του Γιώργου Μονεμβασίτη, γυναικολόγου, medlabnews.gr
Τα μυκοπλάσματα (στα οποία ανήκει και το ουρεόπλασμα) είναι οι μικρότεροι προκαρυωτικοί μικροοργανισμοί.
Tο ουρεόπλασμα (Ureaplasma urealyticum) αποτελεί μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του γεννητικών οργάνων τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών.
Έχει βρεθεί σε περίπου 70% των σεξουαλικά ενεργών ανθρώπων.
Το είδος μυκοπλασμάτων αποτελείται από οκτώ γένη, συμπεριλαμβανομένων των mycoplasma, ureaplasma, acholeplasma, anaeroplasma και asteroloplasma. Υπάρχουν πάνω από 200 είδη μυκοπλασμάτων και τα 13 από αυτά καθώς και δύο είδη acholeplasma και δύο είδη ureaplasma έχουν απομονωθεί από τον άνθρωπο. Ωστόσο, μόνο έξι είδη, πέντε από τα οποία ανιχνεύονται στο ουρογεννητικό σύστημα τεκμαίρεται ότι ανήκουν στους παθογόνους παράγοντες για τον άνθρωπο. Το γένος Mycoplasma pneumoniae είναι παθογόνο των αναπνευστικών οδών. Το είδος ureaplasma είναι μοναδικό επειδή έχει την ικανότητα να υδρολύει την ουρία. Είναι άγνωστο αν υπάρχει διαφορά στην παθογένεια μεταξύ των δύο ειδών των ureaplasma, των U. urealyticum και U. Parvum.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1999, βρέθηκε ότι το 10% των δημόσιας χρήσης τουαλετών έχουν πάνω τους το ουρεάπλασμα και ότι αυτό μπορεί να ζήσει πάνω στα καπάκια της τουαλέτας για 2 ώρες.
Τα είδη μυκοπλασμάτων που απομονώθηκαν στον άνθρωπο είναι :
Mycoplasma pneumoniae
Mycoplasma hominis
Mycoplasma genitalium
Mycoplasma fermentans (incognitus strain)
Ureaplasma urealyticum
Ureaplasma parvum
Μεταδίδονται με σεξουαλική επαφή, Διαπλακουντιακά και κατά τον τοκετό. Τα βρέφη επιμολύνονται κατά τον τοκετό με την διάβαση τους από μολυσμένη γεννητική οδό.
Έχει, συσχετιστεί με έναν αριθμό ασθενειών στον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένης της μη-ειδικής ουρηθρίτιδας, της στειρότητας, της χοριοαμνιονίτιδας, του θνησιγενούς πρόωρου τοκετού, και, στην περιγεννητική περίοδο με πνευμονία, βρογχοπνευμονική δυσπλασία και μηνιγγίτιδα.
Τα Ureaplasma spp. απομονώνονται από το 40-80% των κολποτραχηλικών δειγμάτων σεξουαλικά ενεργών γυναικών.
Το Μ.hominis από το 2-40%. Τα ποσοστά είναι χαμηλότερα στους άνδρες. Ενα μικρό ποσοστό ενηλίκων που είναι αποικισμένοι στο κατώτερο ουρογεννητικό σωλήνα αναπτύσσουν συμπτωματική νόσο.
Ureaplasma spp/ M. genitalium μπορεί να ευθύνονται για σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων ΝGU που δεν οφείλονται σε χλαμύδια.
Περισσότερα από 20% των νεογέννητων και κυρίως μη τελειόμηνα νεογνά μπορεί να αποικισθούν από Ureaplasma.Ο αποικισμός υποχωρεί συνήθως στους 3 μήνες.
Συμπτώματα
Το ουρεόπλασμα πολλές φορές συμβιώνει με τον άνθρωπο, χωρίς να προκαλεί βλάβες.
Δεν υπάρχει κολπίτιδα από ουρεόπλασμα. Αυτό συνυπάρχει πολύ συχνά σε κολπίτιδες άλλης αιτιολογίας (κυρίως από gardnerella vaginalis και διάφορα αναερόβια μικρόβια).
Ωστόσο σε ευαίσθητα άτομα προκαλεί μία ποικιλία κλινικών συνδρόμων και λοιμώξεων.
Συγκεκριμένα μπορεί να προκαλέσει:
Στην γυναίκα κολπίτιδα, ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα, αυξημένες εκκρίσεις κολπικών υγρών, τσούξιμο και πόνο.
Στον άνδρα ουρηθρίτιδα, πόνο και τσούξιμο κατά την ούρηση, καθώς, και διόγκωση και πόνο της επιδιδυμίδας.
Σε πολλές περιπτώσεις η λοίμωξη από ουρεόπλασμα μπορεί να είναι ασυμπτωματική και μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ασθενούς, διότι έχει αποδειχθεί ότι η χρόνια λοίμωξη από ουρεόπλασμα συσχετίζεται με στειρότητα.
Ακόμα μπορεί να προκαλέσει:
Σύνδρομο Reiter. Πρόκειται για ένα σπάνιο σύνδρομο, που αναπτύσσεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδράσει ανώμαλα, με αποτέλεσμα την γενικευμένη προσβολή του οργανισμού με επιπεφυκίτιδα, αρθρίτιδα, ουρηθρίτιδα-τραχηλίτιδα, εκτεταμένες βλεννογονοδερματικές βλάβες.
Αρθρίτιδα. Η αρθρίτιδα μπορεί να είναι αντιδραστική ή να οφείλεται σε άμεση προσβολή της άρθρωσης από το μυκόπλασμα, κατάσταση που παρατηρείται κυρίως σε ασθενείς με υπογαμα σφαιριναιμία.
Προσβολή καρδιακής βαλβίδας ή προσθετικής άρθρωσης.
Βρεφική χρόνια πνευμονοπάθεια ή πνευμονία σε βρέφη μικρού βάρους που μολύνθηκαν κατά την γέννηση.
Mύθοι και αλήθειες
Ως προς τα Ureaplasma spp. δεν υπάρχει ισχυρή αιτιολογική σχέση με Πυελίτιδα (PID).
Μπορεί όμως να προκαλέσουν φλεγμονή του πλακούντα και να εισβάλλουν στον αμνιακό σάκο προκαλώντας επίμονη φλεγμονή, χοριοαμνιονίτιδα, δυσμενή έκβαση της κύησης, συμπεριλαμβανομένου και προωρου τοκετού.
Η συσχέτιση παρ’όλα αυτά μεταξύ αυτομάτων αποβολών και εμβρυικών θανάτων παραμένει αμφιλεγόμενη.
Στις γυναίκες Ureaplasma spp αλλά όχι Μ. Hominis μπορεί να ενέχεται στο οξύ ουρηθρικό σύνδρομο.
Ureaplasma spp έχουν ενοχοποιηθεί για μη χλαμυδιακή μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα στους άνδρες.
Διάγνωση - Δειγματοληψία
Η εξέταση μπορεί να γίνει σε κολπικό-τραχηλικό υγρό, οφθαλμικό υγρό, αίμα, σπέρμα, ούρα, ιστό περιόδου και αμνιακό υγρό.
Προσδιορισμός
Το εργαστήριο μπορεί με τη μέθοδο της ποσοτικής PCR να ανιχνεύσει με μεγάλη ευαισθησία > 95% την ύπαρξη του βακτηρίου Ureaplasma urealyticum στο δείγμα.
Θεραπεία
Η θεραπεία δεν είναι απαραίτητη σε όσους φέρουν το μικρόβιο. Οι ασθενείς που πάσχουν από ασθένειες που προκαλούνται από το γένος Mycoplasma ή Ureaplasma θα πρέπει να αντιμετωπίζονται θεραπευτικά. Αντίθετα, ασθενείς που διαπιστώνεται ότι αποίκισαν έναν από τους οργανισμούς αυτούς, αλλά που δεν έχουν κλινικές εκδηλώσεις, δεν απαιτούν θεραπεία. Λαμβανομένης όμως υπόψη της δυσκολίας για να τεθεί η διάγνωση της παθογόνου λοίμωξης που σχετίζεται με τα μυκοπλάσματα, οι ασθενείς συχνά αντιμετωπίζονται εμπειρικά.
Η εκρίζωση του ουρεοπλάσματος από το κατώτερο γεννητικό σύστημα (κυρίως από τον κόλπο) είναι δύσκολη. Αιτία γι’αυτό είναι το ότι το όξινο pH του κόλπου αδρανοποιεί τα αποτελεσματικά αντιβιοτικά όπως η ερυθρομυκίνη.
Η θεραπεία επιλογής βασίζεται στην αναμενόμενη in vitro ευαισθησία του μικροοργανισμού στα αντιβιοτικά. Αντιβιοτικά επιλογής είναι οι τετρακυκλίνες, τα μακρολίδια και οι κινολόνες. Σε αυτά έχουν ευαισθησία τα περισσότερα των μυκοπλασμάτων και των ειδών ureaplasma.
Η δοξυκυκλίνη είναι το φάρμακο εκλογής, αλλά και η αζιθρομυκίνη χρησιμοποιείται, επίσης, για 5 ημέρες. Η στρεπτομυκίνη είναι μια εναλλακτική λύση, αλλά πρέπει να χορηγείται με ένεση. Οι πενικιλλίνες είναι αναποτελεσματικές για το U. urealyticum γιατί δεν έχει κυτταρικό τοίχωμα που είναι ο κύριος στόχος του φαρμάκου.
ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΕΝΙΚΩΣ
Η χρήση προφυλακτικού ελαττώνει τη συχνότητα εμφάνισης διαφόρων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νόσων, γονόρροιας, ουρεοπλάσματος και πυελικής φλεγμονής.
Να πλένεστε με άφθονο τρεχούμενο νερό μετά τη σεξουαλική επαφή. Μην κάνετε κατάχρηση χημικών καθαριστικών στον κόλπο. Η κατάχρηση καθαριστικών μπορεί να αλλοιώσει τις αμυντικές ικανότητες της τοπικής χλωρίδας.
Πίνετε αρκετό νερό (τουλάχιστον οκτώ ποτήρια ημερησίως).
Η ισορροπημένη διατροφή που περιλαμβάνει, καθημερινή πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων, φρούτων και λαχανικών, αποφυγή υπερκατανάλωσης κρέατος και ζωικών λιπαρών, αποφυγή καπνού και καθιστικής ζωής, τονώνει το αμυντικό σύστημα υγιών ατόμων.
Οι χρονίως πάσχοντες πρέπει να ακολουθούν τις ενδεικνυόμενες για την πάθησή τους ιατρικές οδηγίες.
Το άρθρο πρωτογράφτηκε το 2011 και ανανεώθηκε από τότε δύο φορές
Τελευταία ανανέωση 8/7/2016 έχει διαβαστεί 244.000 φορές.
Τα μυκοπλάσματα (στα οποία ανήκει και το ουρεόπλασμα) είναι οι μικρότεροι προκαρυωτικοί μικροοργανισμοί.
Tο ουρεόπλασμα (Ureaplasma urealyticum) αποτελεί μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας του γεννητικών οργάνων τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών.
Έχει βρεθεί σε περίπου 70% των σεξουαλικά ενεργών ανθρώπων.
Το είδος μυκοπλασμάτων αποτελείται από οκτώ γένη, συμπεριλαμβανομένων των mycoplasma, ureaplasma, acholeplasma, anaeroplasma και asteroloplasma. Υπάρχουν πάνω από 200 είδη μυκοπλασμάτων και τα 13 από αυτά καθώς και δύο είδη acholeplasma και δύο είδη ureaplasma έχουν απομονωθεί από τον άνθρωπο. Ωστόσο, μόνο έξι είδη, πέντε από τα οποία ανιχνεύονται στο ουρογεννητικό σύστημα τεκμαίρεται ότι ανήκουν στους παθογόνους παράγοντες για τον άνθρωπο. Το γένος Mycoplasma pneumoniae είναι παθογόνο των αναπνευστικών οδών. Το είδος ureaplasma είναι μοναδικό επειδή έχει την ικανότητα να υδρολύει την ουρία. Είναι άγνωστο αν υπάρχει διαφορά στην παθογένεια μεταξύ των δύο ειδών των ureaplasma, των U. urealyticum και U. Parvum.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1999, βρέθηκε ότι το 10% των δημόσιας χρήσης τουαλετών έχουν πάνω τους το ουρεάπλασμα και ότι αυτό μπορεί να ζήσει πάνω στα καπάκια της τουαλέτας για 2 ώρες.
Τα είδη μυκοπλασμάτων που απομονώθηκαν στον άνθρωπο είναι :
Mycoplasma pneumoniae
Mycoplasma hominis
Mycoplasma genitalium
Mycoplasma fermentans (incognitus strain)
Ureaplasma urealyticum
Ureaplasma parvum
Μεταδίδονται με σεξουαλική επαφή, Διαπλακουντιακά και κατά τον τοκετό. Τα βρέφη επιμολύνονται κατά τον τοκετό με την διάβαση τους από μολυσμένη γεννητική οδό.
Έχει, συσχετιστεί με έναν αριθμό ασθενειών στον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένης της μη-ειδικής ουρηθρίτιδας, της στειρότητας, της χοριοαμνιονίτιδας, του θνησιγενούς πρόωρου τοκετού, και, στην περιγεννητική περίοδο με πνευμονία, βρογχοπνευμονική δυσπλασία και μηνιγγίτιδα.
Τα Ureaplasma spp. απομονώνονται από το 40-80% των κολποτραχηλικών δειγμάτων σεξουαλικά ενεργών γυναικών.
Το Μ.hominis από το 2-40%. Τα ποσοστά είναι χαμηλότερα στους άνδρες. Ενα μικρό ποσοστό ενηλίκων που είναι αποικισμένοι στο κατώτερο ουρογεννητικό σωλήνα αναπτύσσουν συμπτωματική νόσο.
Ureaplasma spp/ M. genitalium μπορεί να ευθύνονται για σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων ΝGU που δεν οφείλονται σε χλαμύδια.
Περισσότερα από 20% των νεογέννητων και κυρίως μη τελειόμηνα νεογνά μπορεί να αποικισθούν από Ureaplasma.Ο αποικισμός υποχωρεί συνήθως στους 3 μήνες.
Συμπτώματα
Το ουρεόπλασμα πολλές φορές συμβιώνει με τον άνθρωπο, χωρίς να προκαλεί βλάβες.
Δεν υπάρχει κολπίτιδα από ουρεόπλασμα. Αυτό συνυπάρχει πολύ συχνά σε κολπίτιδες άλλης αιτιολογίας (κυρίως από gardnerella vaginalis και διάφορα αναερόβια μικρόβια).
Ωστόσο σε ευαίσθητα άτομα προκαλεί μία ποικιλία κλινικών συνδρόμων και λοιμώξεων.
Συγκεκριμένα μπορεί να προκαλέσει:
Στην γυναίκα κολπίτιδα, ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα, αυξημένες εκκρίσεις κολπικών υγρών, τσούξιμο και πόνο.
Στον άνδρα ουρηθρίτιδα, πόνο και τσούξιμο κατά την ούρηση, καθώς, και διόγκωση και πόνο της επιδιδυμίδας.
Σε πολλές περιπτώσεις η λοίμωξη από ουρεόπλασμα μπορεί να είναι ασυμπτωματική και μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ασθενούς, διότι έχει αποδειχθεί ότι η χρόνια λοίμωξη από ουρεόπλασμα συσχετίζεται με στειρότητα.
Ακόμα μπορεί να προκαλέσει:
Σύνδρομο Reiter. Πρόκειται για ένα σπάνιο σύνδρομο, που αναπτύσσεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδράσει ανώμαλα, με αποτέλεσμα την γενικευμένη προσβολή του οργανισμού με επιπεφυκίτιδα, αρθρίτιδα, ουρηθρίτιδα-τραχηλίτιδα, εκτεταμένες βλεννογονοδερματικές βλάβες.
Αρθρίτιδα. Η αρθρίτιδα μπορεί να είναι αντιδραστική ή να οφείλεται σε άμεση προσβολή της άρθρωσης από το μυκόπλασμα, κατάσταση που παρατηρείται κυρίως σε ασθενείς με υπογαμα σφαιριναιμία.
Προσβολή καρδιακής βαλβίδας ή προσθετικής άρθρωσης.
Βρεφική χρόνια πνευμονοπάθεια ή πνευμονία σε βρέφη μικρού βάρους που μολύνθηκαν κατά την γέννηση.
Mύθοι και αλήθειες
Ως προς τα Ureaplasma spp. δεν υπάρχει ισχυρή αιτιολογική σχέση με Πυελίτιδα (PID).
Μπορεί όμως να προκαλέσουν φλεγμονή του πλακούντα και να εισβάλλουν στον αμνιακό σάκο προκαλώντας επίμονη φλεγμονή, χοριοαμνιονίτιδα, δυσμενή έκβαση της κύησης, συμπεριλαμβανομένου και προωρου τοκετού.
Η συσχέτιση παρ’όλα αυτά μεταξύ αυτομάτων αποβολών και εμβρυικών θανάτων παραμένει αμφιλεγόμενη.
Στις γυναίκες Ureaplasma spp αλλά όχι Μ. Hominis μπορεί να ενέχεται στο οξύ ουρηθρικό σύνδρομο.
Ureaplasma spp έχουν ενοχοποιηθεί για μη χλαμυδιακή μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα στους άνδρες.
Διάγνωση - Δειγματοληψία
Η εξέταση μπορεί να γίνει σε κολπικό-τραχηλικό υγρό, οφθαλμικό υγρό, αίμα, σπέρμα, ούρα, ιστό περιόδου και αμνιακό υγρό.
Προσδιορισμός
Το εργαστήριο μπορεί με τη μέθοδο της ποσοτικής PCR να ανιχνεύσει με μεγάλη ευαισθησία > 95% την ύπαρξη του βακτηρίου Ureaplasma urealyticum στο δείγμα.
Θεραπεία
Η θεραπεία δεν είναι απαραίτητη σε όσους φέρουν το μικρόβιο. Οι ασθενείς που πάσχουν από ασθένειες που προκαλούνται από το γένος Mycoplasma ή Ureaplasma θα πρέπει να αντιμετωπίζονται θεραπευτικά. Αντίθετα, ασθενείς που διαπιστώνεται ότι αποίκισαν έναν από τους οργανισμούς αυτούς, αλλά που δεν έχουν κλινικές εκδηλώσεις, δεν απαιτούν θεραπεία. Λαμβανομένης όμως υπόψη της δυσκολίας για να τεθεί η διάγνωση της παθογόνου λοίμωξης που σχετίζεται με τα μυκοπλάσματα, οι ασθενείς συχνά αντιμετωπίζονται εμπειρικά.
Η εκρίζωση του ουρεοπλάσματος από το κατώτερο γεννητικό σύστημα (κυρίως από τον κόλπο) είναι δύσκολη. Αιτία γι’αυτό είναι το ότι το όξινο pH του κόλπου αδρανοποιεί τα αποτελεσματικά αντιβιοτικά όπως η ερυθρομυκίνη.
Η θεραπεία επιλογής βασίζεται στην αναμενόμενη in vitro ευαισθησία του μικροοργανισμού στα αντιβιοτικά. Αντιβιοτικά επιλογής είναι οι τετρακυκλίνες, τα μακρολίδια και οι κινολόνες. Σε αυτά έχουν ευαισθησία τα περισσότερα των μυκοπλασμάτων και των ειδών ureaplasma.
Η δοξυκυκλίνη είναι το φάρμακο εκλογής, αλλά και η αζιθρομυκίνη χρησιμοποιείται, επίσης, για 5 ημέρες. Η στρεπτομυκίνη είναι μια εναλλακτική λύση, αλλά πρέπει να χορηγείται με ένεση. Οι πενικιλλίνες είναι αναποτελεσματικές για το U. urealyticum γιατί δεν έχει κυτταρικό τοίχωμα που είναι ο κύριος στόχος του φαρμάκου.
ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΕΝΙΚΩΣ
Η χρήση προφυλακτικού ελαττώνει τη συχνότητα εμφάνισης διαφόρων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νόσων, γονόρροιας, ουρεοπλάσματος και πυελικής φλεγμονής.
Να πλένεστε με άφθονο τρεχούμενο νερό μετά τη σεξουαλική επαφή. Μην κάνετε κατάχρηση χημικών καθαριστικών στον κόλπο. Η κατάχρηση καθαριστικών μπορεί να αλλοιώσει τις αμυντικές ικανότητες της τοπικής χλωρίδας.
Πίνετε αρκετό νερό (τουλάχιστον οκτώ ποτήρια ημερησίως).
Η ισορροπημένη διατροφή που περιλαμβάνει, καθημερινή πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων, φρούτων και λαχανικών, αποφυγή υπερκατανάλωσης κρέατος και ζωικών λιπαρών, αποφυγή καπνού και καθιστικής ζωής, τονώνει το αμυντικό σύστημα υγιών ατόμων.
Οι χρονίως πάσχοντες πρέπει να ακολουθούν τις ενδεικνυόμενες για την πάθησή τους ιατρικές οδηγίες.
Το άρθρο πρωτογράφτηκε το 2011 και ανανεώθηκε από τότε δύο φορές
Τελευταία ανανέωση 8/7/2016 έχει διαβαστεί 244.000 φορές.