Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Να ξεκινήσουμε από κάτι που είναι σε κάθε περίπτωση θετικό: το να κλείνει η αξιολόγηση και να αίρεται το πέπλο της αβεβαιότητας πάνω από την ελληνική οικονομία είναι κάτι αναντίρρητα θετικό. Και είναι σχεδόν εντυπωσιακό, δοθείσης της μετεξέλιξης, το ότι είναι η κυβέρνηση Τσίπρα που έχει συνομολογήσει ένα μνημόνιο και δύο δύσκολες αξιολογήσεις.
Η κυβέρνηση δεν είχε καμία απολύτως επιλογή. Έπρεπε να κλείσει την αξιολόγηση, προκειμένου οι τύχες της χώρας να μην διακυβευθούν. Έπρεπε όμως να την έχει κλείσει γρηγορότερα. Είναι, βέβαια, ζήτημα στρατηγικής και προταγμάτων: η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα εργασιακά, αλλά καταπίνει μέτρα ύψους σχεδόν 4 δις, τα οποία δεν υπήρχαν στον ορίζοντα.
Και δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα: από τη στιγμή που η οικονομία υπαραποδίδει και οι στόχοι πιάνονται, εμείς γιατί κληθήκαμε να λάβουμε πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ για το διάστημα μετά το 2018; Νομίζω, προκύπτει αφενός από τις αδυναμίες της διαπραγματευτικής στρατηγικής της κυβέρνησης, αφετέρου από την ανάγκη των δανειστών να οριοθετήσουν με πολύ σαφή τρόπο την πορεία της χώρας για το μεσοπρόθεσμο διάστημα, ώστε ουσιαστικά να μην εγείρεται κανένα θέμα αμφισβήτησης του μνημονιακού μονόδρομου. Και, παράλληλα, οι δανειστές ολοκληρώνουν μαεστρικά τον κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης της χώρας, μιας και εδώ και αρκετά χρόνια έχουν πεισθεί πως δεν είναι εύκολα μεταρρυθμίσιμη η ελληνική οικονομία.
Και τώρα τι;
Έχω κάνει όλες αυτές τις μέρες πολλές συζητήσεις και οι απόψεις διαφέρουν. Αλλά, το ζήτημα είναι πως η αξιολόγηση έκλεισε μεν, αλλά πώς έκλεισε; Μετά από σχεδόν 10 μήνες, σε μια οικονομία σε ύφεση, με εξοντωτικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, με σχεδόν πλήρη απουσία ξένων άμεσων επενδύσεων, ποιος μπορεί να είναι ουσιαστικά αισιόδοξος;
Κάποιοι λένε πως το ελατήριο θα εκτιναχθεί. Δεν είμαι πολύ σίγουρος, γιατί βλέπω την πραγματική οικονομία να μην μπορεί να ανταποκριθεί στο βάρος των πολλαπλών υποχρεώσεων. Μπορεί, ιδιωτικά κεφάλαια να μπουν σε έτοιμες τοποθετήσεις. Αλλά, το ερώτημα είναι, πώς θα πέσει χρήμα στην αγορά; Αφενός, ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν ρευστότητα και αφετέρου ώστε να τονωθεί η ζήτηση μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Σε όλα αυτά τα καίρια ερωτήματα, τα οποία απασχολούν τον μέσο πολίτη, η κυβέρνηση δεν έχει πειστικές απαντήσεις. Δεν αντιλέγω, καλή είναι η έξοδος στις αγορές μέσω του QE, αλλά μην λέμε και παραμύθια μεταξύ μας: στις αγορές το 2018, πλήρως, δεν θα βγούμε, εκτός και αν κάνουμε το οικονομικό θαύμα!
Στα πραγματικά προβλήματα των πολιτών πώς απαντά η κυβέρνηση; Με αύξηση φόρων για όσους ακόμα μπορούν και έχουν εισόδημα, έστω και ένα ελάχιστον, και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για τους συνταξιούχους.
Στα πραγματικά προβλήματα των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση πώς απαντά; Με το QE; Γιατί, άμα είναι να περιμένουμε το QE να λύσει τα ζητήματα ρευστότητας της αγοράς, ζήτω που καήκαμε!
Με άλλα λόγια, θετικό μεν το κλείσιμο της αξιολόγησης, αλλά οι παγίδες είναι μπροστά μας. Και μια είναι η μεγαλύτερη παγίδα, η στασιμότητα. Τίποτα, δηλαδή, να μην αλλάζει ουσιαστικά στη χώρα, να μην πηγαίνουμε μπροστά, και να διαιωνίζεται πολιτικά το τέλμα, στο οποίο βρισκόμαστε.
rizopoulospost.com
Να ξεκινήσουμε από κάτι που είναι σε κάθε περίπτωση θετικό: το να κλείνει η αξιολόγηση και να αίρεται το πέπλο της αβεβαιότητας πάνω από την ελληνική οικονομία είναι κάτι αναντίρρητα θετικό. Και είναι σχεδόν εντυπωσιακό, δοθείσης της μετεξέλιξης, το ότι είναι η κυβέρνηση Τσίπρα που έχει συνομολογήσει ένα μνημόνιο και δύο δύσκολες αξιολογήσεις.
Η κυβέρνηση δεν είχε καμία απολύτως επιλογή. Έπρεπε να κλείσει την αξιολόγηση, προκειμένου οι τύχες της χώρας να μην διακυβευθούν. Έπρεπε όμως να την έχει κλείσει γρηγορότερα. Είναι, βέβαια, ζήτημα στρατηγικής και προταγμάτων: η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα εργασιακά, αλλά καταπίνει μέτρα ύψους σχεδόν 4 δις, τα οποία δεν υπήρχαν στον ορίζοντα.
Και δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα: από τη στιγμή που η οικονομία υπαραποδίδει και οι στόχοι πιάνονται, εμείς γιατί κληθήκαμε να λάβουμε πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ για το διάστημα μετά το 2018; Νομίζω, προκύπτει αφενός από τις αδυναμίες της διαπραγματευτικής στρατηγικής της κυβέρνησης, αφετέρου από την ανάγκη των δανειστών να οριοθετήσουν με πολύ σαφή τρόπο την πορεία της χώρας για το μεσοπρόθεσμο διάστημα, ώστε ουσιαστικά να μην εγείρεται κανένα θέμα αμφισβήτησης του μνημονιακού μονόδρομου. Και, παράλληλα, οι δανειστές ολοκληρώνουν μαεστρικά τον κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης της χώρας, μιας και εδώ και αρκετά χρόνια έχουν πεισθεί πως δεν είναι εύκολα μεταρρυθμίσιμη η ελληνική οικονομία.
Και τώρα τι;
Έχω κάνει όλες αυτές τις μέρες πολλές συζητήσεις και οι απόψεις διαφέρουν. Αλλά, το ζήτημα είναι πως η αξιολόγηση έκλεισε μεν, αλλά πώς έκλεισε; Μετά από σχεδόν 10 μήνες, σε μια οικονομία σε ύφεση, με εξοντωτικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, με σχεδόν πλήρη απουσία ξένων άμεσων επενδύσεων, ποιος μπορεί να είναι ουσιαστικά αισιόδοξος;
Κάποιοι λένε πως το ελατήριο θα εκτιναχθεί. Δεν είμαι πολύ σίγουρος, γιατί βλέπω την πραγματική οικονομία να μην μπορεί να ανταποκριθεί στο βάρος των πολλαπλών υποχρεώσεων. Μπορεί, ιδιωτικά κεφάλαια να μπουν σε έτοιμες τοποθετήσεις. Αλλά, το ερώτημα είναι, πώς θα πέσει χρήμα στην αγορά; Αφενός, ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν ρευστότητα και αφετέρου ώστε να τονωθεί η ζήτηση μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Σε όλα αυτά τα καίρια ερωτήματα, τα οποία απασχολούν τον μέσο πολίτη, η κυβέρνηση δεν έχει πειστικές απαντήσεις. Δεν αντιλέγω, καλή είναι η έξοδος στις αγορές μέσω του QE, αλλά μην λέμε και παραμύθια μεταξύ μας: στις αγορές το 2018, πλήρως, δεν θα βγούμε, εκτός και αν κάνουμε το οικονομικό θαύμα!
Στα πραγματικά προβλήματα των πολιτών πώς απαντά η κυβέρνηση; Με αύξηση φόρων για όσους ακόμα μπορούν και έχουν εισόδημα, έστω και ένα ελάχιστον, και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για τους συνταξιούχους.
Στα πραγματικά προβλήματα των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση πώς απαντά; Με το QE; Γιατί, άμα είναι να περιμένουμε το QE να λύσει τα ζητήματα ρευστότητας της αγοράς, ζήτω που καήκαμε!
Με άλλα λόγια, θετικό μεν το κλείσιμο της αξιολόγησης, αλλά οι παγίδες είναι μπροστά μας. Και μια είναι η μεγαλύτερη παγίδα, η στασιμότητα. Τίποτα, δηλαδή, να μην αλλάζει ουσιαστικά στη χώρα, να μην πηγαίνουμε μπροστά, και να διαιωνίζεται πολιτικά το τέλμα, στο οποίο βρισκόμαστε.
rizopoulospost.com