Αυτό κι αν είναι σπατάλη. Κάθε χρόνο, σχεδόν δέκα εκατομμύρια τόνοι ψαριών ή το 10% περίπου των αλιευμάτων διεθνώς πετιούνται πίσω στη θάλασσα για διάφορους λόγους, ενώ στην πραγματικότητα τα περισσότερα θα μπορούσαν κάλλιστα να καταναλωθούν.
Αυτό αποκαλύπτει μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με την οποία οι αλιευτικοί στόλοι σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς δεν διστάζουν να πετάξουν πίσω στο νερό ένα καθόλου αμηλετέο ποσοστό της ψαριάς τους. Η ποσότητα αυτή κάθε χρόνο ισοδυναμεί με αρκετά ψάρια για να γεμίσουν περίπου 4.500 πισίνες κολύμβησης ολυμπιακών διαστάσεων.
Οι αιτίες που προβάλλουν οι αλιείς γι’ αυτό, είναι ότι ένα μέρος των αλιευμάτων έχει καταστραφεί κατά τη διαδικασία της αλίευσής τους και έτσι δεν θα μπορούν να πωληθούν στο εμπόριο. Επίσηςότι μερικά ψάρια είναι πολύ μικρά ή ότι μερικά είδη είναι εκτός εποχής ή ότι μερικά ψάρια πιάνονται κατά λάθος, ενώ άλλα ψάρια ήταν ο αρχικός στόχος των αλιέων.
Ακόμη, συχνά τα μεγάλα αλιευτικά σκάφη συνεχίζουν να ψαρεύουν ακόμη και όταν έχουν πιάσει τα ψάρια που μπορούν να πουλήσουν. Η ελπίδα τους είναι ότι θα ψαρέψουν ακόμη μεγαλύτερα ψάρια, οπότε θα ρίξουν πίσω στο νερό τα μικρότερα που είχαν πιάσει προηγουμένως, καθώς δεν έχουν αρκετό χώρο για να τα ψύξουν όλα.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Βρετανικής Κολομβίας και της Δυτικής Αυστραλίας, καθώς και της πρωτοβουλίας «Sea Around Us» (Η θάλασσα γύρω μας), με επικεφαλής τον καθηγητή Ντιρκ Ζέλερ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό για θέματα αλιείας «Fish & Fisheries».
Τα περισσότερα ψάρια πετιούνται στον Ειρηνικό ωκεανό (σχεδόν πέντε εκατ. τόνοι ετησίως), στον Ατλαντικό (περίπου 3 εκατομμύρια τόνοι) και στον Ινδικό ωκεανό (ένα εκατ. τόνοι). Μικρότερο είναι το πρόβλημα στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, όπου κάθε χρόνο πετιούνται 200.000 έως 500.000 τόνοι.
«Σε μια εποχή με αυξανόμενη διατροφική ανασφάλεια και ανησυχίες για τη διατροφική υγεία των ανθρώπων, τα ψάρια που πετιούνται πίσω στη θάλασσα, θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί καλύτερα» δήλωσε ο Ζέλερ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στη δεκαετία του 1950 περίπου πέντε εκατομμύρια τόνοι ψαριών πετιούνταν κάθε χρόνο ξανά στη θάλασσα, ενώ στη δεκαετία του 1980 η ποσότητα αυτή είχε εκτιναχθεί στα 18 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Κατά την τελευταία δεκαετία η ποσότητα έχει μειωθεί στους δέκα τόνους περίπου, αλλά παραμένει απαράδεκτα υψηλή.
Η μείωση της απόρριψης των αλιευμάτων κατά τα τελευταία χρόνια αποδίδεται κυρίως στη βελτίωση των αλιευτικών πρακτικών και στις νέες τεχνολογίες. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αποτελεί νδειξη ότι οι θάλασσες ξεμένουν από ψάρια, καθώς η ποσότητα των αλιευμάτων διεθνώς μειώνεται με ρυθμό 1,2 εκατ. τόνων ψαριών το χρόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
«Πετάμε λιγότερα ψάρια στη θάλασσα, επειδή ήδη έχουμε ψαρέψει αυτά τα είδη σε τέτοιο βαθμό, που οι αλιείς πιάνουν όλο και μικρότερες ψαριές, συνεπώς έχουν όλο και λιγότερα ψάρια να πετάξουν πίσω στο νερό» ανέφερε ο Ζέλερ.
πηγη ypaitrhos.gr
Αυτό αποκαλύπτει μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με την οποία οι αλιευτικοί στόλοι σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς δεν διστάζουν να πετάξουν πίσω στο νερό ένα καθόλου αμηλετέο ποσοστό της ψαριάς τους. Η ποσότητα αυτή κάθε χρόνο ισοδυναμεί με αρκετά ψάρια για να γεμίσουν περίπου 4.500 πισίνες κολύμβησης ολυμπιακών διαστάσεων.
Οι αιτίες που προβάλλουν οι αλιείς γι’ αυτό, είναι ότι ένα μέρος των αλιευμάτων έχει καταστραφεί κατά τη διαδικασία της αλίευσής τους και έτσι δεν θα μπορούν να πωληθούν στο εμπόριο. Επίσηςότι μερικά ψάρια είναι πολύ μικρά ή ότι μερικά είδη είναι εκτός εποχής ή ότι μερικά ψάρια πιάνονται κατά λάθος, ενώ άλλα ψάρια ήταν ο αρχικός στόχος των αλιέων.
Ακόμη, συχνά τα μεγάλα αλιευτικά σκάφη συνεχίζουν να ψαρεύουν ακόμη και όταν έχουν πιάσει τα ψάρια που μπορούν να πουλήσουν. Η ελπίδα τους είναι ότι θα ψαρέψουν ακόμη μεγαλύτερα ψάρια, οπότε θα ρίξουν πίσω στο νερό τα μικρότερα που είχαν πιάσει προηγουμένως, καθώς δεν έχουν αρκετό χώρο για να τα ψύξουν όλα.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Βρετανικής Κολομβίας και της Δυτικής Αυστραλίας, καθώς και της πρωτοβουλίας «Sea Around Us» (Η θάλασσα γύρω μας), με επικεφαλής τον καθηγητή Ντιρκ Ζέλερ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό για θέματα αλιείας «Fish & Fisheries».
Τα περισσότερα ψάρια πετιούνται στον Ειρηνικό ωκεανό (σχεδόν πέντε εκατ. τόνοι ετησίως), στον Ατλαντικό (περίπου 3 εκατομμύρια τόνοι) και στον Ινδικό ωκεανό (ένα εκατ. τόνοι). Μικρότερο είναι το πρόβλημα στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, όπου κάθε χρόνο πετιούνται 200.000 έως 500.000 τόνοι.
«Σε μια εποχή με αυξανόμενη διατροφική ανασφάλεια και ανησυχίες για τη διατροφική υγεία των ανθρώπων, τα ψάρια που πετιούνται πίσω στη θάλασσα, θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί καλύτερα» δήλωσε ο Ζέλερ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στη δεκαετία του 1950 περίπου πέντε εκατομμύρια τόνοι ψαριών πετιούνταν κάθε χρόνο ξανά στη θάλασσα, ενώ στη δεκαετία του 1980 η ποσότητα αυτή είχε εκτιναχθεί στα 18 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Κατά την τελευταία δεκαετία η ποσότητα έχει μειωθεί στους δέκα τόνους περίπου, αλλά παραμένει απαράδεκτα υψηλή.
Η μείωση της απόρριψης των αλιευμάτων κατά τα τελευταία χρόνια αποδίδεται κυρίως στη βελτίωση των αλιευτικών πρακτικών και στις νέες τεχνολογίες. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αποτελεί νδειξη ότι οι θάλασσες ξεμένουν από ψάρια, καθώς η ποσότητα των αλιευμάτων διεθνώς μειώνεται με ρυθμό 1,2 εκατ. τόνων ψαριών το χρόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
«Πετάμε λιγότερα ψάρια στη θάλασσα, επειδή ήδη έχουμε ψαρέψει αυτά τα είδη σε τέτοιο βαθμό, που οι αλιείς πιάνουν όλο και μικρότερες ψαριές, συνεπώς έχουν όλο και λιγότερα ψάρια να πετάξουν πίσω στο νερό» ανέφερε ο Ζέλερ.
πηγη ypaitrhos.gr