To Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (BFI) επέλεξε πρόσφατα τις 10 καλύτερες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από την εποχή Μιχάλη Κακογιάννη και του Θόδωρου Αγγελόπουλου μέχρι το λεγόμενο «weird wave» του Γιώργου Λάνθιμου και της Ραχήλ Τσαγγάρη.
Η Christina Newland του BFI που επιμελήθηκε την λίστα, γράφει στο συνοδευτικό κείμενο:
«Ο ελληνικός κινηματογράφος, ως επιχείρηση και ως τέχνη, έχει χαρακτηριστεί από την αντιπολίτευση και αγωνίζεται να επιβιώσει εδώ και μισό αιώνα. Την ίδια στιγμή που η τέχνη του κινηματογράφου σε άλλες χώρες ανθίζει -συχνά παρά τα δικτατορικά καθεστώτα και εν καιρώ πολέμου- η βιομηχανία του κινηματογράφου στην Ελλάδα παραπαίει. Χωρίς κρατικά κεφάλαια και αυστηρά ελεγχόμενοι από την προπαγάνδα της εποχής, ακόμα και οι πιο αποφασισμένοι σκηνοθέτες βρήκαν δεκάδες εμπόδια από το πολιτικό τοπίο της χώρας.
Μετά το τέλος της ναζιστικής κατοχής, το έθνος βυθίστηκε σε ένα βάναυσο εμφύλιο πόλεμο, βάζοντας αντιμέτωπους τις βασιλικές δυνάμεις με τους επαναστάτες κομμουνιστές. Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 υπήρξε μια καλλιτεχνική ανάπαυλα -που αντιπροσωπεύτηκε από τον «νέο ελληνικό κινηματογράφο». Δανειζόμενοι στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού και εκφράζοντας, ακόμα και πλαγίως, τους αγώνες του πρόσφατου παρελθόντος, σκηνοθέτες όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Νίκος Κούνδουρος και ο Αλέξης Δαμιανός ξεκίνησαν μια νέα στυλιστική αναγέννηση. Αυτό το ορμητικό ρεύμα, όμως σταμάτησε απότομα το 1967, όταν ένα πραξικόπημα οδήγησε σε μια στρατιωτική χούντα που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία. Το καθεστώς αυτό ήταν γνωστό για την καταστολή και τη σκληρή λογοκρισία που ασκούσε, με αποτέλεσμα τα στούντιο στην Ελλάδα να καταρρεύσουν.
Οι εγχώριοι κινηματογραφιστές έχουν καταφέρει να κερδίσουν παγκόσμια αναγνώριση μόνο φευγαλέα, καθώς δεν είναι πολλές οι ελληνικές ταινίες έχουν παρουσιαστεί στο αγγλόφωνο κοινό. Τα τελευταία χρόνια όμως αυτό έχει αλλάξει ραγδαία, με μια χούφτα avant-garde σκηνοθετών με περιορισμένο budget να έχει καταφέρει να εισχωρήσει στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. ΤΟ 2009 ο Γιώργος Λάνθιμος κέρδισε το βραβείο Ένα Κάποιο Βλέμμα (Un Certain Regard) στις Κάννες με τον παράξενο «Κυνόδοντα».
Παρά το γεγονός πως η οικονομική κρίση του 2008 εξακολουθεί να τονίζει τις πολιτικές διαμάχες που συνεχίζουν εδώ και χρόνια στη χώρα, έχει επίσης υποδεχθεί την ανεξέλεγκτη αναρχία ενός νέου είδους κινηματογράφου -το οποίο έχει κατηγοριοποιηθεί χοντρικά ως “weird wave”. Οι σκηνοθέτες αυτού του είδους έχουν αντικρούσει την επικρατούσα ελληνική κινηματογραφική παράδοση, επικεντρώνοντας στην ελληνική ιστορία και ταυτότητα και αντιμετωπίζοντας το αυστηρά λογοκριμένο παρελθόν.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, είναι συναρπαστικό να δούμε τι θα κάνει στο άμεσο μέλλον το ελληνικό σινεμά, έτσι όπως βρίσκεται αυτή τη στιγμή ανάμεσα σε μια αναμέτρηση με τη δική του ιστορία και την τολμηρή απόφαση να χαράξει μια εκκεντρική πορεία προς το μέλλον».
Αυτές είναι οι 10 ελληνικές ταινίες που επέλεξε το BFI.
Στέλλα (1955)
Σκηνοθέτης: Μιχάλης Κακογιάννης
Η Christina Newland του BFI που επιμελήθηκε την λίστα, γράφει στο συνοδευτικό κείμενο:
«Ο ελληνικός κινηματογράφος, ως επιχείρηση και ως τέχνη, έχει χαρακτηριστεί από την αντιπολίτευση και αγωνίζεται να επιβιώσει εδώ και μισό αιώνα. Την ίδια στιγμή που η τέχνη του κινηματογράφου σε άλλες χώρες ανθίζει -συχνά παρά τα δικτατορικά καθεστώτα και εν καιρώ πολέμου- η βιομηχανία του κινηματογράφου στην Ελλάδα παραπαίει. Χωρίς κρατικά κεφάλαια και αυστηρά ελεγχόμενοι από την προπαγάνδα της εποχής, ακόμα και οι πιο αποφασισμένοι σκηνοθέτες βρήκαν δεκάδες εμπόδια από το πολιτικό τοπίο της χώρας.
Μετά το τέλος της ναζιστικής κατοχής, το έθνος βυθίστηκε σε ένα βάναυσο εμφύλιο πόλεμο, βάζοντας αντιμέτωπους τις βασιλικές δυνάμεις με τους επαναστάτες κομμουνιστές. Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 υπήρξε μια καλλιτεχνική ανάπαυλα -που αντιπροσωπεύτηκε από τον «νέο ελληνικό κινηματογράφο». Δανειζόμενοι στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού και εκφράζοντας, ακόμα και πλαγίως, τους αγώνες του πρόσφατου παρελθόντος, σκηνοθέτες όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Νίκος Κούνδουρος και ο Αλέξης Δαμιανός ξεκίνησαν μια νέα στυλιστική αναγέννηση. Αυτό το ορμητικό ρεύμα, όμως σταμάτησε απότομα το 1967, όταν ένα πραξικόπημα οδήγησε σε μια στρατιωτική χούντα που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία. Το καθεστώς αυτό ήταν γνωστό για την καταστολή και τη σκληρή λογοκρισία που ασκούσε, με αποτέλεσμα τα στούντιο στην Ελλάδα να καταρρεύσουν.
Οι εγχώριοι κινηματογραφιστές έχουν καταφέρει να κερδίσουν παγκόσμια αναγνώριση μόνο φευγαλέα, καθώς δεν είναι πολλές οι ελληνικές ταινίες έχουν παρουσιαστεί στο αγγλόφωνο κοινό. Τα τελευταία χρόνια όμως αυτό έχει αλλάξει ραγδαία, με μια χούφτα avant-garde σκηνοθετών με περιορισμένο budget να έχει καταφέρει να εισχωρήσει στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. ΤΟ 2009 ο Γιώργος Λάνθιμος κέρδισε το βραβείο Ένα Κάποιο Βλέμμα (Un Certain Regard) στις Κάννες με τον παράξενο «Κυνόδοντα».
Παρά το γεγονός πως η οικονομική κρίση του 2008 εξακολουθεί να τονίζει τις πολιτικές διαμάχες που συνεχίζουν εδώ και χρόνια στη χώρα, έχει επίσης υποδεχθεί την ανεξέλεγκτη αναρχία ενός νέου είδους κινηματογράφου -το οποίο έχει κατηγοριοποιηθεί χοντρικά ως “weird wave”. Οι σκηνοθέτες αυτού του είδους έχουν αντικρούσει την επικρατούσα ελληνική κινηματογραφική παράδοση, επικεντρώνοντας στην ελληνική ιστορία και ταυτότητα και αντιμετωπίζοντας το αυστηρά λογοκριμένο παρελθόν.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, είναι συναρπαστικό να δούμε τι θα κάνει στο άμεσο μέλλον το ελληνικό σινεμά, έτσι όπως βρίσκεται αυτή τη στιγμή ανάμεσα σε μια αναμέτρηση με τη δική του ιστορία και την τολμηρή απόφαση να χαράξει μια εκκεντρική πορεία προς το μέλλον».
Αυτές είναι οι 10 ελληνικές ταινίες που επέλεξε το BFI.
Στέλλα (1955)
Σκηνοθέτης: Μιχάλης Κακογιάννης
Ο Κακογιάννης είναι ίσως ο πιο γνωστός Έλληνας σκηνοθέτης στο αγγλόφωνο κοινό. Η «Στέλλα», επηρεασμένη τόσο από τον ιταλικό νεορεαλισμό όσο και από την κλασική ελληνική τραγωδία, αφηγείται την ιστορία μιας απελευθερωμένης γυναίκας (Μελίνα Μερκούρη) που παρά τη θέλησή της να μην δεσμευτεί, εγκλωβίζεται σε έναν γάμο με έναν ποδοσφαιριστή. Η Στέλλα είναι «η χαρά της ζωής», είναι οι αποφάσεις της όμως που της επιφυλάσσουν ένα όχι και τόσο αισιόδοξο μέλλον. Ο Δράκος (1956) Σκηνοθέτης: Νίκος Κούνδουρος
Ο Κούνδουρος έφτιαξε, ουσιαστικά, ένα ελληνικό φιλμ νουάρ εμπνευσμένο από ένα διαβόητο Έλληνα γκάνγκστερ της εποχής. Ο Θωμάς, ο άτυχος πρωταγωνιστής που υποδύεται συγκλονιστικά ο Ντίνος Ηλιόπουλος, είναι σωσίας του γκάνγκστερ, κάτι που προκαλεί μια σειρά τεράστιων παρεξηγήσεων στην πόλη. Τα όρια της ηθικής θολώνουν σε μια ταινία που έχει ψηφιστεί επανειλημμένα ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Ποτέ την Κυριακή (1960) Σκηνοθέτης: Ζυλ Ντασέν
Ο Ντασέν φτιάχνει μια ταινία-όχημα προς την απόλυτη διασημότητα για τη γυναίκα του, Μελίνα Μερκούρη, η οποία υποδύεται την καλόκαρδη πόρνη Ίλια που αγαπά τις αρχαίες τραγωδίες αρκεί να έχουν το happy end που τους δίνει και αντιπροσωπεύει το μάχιμο πνεύμα μιας γενιάς σκληροτράχηλων Ελλήνων. Ο Θίασος (1975) Σκηνοθέτης: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Ένα μπουλούκι ηθοποιών ταξιδεύει το 1939 κατά μήκος της ελληνικής επαρχίας, βιώνει τον εμφύλιο και μέσα από το ταξίδι του αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορία μισού αιώνα της Ελλάδας. Ο Αγγελόπουλος, μέσα από αργά, μακρόσυρτα πλάνα -χαρακτηριστικό του στυλ του ως δημιουργός- συνθέτει ένα αριστούργημα αφήγησης, αισθητικής και φόρμας που αποτελείται από, μόλις, 80 λήψεις. Ρεμπέτικο (1983) Σκηνοθέτης: Κώστας Φέρρης
Η ταινία αποτελεί μυθιστορηματοποίηση της ζωής της διάσημης λαϊκής τραγουδίστριας Μαρίκας Νίνου, η οποία λειτουργεί ως αφορμή για τον Φέρρη ώστε να παρουσιάσει ταυτόχρονα την ιστορία της Ελλάδας από την αρχή του αιώνα μέχρι τη δεκαετία του ’50. Το ίδιο το ρεμπέτικο λειτουργεί ως φορέας μνήμης και πολιτικού σχολιασμού. Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) Σκηνοθέτης: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Η πρώτη ταινία της, άτυπης, «Τριλογίας της Σιωπής» του Αγγελόπουλου, αφηγείται την επιστροφή ενός ηλικιωμένου άντρα στην πατρίδα του, μετά την εξορία του κατά τον εμφύλιο εξαιτίας των αριστερών πολιτικών του πεποιθήσεων. Μετά από 35 χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, ο άντρας αυτός (Μάνος Κατράκης) επιστρέφει σπίτι του για να βρει τη, γερασμένη πλέον, σύζυγό του και τα ενήλικα παιδιά του να τον περιμένουν, παλεύοντας ταυτόχρονα να νιώσει κάτι για αυτούς. Κυνόδοντας (2009) Σκηνοθέτης: Γιώργος Λάνθιμος
Μια υποτιμημένη ταινία που σχολιάζει την αντιπαράθεση του εθνικισμού με την πολυπολιτισμικότητα στην Ελλάδα, μια αντιπαράθεση που έγινε πολύ πιο επίκαιρη τα τελευταία χρόνια με την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων και την προσφυγική κρίση στην Ελλάδα. Ένας Ελληναράς που περνά όλη του την ημέρα έξω από ένα ψιλικατζίδικο, αμπελοφιλοσοφώντας με άλλους αργόσχολους, ανακαλύπτει πως έχει αλβανικό αίμα και αναγκάζεται να αλλάξει τον τρόπο σκέψης που είχε μέχρι τώρα. Attenberg (2012) Σκηνοθέτης: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη
Η ταινία της Τσαγγάρη είναι ένα αταξινόμητο δράμα σεξουαλικής σύγχυσης, σύγχρονης αποξένωσης και γυναικείας φιλίας. Η Μαρίνα, μια απομονωμένη νεαρή γυναίκα, περνά τις μέρες της κλεισμένη μέσα στο σπίτι που συγκατοικεί με τον άρρωστο πατέρα της και έχει εμμονή με τα ντοκιμαντέρ για τη φύση του David Attenborough. Με έναν ακαθόριστο τρόπο, η ταινία αντικατοπτρίζει την αναταραχή της χώρας και σχολιάζει τα θέματα της απώλειας και του αποπροσανατολισμού. OXI: An Act of Resistance (2014) Σκηνοθέτης: Ken McMullen
Αν και outsider, το ΟΧΙ αποτελεί μια διορατική, φιλοσοφική απάντηση στην ελληνική οικονομική κρίση, τοποθετώντας την σε ένα ευρύτερο ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο από ότι θα την έβαζε ένας παραδοσιακός ιστορικός ή οικονομολόγος. Χρησιμοποιώντας το εθνικό πνεύμα της αμφισβήτησης ως οδηγό, ο McMullen διερευνά τόσο την αρχαία ιστορία όσο και το σύγχρονο κλίμα της εποχής.