Ζούσε κάποτε ένας δερβίσης πολύ σοφός.
Γύριζε από χωριό σε χωριό, ζητώντας ελεημοσύνη και μοιράζοντας γνώσεις και συμβουλές στις πλατείες και τις αγορές.
Μια μέρα, καθώς ζητιάνευε στην αγορά, τον πλησιάζει ένας άνθρωπος και του λέει:

– Χθες βράδυ ήμουν με ένα μάγο πολύ ξακουστό και με συμβούλεψε να έρθω σήμερα εδώ στην πλατεία.
Είπε ότι θα συναντήσω έναν κουρελή ζητιάνο και ότι, ο ζητιάνος αυτός, παρόλη την φτωχική του εμφάνιση, θα μου δώσει έναν θησαυρό που θα αλλάξει τη ζωή μου για πάντα.
Έτσι μόλις σε είδα, κατάλαβα ότι είσαι εσύ αυτός που ψάχνω, γιατί δε νομίζω να υπάρχει άλλος σε χειρότερη κατάσταση από σένα.
Δώσε μου λοιπόν τον θησαυρό μου!

Ο δερβίσης τον κοίταξε σιωπηλός. Μετά έβαλε το χέρι του σε μια τσάντα από φθαρμένο δέρμα που είχε κρεμασμένη στον ώμο του..

– Αυτό πρέπει να είναι, του λέει. Και του δίνει ένα τεράστιο διαμάντι. Ο άλλος μένει κατάπληκτος.

– Μα … η πέτρα αυτή πρέπει να έχει ανυπολόγιστη αξία!

– Α, ναι; Μπορεί … Εγώ τη βρήκα στο δάσος.

– Καλά. Ας είναι. Πόσα πρέπει να σου δώσω γι’ αυτήν;

– Δεν υπάρχει λόγος. Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα. Σου χρησιμεύει εσένα κάτι;. Εμένα δε μου χρησιμεύει σε τίποτα. Δε την χρειάζομαι. Πάρτην.

– Μα … θα μου τη δώσεις έτσι; Χωρίς κανένα αντάλλαγμα;

– Ναι … ναι … έτσι δε σου είπε ο μάγος σου;

– Ναι, βέβαια. Αυτό ακριβώς μου είπε ο μάγος. Ευχαριστώ πολύ.

Πολύ μπερδεμένος ο άντρας αρπάζει την πέτρα και φεύγει. Μετά από μισή ώρα όμως, επιστρέφει. Ψάχνει στην πλατεία να βρει τον δερβίση και μόλις τον βλέπει του λέει:

– Πάρε την πέτρα σου.

– Τι έγινε; τον ρωτάει ο δερβίσης.

– Πάρε την πέτρα και δώσε μου τον θησαυρό! λέει ο άντρας.

– Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου δώσω, λέει ο δερβίσης.

– Και βέβαια έχεις! Θέλω να μου δώσεις τον τρόπο που έχεις να μπορείς να αποχωρίζεσαι κάτι χωρίς να σε πειράζει!

Λένε ότι, ο άνθρωπος αυτός έμεινε πλάι στο δερβίση για πολλά χρόνια μέχρι να μάθει να μην προσκολλάται σε τίποτα, μέχρι να μάθει την προσωρινότητα, μέχρι να μάθει που βρίσκεται η αληθινή αξία των πραγμάτων…

Χόρχε Μπουκάι


 
Top