Απογοητευτική η κατάσταση...

Ανέφικτος ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017 - Υπό αμφισβήτηση ο τρέχων προϋπολογισμός - Προβλέπεται περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας....


«Απογοητευτική» χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση της χώρας και για το πρώτο τρίμηνο του 2017 το Γραφείο της Βουλής για την πορεία του κρατικού προϋπολογισμού επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι η αφαίμαξη των νοικοκυριών, η μείωση καταθέσεων, η αύξηση των κόκκινων δανείων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών «έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες που επενδύθηκαν στο τρέχον Μνημόνιο και επομένως μπορεί να οδηγήσουν σε ολική ανατροπή των δεδομένων του με απρόβλεπτες συνέπειες».

Οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης Ιανουάριος – Μάρτιος 2017 θεωρούν «απίθανη» την επίτευξη του στόχου για 2,7% ανάπτυξη το 2017, προβλέπουν περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας, μείωση του ΑΕΠ και εκτροχιασμό όλων των στόχων του προϋπολογισμού και των φορολογικών εσόδων με ότι αυτό σημαίνει για την ενεργοποίηση του περίφημου «κόφτη» και την ανάγκη λήψης νέων επώδυνων δημοσιονομικών μέτρων.

Αναγνωρίζουν ως μόνο θετικό «πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία» την επίτευξη τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας με τους θεσμούς η οποία ανοίγει το δρόμο για την οριστική τεχνική συμφωνία (Staff level Agreement).


Επιστροφή σε ύφεση

Στο κεφάλαιο συμπερασμάτων οι συντάκτες εκφράζουν επιφυλάξεις για το αν η χώρα μπορεί να αλλάξει σελίδα υπογραμμίζοντας πως «Η οικονομική κατάσταση το πρώτο τρίμηνο 2017 είναι απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες.Το πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα. Παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση». Επίσης, εκφράζεται ανησυχία καθώς από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί».


Απίθανος στόχος η ανάπτυξη 2,7%

Σε άλλο σημείο τονίζεται ότι η πορεία και οι επιδώσεις της ελληνικής οικονομίας καθιστούν «απίθανη την ανάπτυξη 2,7% που πρόβλεπε ο Προϋπολογισμός για το 2017, γιατί δεν εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης» ενώ σημειώνεται ότι αναμένεται περαιτέρω απώλεια του ΑΕΠ για το 2017 κατά 1 δις ευρώ!

«Με δεδομένη την εξέλιξη το τέταρτο τρίμηνο του 2016 και τη μεταφορά της στο νέο έτος, θα πρέπει η ελληνική οικονομία τα επόμενα τρίμηνα να κάνει άλματα, πράγμα βέβαια που εξαρτάται από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης (και ειδικά την ταχύτητα και ποιότητα των μεταρρυθμίσεων) και των εταίρων (ως προς την ελάφρυνση του χρέους και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων)» σημειώνεται για να προστεθεί «Αν η επιβράδυνση επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν και οι λοιπές προβλέψεις του προϋπολογισμού για φορολογικά έσοδα και πρωτογενή πλεονάσματα. Έχουμε ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας καθώς κινείται γύρω από μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης , εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο. Η οικονομία βρίσκεται συνεπώς σε ασταθή ισορροπία».

«Αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, καθώς η μέση μηνιαία απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2017 διαμορφώθηκε εκ νέου πάνω από 7%, μετά την υποχώρηση (για πρώτη φορά από το 2014) κάτω από το 7% (6,94%) τον Δεκέμβριο του 2016, όταν ακολουθούσε σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης ήδη από το Σεπτέμβριο του 2016» αναφέρεται σε άλλο σημείο.

Το Γραφείο υποστηρίζει ότι η αρνητική τροπή των πραγμάτων οφείλεται στην καθυστέρηση της «2ης αξιολόγησης» σε συνδυασμό με τους νέους φόρους που επεβλήθησαν το 2016 και την μη επίλυση των κοκκινων δανείων.


Αμφιβάλλουμε αν τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μπορούν να διατηρηθούν μετά το 2018- Έχουμε βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος.

- Το 2016 τα έσοδα του κράτους υπερκάλυψαν τις δαπάνες. Η επίδοση αυτή οφείλεται στην αύξηση των φόρων και στη μείωση συντάξεων το 2016, καθώς και στην επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που μαζί με άλλα μέτρα κατέληξαν σε μείωση της φοροδιαφυγής

- Με την υπεραπόδοση του 2016 ουσιαστικά χάθηκε ένα βασικό πλεονέκτημα του τρίτου μνημονίου, που ήταν οι χαμηλότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα (πολύ θετική εξέλιξη για την ουσία της οποίας υπάρχει ευρεία συναίνεση). Η ελληνική οικονομία, αν και δεν προβλεπόταν από τους στόχους του μνημονίου, πέτυχε σχεδόν το πλεόνασμα που είχε παλαιότερα συμφωνηθεί και μάλιστα υπό χειρότερες οικονομικές συνθήκες σε σχέση με αυτά που τότε προβλέπονταν

- Αν η υπεραπόδοση είναι αποτέλεσμα «ορθής δημοσιονομικής διαχείρισης», τότε αυτή θα πρέπει να μοιραστεί ενδεικτικά ως εξής: 30% για εξόφληση ληξιπρόθεσμων, τουλάχιστον 30% για αποπληρωμή χρέους και έως 40% για κοινωνικούς σκοπούς, μείωση συντελεστών κτλ (όπως προβλέπει το Μνημόνιο του 2015, το συμπληρωμένο Μνημόνιο του 2016 και αναφέρεται και στην επιστολή του Υπουργού Οικονομικών κ. Τσακαλώτου στις 23/12/2016). Ενδεικτικά, από € 1,95 δισ. για ληξιπρόθεσμα και αποπληρωμή χρέους και έως € 2,6 δισ. για κοινωνικούς σκοπούς ή/και μείωση φορολογίας. Η παραπάνω δυνατότητα όμως δε φαίνεται πιθανή προς το παρόν

- Αμφιβάλλουμε αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημιά για την οικονομία. Και βέβαια, θα ήταν καλύτερα οι στόχοι για το 2018 και μετά να ήταν χαμηλότεροι, περίπου 2% ΑΕΠ όπως προτείνουν μεταξύ άλλων το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος.

- Όπως προκύπτει από το επίπεδο και το ρυθμό συνεχόμενης αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο, η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει εξαντληθεί. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο ανήλθαν μέχρι και τον Ιανουάριο του 2017 στο ποσό των € 93,41 δισ. ή 53,4% του ΑΕΠ, εκ των οποίων τα € 1,63 δισ. είναι «νέα χρέη», δηλαδή δημιουργήθηκαν εντός του 2017.

- Με τα παρόντα επίπεδα χρέους (και ακριβώς λόγω του υψηλότατου κόστους δανεισμού) η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές το 2018 είναι δύσκολη. Μια αναδιάρθρωση (ή γενναία επιμήκυνση) του ελληνικού χρέους καθίσταται αναγκαία


Η νέα συμφωνία δεσμεύει μελλοντικές κυβερνήσειςΓια την νέα συμφωνία αναφέρεται ότι «ουσιαστικά μετατέθηκε η εφαρμογή μέρους του προγράμματος προσαρμογής (2015) για την περίοδο μετά το τέλος του, δεσμεύει επομένως και μελλοντικές κυβερνήσεις. Οι συντάκτες εξηγούν πως «τα «αντίμετρα» τελούν υπό την αίρεση ότι η δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνει τον στόχο 3,5% ΑΕΠ και το ΔΝΤ αξιολογεί θετικά την πολιτική προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018 μετά τη λήξη του προγράμματος. Συνεπώς είναι δύσκολο να υπολογισθεί σήμερα με ασφάλεια το ισοζύγιο της περιοριστικής και επεκτατικής επίπτωσης της τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας της 1ης Μαΐου 2017».

«Εκτός τούτου, ακόμα και ο στόχος του 3,5% ΑΕΠ ασκεί υφεσιακή πίεση στην οικονομία» συνεχίζουν οι συντάκτες για να προσθέσουν «επομένως, τίθενται δύο ερωτήματα: πρώτον, αν το πρόγραμμα, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα μπορεί να πετύχει του στόχους του - να επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης και δεύτερον, αν η κυβέρνηση μπορεί να πείσει τους δανειστές για αναθεώρηση των δεσμεύσεων για πρωτογενή πλεονάσματα και σοβαρή ελάφρυνση του χρέους, ενστερνιζόμενη, κυρίως, κρίσιμες μεταρρυθμίσεις».
Όλα θα κριθούν την άνοιξη του 2018
Κατά τη γνώμη του Γραφείου, η άνοιξη του 2018 θα είναι κρίσιμη πολιτικά και οικονομικά καθώς τότε θα κριθεί
- αν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι το 2018,
- αν θα εφαρμοσθούν τα “αντίμετρα»,
- αν θα επισπευσθούν τα φορολογικά του 2020 στο 2019 και
- αν θα οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για το χρέος.


Παράταση της φορολογικής λιτότητας ως 2021… ίσως ως 2023

Οι συντάκτες προειδοποιούν πως αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να λειτουργεί με καθυστερήσεις και επιφυλάξεις και «επαναληφθεί το δράμα της δεύτερης αξιολόγησης , απλά θα παραταθεί η αβεβαιότητα και θα εξουδετερωθεί το «ατμοσφαιρικό» όφελος της συμφωνίας». Επίσης, εξηγούν πως «η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ως το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ως το 2023) ισοδυναμεί με παράταση της λιτότητας που θα πιέζει την οικονομία προς τα κάτω καθώς συνεπάγεται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις (ως το 2020 το αργότερο) οι οποίες όμως θα νομοθετηθούν σήμερα. Με άλλα λόγια δεν αίρεται μια πηγή της αβεβαιότητας που αφορά κυρίως στους φόρους! Η συμφωνία δεν συμβάλλει θετικά στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος».


Δείτε εδώ την έκθεση
 
Top