στην πιάτσα. Πλήρως ταυτισμένος και «συγχωνευμένος» με την οικογένειά του: ακολουθεί το επάγγελμα του μπαμπά, δίνει το αυτοκίνητο στη μαμά, με την οποία είναι κολλητός φίλος! Η ταύτισή του αυτή με την οικογένεια, από την οποία πρώτη φορά έφυγε τόσο μακριά, τον οδηγεί και σε ανάλογη συμπεριφορά. Γκρινιάζει για τα κορίτσια της ομάδας που δεν φροντίζουν το σπίτι - εννοώντας ότι δεν το κάνουν όπως η μαμά! Είναι άκομψος με τις γυναίκες -αν δεν βγάζει και μισογυνισμό, πέραν της αλαζονείας-, όταν μετά το παιχνίδι επιτίθεται στις πρώην του, οι οποίες πάντως δεν είχαν καταλάβει ότι είχαν γίνει πρώην! Στη σκέψη του είναι προφανώς ότι «όλες θέλουν να τον τυλίξουν και μόνο η μαμά ξέρει». 

Το παιχνίδι τον βοήθησε κάπως να περάσει από την εφηβική κατάσταση στην ενηλικίωση. Στον Στρατό το λένε «έγινε άνδρας», αλλά εδώ ήταν κάπως πιο απλό. Κοινωνικοποιήθηκε βίαια. Η ενασχόλησή του με το body building τον είχε περιχαρακώσει σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων με συγκεκριμένες συμπεριφορές, καθότι πρόκειται για πολύ απαιτητικό και ιδιαίτερο άθλημα. Αργησε να προσαρμοστεί στο «Survivor». Ξεκίνησε με λιποθυμίες. Τα κορίτσια φοβόταν η παραγωγή ότι θα άρχιζαν τις τούμπες, καθότι παιδεύονται από τη φύση περισσότερο, για τον Βασάλο τρέχανε οι γιατροί. Με τον καιρό όμως βελτιωνόταν αγωνιστικά και προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις της συμβίωσης. Η εμφάνιση, η αγωνιστική ικανότητα, η αφέλεια και η καλοκάγαθη συμπεριφορά του τον έκαναν πολύ συμπαθή - μαζί με την επιρροή του στις μανάδες. 

Ο Κωνσταντίνος Βασάλος και δίπλα του η Ειρήνη Κολιδά


Κώστας Αναγνωστόπουλος 
Η απάντηση στα fit πρότυπα 

Εγινε ο ήρωας κάθε αγύμναστου, καθώς από τους παίκτες που δεν είχαν σχέση με τον αθλητισμό είναι αυτός που πέτυχε τις περισσότερες νίκες - η μόνη επαφή του με προπόνηση ήταν αυτή... με τη Θύρα 13! Από τους τέσσερις που έφτασαν στον ημιτελικό ήταν ο λιγότερο γυμνασμένος, πάντως, κι αυτό είναι κατόρθωμα. Το οφείλει κυρίως στο γεγονός ότι διαθέτει ένστικτο επιβίωσης πολύ υψηλό. Το στοιχείο της βιοπάλης, άρα και η ικανότητα επιβίωσης ήταν φανερά πάνω του. Και μόνο το γεγονός ότι κάποια στιγμή εργάστηκε ως μισθοφόρος δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει για να πετύχει αυτά που χρειάζεται. 

Και ο Αναγνωστόπουλος κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα του στο παιχνίδι: Πολύ σκληρός στη διαβίωση, εγωιστής, δυναμικός. Δεν μασούσε τα λόγια του και δεν γούσταρε μαγκιές. Πρωταγωνίστησε στην εκδίωξη του Αγγελόπουλου από τους «Μαχητές», του οποίου την αρχηγική συμπεριφορά δεν δεχόταν. Δεν του ξέφευγε τίποτα. Οταν κατάλαβε ότι ο Αργιανίδης κάνει παιχνίδι με διάφορα σούρτα-φέρτα και λόγια περίεργα, τον «μπινελίκωσε» για τα καλά, βάζοντας τους δικούς του όρους. Ηταν μετρ στις τακτικές κινήσεις και τις συμμαχίες. Πήρε με το μέρος του τα κορίτσια της παρέας και έφτασε μαζί τους πολύ μακριά. Ατύχησε μόνο που έφυγε η Κολιδά λόγω τροχαίου. Ως προσωπικότητα έβγαζε και αμφιθυμία. Ενώ ήταν πονηρός, παράλληλα έδειχνε ότι είχε και κάποιες σταθερές. Παρατηρούσε τα πάντα και τα ανέλυε, βγάζοντας συμπεράσματα με επιχειρήματα. Το δίκιο δεν του το έτρωγες, αλλά και ο ίδιος προσπαθούσε να είναι αντικειμενικός και πάντως δεν έλεγε αρλούμπες.

Γιάννης Σπαλιάρας 
Ο cool «Mr Παραλίγο»

Ο«σφάχτης της καρύδας» και αγαπημένος αποδιοπομπαίος τράγος και των δύο ομάδων. Ο πιο cool τύπος του παιχνιδιού με διαφορά. Σε εκνευριστικό σημείο. 

Ο Δαρβίνος έλεγε ότι δεν επιβιώνουν οι πιο έξυπνοι οργανισμοί, αλλά οι πιο προσαρμοστικοί. Ο Σπαλιάρας είχε επίγνωση της αγωνιστικής του ανυπαρξίας. Είχε υιοθετήσει και ένα σύστημα για να δικαιολογεί τις ήττες του: Το «Παραλίγο»! Ολα τα ματς «παραλίγο» θα τα κέρδιζε! Ετσι δικαιολογούσε τον εαυτό του και έτσι πορευόταν. Δεν είναι τυχαίο ότι έφτασε πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλον «άχρηστο», από αγωνιστικής άποψης, παίκτη. Προσπαθούσε να καλύψει την υστέρηση στα αγωνίσματα με ακατάσχετη φλυαρία - δεν αντεχόταν ούτε όταν ήταν στον πάγκο δηλαδή! Ο Σπαλιάρας αντιλαμβανόταν ότι όλοι τον είχαν στο δούλεμα για την αγωνιστική του ανυπαρξία και προσπαθούσε με άλλους τρόπους να δικαιολογήσει την παρουσία του. Τι ήταν αυτό που του επέτρεψε να πάει πεντάδα; 

Η άρνηση της πραγματικότητας! Διέγραφε από το μυαλό του όλα τα δυσάρεστα που ζούσε και προχωρούσε. Τον έδιωξαν οι «Διάσημοι» και τον έστειλαν στους «Μαχητές»; Δεν έτρεξε κάστανο! Πήγε στους «Μπλε» και συμπεριφερόταν σαν να ήταν από την αρχή μαζί τους. Του έκαναν επίθεση όλοι για διάφορα θέματα από τα αγωνιστικά έως τη συμβίωση; Δεν έγινε και κάτι, κι ας του έλεγε καθένας οτιδήποτε, ακόμη και πράγματα πολύ προσβλητικά. Αυτό στην ψυχολογία λέγεται «Ταύτιση με τον Επιτιθέμενο», κάτι ανάλογο με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης! Οταν κάποιος δεν μπορεί να ανατρέψει μια δύσκολη κατάσταση που βιώνει, ή να αντιμετωπίσει τον απέναντι που του επιτίθεται, τότε ταυτίζεται μαζί του, υποτάσσεται με εύσχημο τρόπο (ο Σπαλιάρας το έκανε με το χιούμορ), ώστε να επιβιώσει. 

Ευρυδίκη Βαλαβάνη 
Η «στρίγκλα» που έγινε «αρνάκι» 

Λάτρευαν να τη μισούν οι περισσότεροι τηλεθεατές. Πολύ σκληρή παίκτρια, ήταν η τελευταία από την περίφημη κλίκα των «Διάσημων» που έμεινε στο παιχνίδι και μάλιστα ως φίλη του Αγγελόπουλου (!), τον οποίο κυνήγησε όσο λίγοι την εποχή της παντοδυναμίας της παρέας της. Ηταν πολύ δυνατή αγωνιστικά και αυτό την έκανε να ξεχωρίσει και να μην είναι εύκολος στόχος. Παρότι έγινε αντιπαθής με τις κινήσεις της στην ομάδα, δεν το έβαλε κάτω. Διέθετε δολοφονικό ένστικτο και μεγάλη ικανότητα προσαρμογής! Δεν ορρωδούσε προ ουδενός. 

Δεν μπήκε ποτέ σε κλίμα ηττοπάθειας, ακόμα κι όταν έχασε τους πρώτους φίλους της. Με το που έφυγε η παρέα της, και κυρίως ο Στέλιος Χανταμπάκης, αναπροσάρμοσε την τακτική της, πλησίασε άλλους παίκτες και γενικώς διερευνούσε το πεδίο. Εκανε μέχρι και ανοίγματα στις παίκτριες των «Μαχητών», λες και ήταν κολλητές από τα κομμωτήρια... Κάποια στιγμή έγινε αυτοκόλλητη του Κοκκινάκη - όταν έφυγε η Λάουρα. Μετά βόλταρε με τον Βασάλο στην παραλία. Και στο τέλος τα βρήκε με τον Αγγελόπουλο, αφού μείναν οι δυο τους από τους «Κόκκινους». Ηταν «killer», περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα στο «Survivor», και γι’ αυτό έφτασε στην εξάδα! 

Ευρυδίκη Βαλαβάνη


Χρανιώτης, Μπο και... Κοκκινάκης
Οι «καλλιτέχνες» 

Στην ομάδα των «Διάσημων» -τρόπος του λέγειν, δηλαδή, όπως αποδείχθηκε- έδωσαν τον τόνο, ειδικά από ένα σημείο και μετά, οι λεγόμενοι και «καλλιτέχνες»- άλλοι κυριολεκτικά, άλλοι μεταφορικά. Ο Γιώργος Χρανιώτης ήταν ο Κωστάλας του «Survivor»! Μακράν ο καλύτερος στη χρήση της ελληνικής γλώσσας -χωρίς ανταγωνισμό στην ουσία-, αν και δεν απέφευγε τη φλυαρία! Με συγκροτημένο λόγο πάντως και συχνά με επικολυρικές περιγραφές όσων συνέβαιναν στη Δομινικανή Δημοκρατία - παρότι δεν απέφυγε τους βερμπαλισμούς και τις υπερβολές, με μία γαρνιτούρα μεταφυσικών αναφορών και παραπομπής στο φαντασιακό. Αν το παιχνίδι ήταν τα «Νέα Ελληνικά», θα το κέρδιζε. Αλλά στα αγωνίσματα, πιο μέτριος, παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο και γυρίζεις Ελλάδα, δεν τρελαίνεις συμπαίκτες και κοινό. Θα μείνουν αξέχαστες η αποκάλυψη του τάνγκα που φορούσε, αλλά και η απίστευτη βουτιά που έκανε στα ρηχά, τραυματιζόμενος σε κεφάλι και στήθος. Κατόρθωμα που επέστρεψε σώος! 

Ο Μπο είναι ο άτυπος θρύλος του «Survivor». Πήγε ως ο «χοντρομπαλάς» της παρέας και γύρισε στυλάκι, χάνοντας 30 κιλά λίπος! Αρχικά ένιωθε μειονεκτικά αγωνιστικά, λόγω αυτής της σωματικής ατέλειας για τα μέτρα του παιχνιδιού, αλλά στη συνέχεια βελτιώθηκε. Προσπαθούσε να κρύψει τις αδυναμίες του, όπως ότι δεν ήξερε κολύμπι - δεν επιτρέπονταν τα φουσκωμένα ροζ φλαμίνγκο τότε! Η συμπεριφορά του στη συμβίωση όμως ήταν αμφιλεγόμενη. Οταν η κλίκα, στην οποία συμμετείχε κι αυτός, ήταν κραταιά, επιδείκνυε επιθετικότητα και ήταν υποτιμητικός προς τους άλλους. 

Ο Μπο την έπαθε όπως και άλλοι της ομάδας τους. Μπήκαν στο «Survivor» ως «Διάσημοι», ενώ στην πραγματικότητα ενέπιπταν στη ρήση Κατσιφάρα «δεν τους ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους». Επρεπε λοιπόν να υπερασπιστούν τον ρόλο που τους έδωσαν και καμώνονταν κάτι που δεν ήταν! Με τον καιρό κατάλαβε και χαλάρωσε. Ειδικά από την ώρα που τον «έδωσε» ο Σπαλιάρας για τα σχόλιά του σχετικά με την ψηφοφορία Κοκκινάκη - Λάουρας, έγινε πιο ανθρώπινος και επικοινωνιακός.

Ο Κοκκινάκης δεν ανήκει τυπικά στη χορεία των καλλιτεχνών, υπήρξε όμως πολύ «καλλιτεχνική» η παρουσία του στο «Survivor». Και μόνο το γεγονός ότι σκάρωνε σκεύη για να μαγειρεύει στην ομάδα των «Διάσημων» τον έκανε αγαπητό. Να το συνεχίσει, θα βγάλει λεφτά. Η αγωνιστική του μετριότητα όμως φούντωσε τον προβληματισμό για το πώς παράγονται οι Ολυμπιονίκες - είχε διακριθεί με την Εθνική πόλο. Τουλάχιστον οι μισοί Ελληνες πρέπει να ένιωσαν αδικημένοι που δεν έχουν πάει Ολυμπιακούς Αγώνες βλέποντας το χάλι του κατά τα άλλα συμπαθούς πολίστα. Θα μείνουν αξέχαστα τα βρισίδια στον Σπαλιάρα, το περιλάλητο, αλλά μη επιβεβαιωμένο φλερτ με τη Λάουρα και η επίθεση που δέχτηκε, λέει, από πουλιά, κάτι που ίσως τον κάνει υποψήφιο για το ριμέικ της γνωστής ταινίας του Χίτσκοκ «The Birds».

Σάρα, Λάουρα και Ελισάβετ 
Οι σέξι αμαζόνες 

Ηγλυκερή Σάρα Εσκενάζυ έμεινε ως η ΠΤΥΦ («Περνάμε Τέλεια, Υπέροχα, Φανταστικά») του «Survivor». Ολα τής άρεσαν. Επιδιδόταν σε μία υστερική εξιδανίκευση των πάντων, τα είχε -ή ήθελε να τα έχει- με όλους καλά, δεν έλεγε κακό λόγο για κανέναν! Δυνατή στα αθλήματα, γι’ αυτό και έφτασε πολύ μακριά, σε συνδυασμό με το βολικό του χαρακτήρα της, που την έκανε αποδεκτή από τους άλλους. Σε συγχώνευση κι αυτή με την οικογένειά της, έδειχνε να μην έχει βγει στον πραγματικό κόσμο. Η αποφυγή των συγκρούσεων σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο ουσιαστικά δείχνει ότι φοβάται να αντιμετωπίσει τις αληθινές συνθήκες της ζωής και τους πραγματικούς χαρακτήρες των ανθρώπων. 

Σάρα Εσκενάζυ


Η Λάουρα Νάργες ήταν το συμπαθές pet του «Survivor». Που όλοι της συμπεριφέρονταν καλά και την πρόσεχαν. Ηταν αγαπητή απ’ όλους: δεν ήταν ανταγωνιστική και δεν απειλούσε τις άλλες γυναίκες, ενώ η αδυναμία της γενικώς, σε αγωνίσματα και συμβίωση, προκαλούσε θετικά τα ένστικτα των ανδρών, που έτρεχαν να την προστατέψουν (σαν τη Λόλα από το Καρνέισον!). Το εκμεταλλευόταν όμως κι αυτή! Πότε με τις υπερβολές με την υψοφοβία, πότε με τα νάζια, πότε με τα ευήκοα ώτα που έτεινε προς τις φίλες της. 

Στα αγωνίσματα ήταν η χαρά της κωμωδίας, ένας θηλυκός «Mr Bean». Με την Ελισάβετ Αϊνατζιόγλου έμεινε σε όλους η απορία πώς και πήγε τόσο μακριά - πολύ περισσότερο από τη δίδυμη αδελφή της Ειρήνη. Η μικρή της παρέας (μόλις 21 ετών) έδειξε απρόσμενα μεγάλο δυναμισμό και προσαρμοστικότητα στο παιχνίδι. Παρότι αγωνιστικά ήταν μια περιφερόμενη τραγωδία στην αρχή, αργότερα δυνάμωσε και κατάφερνε και κάτι νίκες! Εγινε συμπαθής στο κοινό γιατί την είχε βάλει στο μάτι (το κακό, όχι το... πονηρό), ο Ορέστης Τσανγκ - ουδείς συγχωρεί τέτοιο κυνηγητό των αδύναμων. Πρέπει να το χρωστάει αυτό στον Κινέζο! 


Παπαδοπούλου, Πασχάλη 
Οι σκληρές και μοιραίες 


Η Ειρήνη Παπαδοπούλου εξελίχθηκε ίσως στον πιο αστάθμητο παράγοντα στο παιχνίδι. Η τυφλή σύγκρουσή της με την κλίκα των «Διάσημων» προκάλεσε την πρόωρη αποχώρηση του Χανταμπάκη. Αν δεν τον πρότεινε εκείνη, δύσκολα ο παρουσιαστής και μοντέλο θα έφευγε τόσο νωρίς από το παιχνίδι. Αυτή η αποχώρηση άλλαξε πολλά δεδομένα. Η Παπαδοπούλου ήταν φοβερή στα αγωνίσματα. Διέθετε ένα υστερικά και σχεδόν αφύσικα γυμνασμένο σώμα. Λογικό για τις τραγουδίστριες της κλάσης της, που επενδύουν πάρα πολύ στην εμφάνισή τους.


Δεν άντεξε όμως τις συνθήκες διαβίωσης. Από ένα σημείο και μετά μπήκε σε κατάσταση ψύχωσης, της έφταιγαν όλα και όλοι, έβλεπε παντού εχθρούς και συνωμοσίες και συχνά διολίσθαινε σε παραληρηματικό λόγο. Σε μικρή ηλικία είχε υποστεί στο σχολείο bullying και πιθανόν το «Survivor» να της διακίνησε παλαιότερα τραύματα. 

Η Σόφη Πασχάλη έμεινε στην ιστορία του «Survivor» για τα όσα ακατάληπτα έλεγε εναντίον του Αγγελόπουλου. Διατηρούσε γενικά μια στάση παθητικής επιθετικότητας: δεν έλεγε ευθέως τι θέλει, αλλά εμμέσως έβαζε λόγια. Με έφεση στο κουτσομπολιό δηλαδή. Νευρωτική και με τη μόρφωση να είναι μια πολύ-πολύ μακρινή συγγενής της, πέταγε κοτσάνες νομίζοντας ότι έλεγε σοφίες, φανερώνοντας απόλυτη άγνοια των δυνατοτήτων της. Κι ας ασχολείται με τη γιόγκα και τις συμπαντικές δυνάμεις και ενώσεις. Γι’ αυτό και οι τηλεθεατές την ξαπόστειλαν νωρίς-νωρίς. 

Ειρήνη Παπαδοπούλου


Χανταμπάκης και Χούτος
Οι σιαμαίοι 

Ηπιο αμφιλεγόμενη παρουσία στο παιχνίδι ήταν αυτή του Στέλιου Χανταμπάκη. Κυρίως γιατί συμπύκνωνε όλη την παθογένεια της ομάδας των -με το ζόρι- «Διάσημων». Ολη την αλαζονεία, τον ελιτισμό, όλη την τοξικότητα μιας συμπεριφοράς που προκαλεί στην κοινωνία εμετό! 

Με ένα καλάμι από τα μακριά του ψαρέματος, ο Χανταμπάκης θεωρούσε ότι το παιχνίδι ήταν δικό του. Οτι του ανήκε. Οτι αυτός ήταν κι άλλος κανένας, καθότι ο ίδιος προερχόταν από τον χώρο της τηλεόρασης, του θεάματος, θεωρούσε ότι ήταν ωραίος, έξυπνος και αγωνιστικά πολύ καλός. Ο Χανταμπάκης συγκέντρωσε όλα τα ντεζαβαντάζ των «Διάσημων» και έκανε την ανοησία να τα επιδεικνύει, αντί να τα κρύβει. Τα μέλη της ομάδας αυτής, για παράδειγμα, μπήκαν στο παιχνίδι για να εκτοξεύσουν την καριέρα τους. 

Να ζήσουν την εμπειρία, να δουν πώς είναι να πεινάει κάποιος. Επαιζαν ρόλους, είχαν τουπέ, συμπεριφέρονταν στους «Μαχητές» με ύφος «Ξέρετε ποιοι είμαστε εμείς;». Και αυτό πήγαινε κατευθείαν στους τηλεθεατές. Ακόμη και η αλαζονεία που είχαν όταν κέρδιζαν συνέχεια στην αρχή ήταν δηλωτική ξετσιπωσιάς. Ο Χανταμπάκης, νιώθοντας αρχηγός στην ομάδα, τα είχε όλα αυτά και τα περιέφερε ως τρόπαιο. Διανθισμένα με έναν ξερολισμό, ακόμη και ειρωνείες, χωρίς να σέβεται τίποτα. 

Ο Λάμπρος Χούτος, καίτοι από τους λίγους σχετικά γνωστούς στο κοινό, δεν κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία του. 

Αργιανίδης και Τσανγκ
Τα «ερπετά» 

Και μόνο η ιδιότητα που δήλωσε -μάνατζερ ράγκμπι!-, αν δεν είναι κορυφαία επίδειξη αυτοσαρκασμού, φανερώνει ότι ο τύπος είναι επιστήμονας στην κοροϊδία. Ο Πάνος Αργιανίδης έφυγε νωρίς, καθότι ήταν χώμα αγωνιστικά και λουφαδόρος, αλλά αποτέλεσε απώλεια για το παιχνίδι. Ηταν φοβερός ο τρόπος με τον οποίο κινούνταν, σαν παράσιτο, λέγοντας διαρκώς μπαρούφες και πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Κλασικός Νεοέλληνας, που λένε - άλλοι το λένε «λαμόγιο», με τη γλυκιά έννοια! Πήγαινε όπου φυσούσε ο άνεμος, έλεγε τα πάντα σε όλους και τα ανάποδά τους. 

Ο Ορέστης Τσανγκ ήταν το κλασικό παράδειγμα του ανθρώπου που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο, σαν κατσαρίδα. Αντιλαμβανόμενος την αγωνιστική του ανεπάρκεια, επιχείρησε να υπεραναπληρώσει το κενό, κάνοντας άλλα πράγματα, όπως κατασκευές προς καθημερινή χρήση κ.λπ. Μπήκε ως επιχειρηματίας στο παιχνίδι και, όπως φάνηκε, βγήκε και ως τέτοιος. Στη δολοπλοκκία με τον Αργιανίδη ήταν πρώτος. Πλήρωσε την εμμονή του να κυνηγά την Ελισάβετ. Μόλις τον πέτυχε το κοινό ακάλυπτο, τον έστειλε στη Σανγκάη να κάνει βόλτες στον διάσημο δρόμο Bund και στον Πύργο να χαζεύει τον κόλπο της Ανατολικής Κίνας.
 
Top