της  Αγγελικής Μήλιου, βιολόγος, medlabnews.gr
ανανεώθηκε στις 22/11/2016
Όλες μαζί οι μορφές καρκίνου αποτελούν, παγκοσμίως τη δεύτερη αιτία θανάτου μετά από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Τα κρούσματα συνεχώς αυξάνονται και σε πολλές αναπτυγμένες χώρες αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου. Με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και της βιοτεχνολογίας τα τελευταία χρόνια έχει βελτιωθεί σημαντικά η διάγνωση, η πρόγνωση και η θεραπεία. Αποτέλεσμα αυτής της προόδου είναι να έχουμε στατιστικά περισσότερους θεραπευμένους ασθενείς με καρκίνο απ’ότι τις περασμένες δεκαετίες.

Η σημαντική πρόοδος που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στον τομέα της έγκαιρης διάγνωσης του καρκίνου, στα πλαίσια του τακτικού προληπτικού ελέγχου, έχει παίξει σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του αριθμού των επιζησάντων ατόμων από καρκίνο.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έγκαιρη διάγνωση σημαίνει καλύτερη, ευκολότερη και αποδοτικότερη αντιμετώπιση του καρκίνου, με αποτέλεσμα ιδιαίτερα αυξημένες πιθανότητες να υπερβεί ο ασθενής την 5ετή επιβίωση.
Ο όρος 5ετής επιβίωση είναι μια στατιστική για την ογκολογία, κατά την οποία οι ασθενείς που ζουν χωρίς υποτροπή ή μετάσταση της νόσου για 5 χρόνια από την αρχική διάγνωση και θεραπεία, έχουν περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν τον καρκίνο και όσα περισσότερα χρόνια περνούν, να θεραπευθούν πλήρως.

Στην περισσότερο επιτυχημένη αντιμετώπιση του καρκίνου έχει συμβάλλει σημαντικά η ανακάλυψη και εφαρμογή των καρκινικών δεικτών.


Ως καρκινικοί δείκτες (tumor markers) ονομάζονται οι πρωτεΐνες που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα ή από υγιή κύτταρα ως απάντηση στην παρουσία του όγκου και μπορούν να μετρηθούν ποσοτικά, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με την διάγνωση, πρόγνωση και παρακολούθηση της θεραπευτικής αγωγής της νόσου.

Καρκινικός δείκτης θεωρείται κάθε βιολογική ουσία η οποία μπορεί να μετρηθεί ποσοτικά ή να εκτιμηθεί ποιοτικά και η μέτρηση της ή η παρουσία της μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη, τη φύση, το μέγεθος, την υποτροπή ή την μεταστατική εξάπλωση μιας κακοήθους διεργασίας στον οργανισμό. Οι καρκινικοί δείκτες είναι μόρια που βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε ιστούς και βιολογικά υγρά ασθενών με νεοπλασματική νόσο.

Οι καρκινικοί δείκτες αν επιλεγούν σωστά μπορούν να συνεισφέρουν ικανοποιητικά στην μελέτη της νόσου. Ορισμένες εφαρμογές των καρκινικών δεικτών είναι:
- Παρακολούθηση και αξιολόγηση της θεραπείας.
- Έλεγχος των μεταστάσεων πριν την εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων.
- Εκτίμηση της βιοχημικής φύσης του όγκου και κλινική σταδιοποίηση και ταξινόμησή του.
- Ικανότητα πρόγνωσης της νόσου.
- Ικανότητα διαφορικής διάγνωσης από καλοήθης όγκους ή άλλες ασθένειες ή ακόμα και επιβεβαίωση της διάγνωσης.
- Συνεπικουρούν στη διάγνωση του καρκίνου, και έτσι είναι ευκολότερη η αντιμετώπισή του.

Αυξημένες τιμές στους διάφορους καρκινικούς δείκτες εμφανίζονται, κατά κύριο λόγο, σε ορισμένα είδη καρκίνου αλλά επίσης και σε ορισμένες μη καρκινικές παθολογικές καταστάσεις.

Μία αύξηση ή συνεχής αύξηση στα επίπεδα των καρκινικών δεικτών συχνά υποδηλώνει υποτροπή, μετάσταση και μικρή ανταπόκριση στη θεραπεία, ενώ μειωμένα επίπεδα υποδεικνύουν θετική ανταπόκριση στη θεραπεία και συνεπώς καλή πρόγνωση.

Οι καρκινικοί δείκτες θα πρέπει να πληρούν κάποια κριτήρια όπως τα πιο κάτω:
Η συγκέντρωσή του να είναι ανάλογη του φορτίου ή να σχετίζεται με τη συμπεριφορά της νόσου
Να έχει μικρό χρόνο ημίσειας ζωής
Να αυξομειώνεται ανάλογα με την πορεία της νόσου
Να διατίθεται μια απλή και φθηνή μέθοδος μέτρησης, με επαναληψιμότητα
Να παράγεται ειδικά από νεοπλασματικό ιστό
Να βρίσκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε όλους τους ασθενείς με τον συγκεκριμένο τύπο νεοπλάσματος,
Να αντιστοιχεί σε κακοήθεια συγκεκριμένου οργάνου
Να μετράται εύκολα σε βιολογικά υγρά σε πρώιμα στάδια καρκίνου ή σε προκαρκινικές καταστάσεις

 Με τη μέτρηση των καρκινικών δεικτών στα βιολογικά υγρά του οργανισμού προσπαθούμε να πετύχουμε τα πιο κάτω:
Έγκαιρη διάγνωση με την πρώιμη ανεύρεση του όγκου σε αρχικά στάδια που θα οδηγήσει στην πλήρη θεραπεία του, με τον προληπτικό ή προσυμπτωματικό έλεγχο και που σκοπό έχει να ανιχνεύσει την παρουσία του όγκου σε ασυμπτωματικά, φυσιολογικά και υγιή άτομα από τον γενικό πληθυσμό ή από ομάδες υψηλού κινδύνου πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Διαφορική διάγνωση από άλλες παθήσεις και καλοήθεις νόσους με παρόμοια συμπτώματα, με σκοπό την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.
Εκτίμηση της φύσης, της παθοφυσιολογίας και του μεγέθους του όγκου.
Πρόγνωση της σοβαρότητας και της εξέλιξης του όγκου.
Εκτίμηση της κλινικής σταδιοποίησης και ταξινόμηση του όγκου, δηλαδή εκτίμηση της έκτασης, της εξάπλωσης και του σταδίου.
Πρόγνωση της σοβαρότητας και της εξέλιξης της νεοπλασίας.
Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής αγωγής που θα αντικατοπτρίζεται στη μείωση της τιμής των καρκινικών δεικτών.
Παρακολούθηση του αποτελέσματος της θεραπείας με σκοπό την έγκαιρη ανίχνευση υποτροπής της νόσου.
Έλεγχος μεταστάσεων προτού ακόμα εμφανιστούν τα κλινικά συμπτώματα.



Οι πιο κάτω κυριότεροι καρκινικοί δείκτες έχουν αποδειχθεί ότι σχετίζονται με την παρουσία καρκίνου στα αντίστοιχα όργανα.

1) Καρκινοεμβρυϊκό Αντιγόνο ή CEA (CarcinoEmbryonic Antigen)
Είναι μια πρωτεΐνη που σχετίζεται με την προσκόλληση των κυττάρων. Μπορεί να είναι αυξημένο σχεδόν σε κάθε αδεοκαρκίνωμα προχωρημένου σταδίου, ενώ σπάνια ανιχνεύεται σε αρχικά στάδια. Αυξημένα επίπεδα CEA μπορεί να εμφανιστούν και σε μη νεοπλασματικά νοσήματα (ηπατίτιδα, ηπατική κίρρωση, αποφρακτικός ίκτερος - πέτρα στη χολή, ελκώδη κολίτιδα, νόσο Crohn, παγκρεατίτιδα, βρογχίτιδα, εμφύσημα και νεφροπάθεια) ή ακόμα και σε ανθρώπους που απλά καπνίζουν πολύ. Χρησιμεύει κυρίως για την παρακολούθηση ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου. Φυσιολογικές τιμές: 0 - 3,5 μg/L (0 - 5 για καπνιστές)

2) Άλφα-Φετοπρωτεΐνη ή AFP (Alpha-FetoProtein)
Παράγεται στο ήπαρ του εμβρύου, στο γαστρεντερικό σύστημα και στο λεκιθικό ασκό. Η πρωτεΐνη αυτή κυκλοφορεί στο αίμα του εμβρύου και εξαφανίζεται σταδιακά και αντικαθίσταται από τη λευκωματίνη. Η κύρια χρησιμότητα της είναι α) σε συνδυασμό με την HCG στη διάγνωση, παρακολούθηση και πρόγνωση ασθενών με σεμινωματώδεις όγκους δηλαδή όγκους στα γεννητικά όργανα -και στα δυο φύλα και β) στη διάγνωση του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. Φυσιολογικές τιμές: 0-10 kU/L.

3) CA 125
Υπάρχουν πολλά CA (cancer antigens), αλλά μόνο μερικά αποδείχτηκαν χρήσιμα. Βρίσκεται αυξημένο στον επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών, αλλά και σε άλλα ενδοκοιλιακά καρκινώματα (καρκίνος στομάχου, ενδομητρίου, παχέος εντέρου, ήπατος). Μη νεοπλασματικές ασθένειες που σχετίζονται με αύξηση του CA 125 είναι η ενδομητρίωση, η παγκρεατίτιδα, η ηπατική κίρρωση, η περιτονίτιδα, ο ασκίτης και η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου. Αυξάνεται και φυσιολογικά στην περίοδο και στην εγκυμοσύνη (όχι όμως περισσότερο από 100 kU/L). Φυσιολογικές τιμές: 0 - 35 kU/L.

4) CA 15-3
Είναι προϊόν του γονιδίου MUC-1 και σχετίζεται με την κυτταρική προσκόλληση. Αυξημένα επίπεδα εμφανίζονται στον καρκίνο του μαστού, αλλά και σε άλλα αδενοκαρκινώματα. Αυξημένες τιμές μπορεί να εμφανιστούν και σε άλλες παθήσεις καλοήθεις του μαστού, αλλά και σε παθήσεις του ήπατος. Φυσιολογικές τιμές: 0 - 35 U/L.

5) CA 19-9
Ανιχνεύεται αυξημένη στον καρκίνο του παγκρέατος, στο 50% των ασθενών με καρκίνο στομάχου και στο 1/3 των ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου. Η παγκρεατίτιδα, ο ίκτερος, η κίρρωση και η κυστική ίνωση δίνουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Φυσιολογικές τιμές: 0 - 37 U/L .

6) Ανθρώπινη Χοριακή Γοναδοτροπίνη ή HCG (Human Chorionic Gonadotropin)
Παράγεται στον πλακούντα φυσιολογικά και είναι  χρήσιμη τις πρώτες 2 βδομάδες της εγκυμοσύνης. Αυτή είναι η ουσία που μετράνε και τα τεστ εγκυμοσύνης ούρων. Εκτός εγκυμοσύνης, αυξημένη εμφανίζεται στο χοριοκαρκίνωμα και στο 60% των ασθενών με καρκίνο των όρχεων Φυσιολογικές τιμές: 0 - 5 IU/L

7) Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο ή PSA (Prostate Specific Antigen)
Παράγεται στον προστάτη και συμβάλλει στη γονιμότητα του σπέρματος. Είναι δείκτης καρκίνου του προστάτη, αν και μετρίως αυξημένα επίπεδά του μπορεί να μετρηθούν στην καλοήθη υπερτροφία του προστάτη. Ποτέ δεν πρέπει να μετριέται μετά από εκσπερμάτιση, γιατί τότε ανεβαίνει! Επίσης, αν έχει γίνει βιοψία στον προστάτη ή γενικώς πιεστεί ο προστάτης ή λαμβάνεται θεραπεία με φιναστερίδη για καλοήθη υπερτροφία του προστάτη, θα πρέπει να γίνεται η εξέταση 6 βδομάδες μετά. Φυσιολογικές τιμές: 0 - 2,5 ng/mL (για 40-49 ετών), 0 - 3,5 ng/mL (για 50-59 ετών), 0 - 4,5 ng/mL (για 60-69 ετών) και 0-6,5 ng/mL (για >70 ετών).



 
Top