Αφεντιά και καμάρι κατέχει ο αγέρας που κατευθύνει το ποδήλατο ενώ κατηφορίζει στα ψυχρά, μοναχικά σοκάκια της φτωχής μου φαμίλιας, εκείνης που βρεθήκαμε στο ίδιο έδαφος, κάτω από τον ίδιο ήλιο, με το φεγγάρι να καθοδηγεί το τιμόνι που παραπαίει.
Πέρασα από γέφυρες με τα φρένα χαλασμένα, το πετάλ στις βουνοκορυφές χαλιναγωγούσε τον προσανατολισμό μου. Το είπα πολλές φόρες για να το ακούσουν και η σιωπή δυνάμωνε. Έκοψαν τις ρίζες μου, έκαψαν τα κλαδιά μου λέγοντας δυο λέξεις μόλις με είδαν να φλέγομαι: «Είσαι ξένη».
«Είσαι ξένη», «Είσαι ξένη», «Είσαι ξένη» όσες φόρες κι αν το ψιθυρίζω αρνούμαι να το πιστέψω. Γιατί όταν οι γονείς μου έβαλαν τα ρούχα μέσα σε μια βαλίτσα χάθηκαν από το πέπλο που χώριζε τις δυο χώρες Αλβανία – Ελλάδα, το μέλλον μου ήταν καθορισμένο και η πατρίδα θα χανόταν, δεν θα ήμουν ποτέ ξανά Αλβανίδα, δεν θα γινόμουν ούτε στιγμή Ελληνίδα, θα γινόμουν ένα σώμα τεμαχισμένο ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Αγάπησα την ελληνική γλωσσά, ενστερνίστηκα τα ήθη και τα έθιμα του πλούτου που απέπνεε η Ελλάδα, έγινα και εγώ σαν τους φίλους μου, είχα την τιμή να παρελάσω με το άσπρο μου πουκάμισο και την μπλε φούστα αν και ήθελα να το αποφύγω. «Γιατί μια ξένη, μια Αλβανίδα να τιμήσει την Ελλάδα; Με ποιο δικαίωμα;» έτσι το σκεφτόμουν και έτσι το σκεφτόντουσαν.
Ήταν ανήκουστο να θεωρώ τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και όλους τους Αρχαίους φιλοσόφους μας, λογοτέχνες του 20υ αιώνα και πολεμιστές της Ελλάδας πρόγονους μου, που μόχθησαν για την νέα Ελλάδα, για τα στερνοπούλια της, για τα παιδιά τους.
«Μνήσθητί μου Κύριε» φώναξε ο άνθρωπος που υποδύθηκε τον Καψάλη στην αναπαράσταση της ανατίναξης το Σάββατο, αναδράμοντας στην Έξοδο του 1821.
«Πατερά είναι κακό που αγαπώ την Ελλάδα;»
Σιωπή. Τι θα μπορούσε να πει ο πατέρας όταν το παιδί του χάνει τις ρίζες του; Όταν θυμάται την καταγωγή της μονό όταν επισκέπτεται τον τόπο της, όταν μέχρι χθες δεν ήξερε την Ιστορία της Αλβανίας, όταν η αλβανική αλφάβητος φαντάζει άγνωστη και όταν απωθεί τον αέρα στο πέρασμα των συνόρων.
Οδηγώντας το αυτοκίνητο και βγαίνοντας από τα σύνορα της Αλβανίας ένιωθα ασφάλεια, ήμουν στην Ελλάδα, μπορώ να μιλώ μόνο ελληνικά, να γραφώ, να εκφράζομαι.
«Ντροπή»
Κάνοντας βόλτες περιμετρικά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου παρατηρούσα πόσο όμορφα εναρμονίζονται και γαληνεύουν τα χρώματα του ουρανού, πίσω από τις πελάδες με τα μοναδικά χρώματα της φύσης και τότε έγραψα τους δυο αυτούς στοίχους στην γραφομηχανή μου: «Χάνω τις ρίζες μου
Ποια είμαι; Και γιατί βρέθηκα σε τούτον εδώ τον τόπο;
Είμαι Ελληνοαλβανίδα. Και αυτός είναι ένας τίτλος που τον αισθάνομαι. Όταν φτάνω στον τόπο μου ξέρω πως εκείνος με έσπειρε στα έγκατα εκείνης της γης, ξέρω πως είμαι καρπός της Αλβανίας. Βλέποντας τα συντρίμμια του σπιτιού που γεννήθηκα στο Ζουμπανάτ, σε ένα χωριό διπλά στην λίμνη, μια βαθιά συγκίνηση ήρθε να στεγάσει μέσα μου. Όταν είδα το δωμάτιο που έμεναν οι νιόπαντροι τότε γονείς μου όταν γεννήθηκα, εκείνο το μέρος που αργότερα έγινε στάνη είπα: «Αυτή είμαι» Όταν με ρωτούν λέω πως είμαι Αλβανίδα. Η μητέρα μου πάνω σε ένα γέρικο γαϊδούρι και εγώ στην κοιλία της έτοιμη να ξεπροβάλω. Με φάσκιωσαν για να ισώσουν τα άκρα μου. Πάνες δεν υπήρχαν, αντικαταστάθηκαν από κουρέλια όπως και παλιά μπαλωμένα ρούχα για να ζεσταθώ»
Αλίμονο σε όσους ξέχασαν. Αλίμονο σε όσους στον τόπο τους αισθάνονται ξένοι και αλίμονο σε έμενα που είμαι μια Ελληνοαλβανίδα με πρόγονο τον Skenderbeu και τον Enver Hoxha και πρότυπο τον Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Καποδίστρια. Και ναι με καμάρι αντιπροσώπευσα την Αιτωλοακαρνανία στην πομπή της Εξόδου και τα τσαρούχια μου τα φόρεσα και το φέσι μου αλλά και την το βαρύ γιλέκο μου από προβιά, ενδυμασία της νύφης από την Άπλιανη.
Ιστορία, αίμα, τιμή, έθνος, πατρίδα όποιος εθνικιστής δεν τίμησε ποτέ το χώμα του. Γιατί την σημαία της Ελλάδας θα την σηκώσω ψηλά όσο και την σημαία της Αλβανίας. Και τις δυο μαζί, την μια στο ένα χέρι και την άλλη στο άλλο χέρι.
Θα χορεύω το Kanga Mallekastriote όπως και τους Ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς και ξέρεις γιατί;
Γιατί είμαι μια Ελληνοαλβανίδα.
Άντζελα Υζεϊράι
πηγη Πελασγός Κορυτσάς
Πέρασα από γέφυρες με τα φρένα χαλασμένα, το πετάλ στις βουνοκορυφές χαλιναγωγούσε τον προσανατολισμό μου. Το είπα πολλές φόρες για να το ακούσουν και η σιωπή δυνάμωνε. Έκοψαν τις ρίζες μου, έκαψαν τα κλαδιά μου λέγοντας δυο λέξεις μόλις με είδαν να φλέγομαι: «Είσαι ξένη».
«Είσαι ξένη», «Είσαι ξένη», «Είσαι ξένη» όσες φόρες κι αν το ψιθυρίζω αρνούμαι να το πιστέψω. Γιατί όταν οι γονείς μου έβαλαν τα ρούχα μέσα σε μια βαλίτσα χάθηκαν από το πέπλο που χώριζε τις δυο χώρες Αλβανία – Ελλάδα, το μέλλον μου ήταν καθορισμένο και η πατρίδα θα χανόταν, δεν θα ήμουν ποτέ ξανά Αλβανίδα, δεν θα γινόμουν ούτε στιγμή Ελληνίδα, θα γινόμουν ένα σώμα τεμαχισμένο ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Αγάπησα την ελληνική γλωσσά, ενστερνίστηκα τα ήθη και τα έθιμα του πλούτου που απέπνεε η Ελλάδα, έγινα και εγώ σαν τους φίλους μου, είχα την τιμή να παρελάσω με το άσπρο μου πουκάμισο και την μπλε φούστα αν και ήθελα να το αποφύγω. «Γιατί μια ξένη, μια Αλβανίδα να τιμήσει την Ελλάδα; Με ποιο δικαίωμα;» έτσι το σκεφτόμουν και έτσι το σκεφτόντουσαν.
Ήταν ανήκουστο να θεωρώ τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και όλους τους Αρχαίους φιλοσόφους μας, λογοτέχνες του 20υ αιώνα και πολεμιστές της Ελλάδας πρόγονους μου, που μόχθησαν για την νέα Ελλάδα, για τα στερνοπούλια της, για τα παιδιά τους.
«Μνήσθητί μου Κύριε» φώναξε ο άνθρωπος που υποδύθηκε τον Καψάλη στην αναπαράσταση της ανατίναξης το Σάββατο, αναδράμοντας στην Έξοδο του 1821.
«Πατερά είναι κακό που αγαπώ την Ελλάδα;»
Σιωπή. Τι θα μπορούσε να πει ο πατέρας όταν το παιδί του χάνει τις ρίζες του; Όταν θυμάται την καταγωγή της μονό όταν επισκέπτεται τον τόπο της, όταν μέχρι χθες δεν ήξερε την Ιστορία της Αλβανίας, όταν η αλβανική αλφάβητος φαντάζει άγνωστη και όταν απωθεί τον αέρα στο πέρασμα των συνόρων.
Οδηγώντας το αυτοκίνητο και βγαίνοντας από τα σύνορα της Αλβανίας ένιωθα ασφάλεια, ήμουν στην Ελλάδα, μπορώ να μιλώ μόνο ελληνικά, να γραφώ, να εκφράζομαι.
«Ντροπή»
Κάνοντας βόλτες περιμετρικά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου παρατηρούσα πόσο όμορφα εναρμονίζονται και γαληνεύουν τα χρώματα του ουρανού, πίσω από τις πελάδες με τα μοναδικά χρώματα της φύσης και τότε έγραψα τους δυο αυτούς στοίχους στην γραφομηχανή μου: «Χάνω τις ρίζες μου
Ποια είμαι; Και γιατί βρέθηκα σε τούτον εδώ τον τόπο;
Είμαι Ελληνοαλβανίδα. Και αυτός είναι ένας τίτλος που τον αισθάνομαι. Όταν φτάνω στον τόπο μου ξέρω πως εκείνος με έσπειρε στα έγκατα εκείνης της γης, ξέρω πως είμαι καρπός της Αλβανίας. Βλέποντας τα συντρίμμια του σπιτιού που γεννήθηκα στο Ζουμπανάτ, σε ένα χωριό διπλά στην λίμνη, μια βαθιά συγκίνηση ήρθε να στεγάσει μέσα μου. Όταν είδα το δωμάτιο που έμεναν οι νιόπαντροι τότε γονείς μου όταν γεννήθηκα, εκείνο το μέρος που αργότερα έγινε στάνη είπα: «Αυτή είμαι» Όταν με ρωτούν λέω πως είμαι Αλβανίδα. Η μητέρα μου πάνω σε ένα γέρικο γαϊδούρι και εγώ στην κοιλία της έτοιμη να ξεπροβάλω. Με φάσκιωσαν για να ισώσουν τα άκρα μου. Πάνες δεν υπήρχαν, αντικαταστάθηκαν από κουρέλια όπως και παλιά μπαλωμένα ρούχα για να ζεσταθώ»
Αλίμονο σε όσους ξέχασαν. Αλίμονο σε όσους στον τόπο τους αισθάνονται ξένοι και αλίμονο σε έμενα που είμαι μια Ελληνοαλβανίδα με πρόγονο τον Skenderbeu και τον Enver Hoxha και πρότυπο τον Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Καποδίστρια. Και ναι με καμάρι αντιπροσώπευσα την Αιτωλοακαρνανία στην πομπή της Εξόδου και τα τσαρούχια μου τα φόρεσα και το φέσι μου αλλά και την το βαρύ γιλέκο μου από προβιά, ενδυμασία της νύφης από την Άπλιανη.
Ιστορία, αίμα, τιμή, έθνος, πατρίδα όποιος εθνικιστής δεν τίμησε ποτέ το χώμα του. Γιατί την σημαία της Ελλάδας θα την σηκώσω ψηλά όσο και την σημαία της Αλβανίας. Και τις δυο μαζί, την μια στο ένα χέρι και την άλλη στο άλλο χέρι.
Θα χορεύω το Kanga Mallekastriote όπως και τους Ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς και ξέρεις γιατί;
Γιατί είμαι μια Ελληνοαλβανίδα.
Άντζελα Υζεϊράι
πηγη Πελασγός Κορυτσάς